
Για τη «Μήδεια» του Σάιμον Στόουν που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Κεντρική εικόνα: @ Dim Balsem.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Σάιμον Στόουν, ορμώμενος από τη «Μήδεια» του Ευριπίδη (η παράστασή του έχει τον υπότιτλο «after Εuripides») και από ένα κοινωνικό δράμα των Η.Π.Α. της δεκαετίας του ‘90 γράφει ένα σύγχρονο έργο για το Internationaal Theater Amsterdam.
Το προσωπικό δράμα μιας γιατρού από το Κάνσας που πέρασε σε διπολική διαταραχή και διέπραξε το μιαρό έγκλημα της παιδοκτονίας έδωσε τη δυνατότητα στη βραβευμένη Marieke Heebink (βραβείο Theo d'Or 2015, γνωστή από την ερμηνεία της της Μαριάνε στη μπεργκμανική «Persona» του Ίβο βαν Χόβε) να εκδιπλώσει το σπάνιο ταλέντο της επί σκηνής. Το έργο παίχτηκε στο Barbican του Λονδίνου, στη Νέα Υόρκη, στο Άμστερνταμ και στη Μαδρίτη, κι εμείς το είδαμε φέτος στο θέατρο «Παλλάς», στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.
Η Άννα, ο Λούκας, η Κλάρα: ένα ερωτικό τρίγωνο αντιζηλίας που διατηρεί ακροθιγείς αναφορές στο ερωτικό τρίγωνο Μήδειας-Ιάσονα-Γλαύκης, όμως μόνον ακροθιγείς. Στην κορύφωση της ψυχωσικής αντίδρασης της Άννας συμβάλλουν το πρότερο ψυχιατρικό ιστορικό της, η αίσθηση της ερωτικής εξαπάτησης, ο απροσχημάτιστος κυνισμός του συζύγου της και της νέας συντρόφου του, η απώλεια της γονιμότητας και ο σωματικός πόνος της γέννας, κυρίως όμως το θιγμένο επιστημονικό προφίλ της και η αντίληψή της μιας σουφραζέτας φεμινίστριας (στο κείμενο γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στη γυναικεία κακοποίηση και στα παραβιασμένα εργασιακά δικαιώματα της γυναίκας).
Το σκηνικό του Bob Cousins είναι ένα τεράστιο λευκό κουτί, κενό από σκηνογραφικά στοιχεία, ενώ χρησιμοποιείται cyclorama και η καινοτομία της μαύρης στάχτης που πέφτει από τον ουρανό και συσσωρεύεται, σαν από κλεψύδρα, σε πυραμίδα στο πάτωμα.
Το σκηνικό του Bob Cousins είναι ένα τεράστιο λευκό κουτί, κενό από σκηνογραφικά στοιχεία, ενώ χρησιμοποιείται cyclorama και η καινοτομία της μαύρης στάχτης που πέφτει από τον ουρανό και συσσωρεύεται, σαν από κλεψύδρα, σε πυραμίδα στο πάτωμα: κατόπιν, όλη αυτή η στάχτη (που κάλλιστα θα μπορούσε να συμβολίζει το αίμα του εγκλήματος) πέφτει πάνω στους ηθοποιούς και τους καλύπτει. Εξαιρετικοί είναι, επίσης, οι φωτισμοί του Bernie van Velzen. Με θολή τη γραμμή που διαχωρίζει το θέατρο από τον κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης προβάλλει τα πρόσωπα σε γιγάντια οθόνη στο βάθος, επιτρέποντας στο κοινό να εκτιμήσει τις ερμηνευτικές τους δυνατότητες.
Οι ήρωες μπαινοβγαίνουν στη σκηνή χωρίς την παραμικρή αλλαγή στην αναπαράσταση του χώρου, και αυτό δεν μας εμποδίζει να τους φανταζόμαστε πότε στο σπίτι, πότε στον δρόμο και πότε στο γραφείο. Ευφυές το προσωπικό φιλμάκι που γυρίζουν τα παιδιά (εξαιρετικές ερμηνείες των δυο παιδιών από τους Faas Jonkers και Poema Kitseroo) και το κοινοποιούν στη νέα σύντροφο του πατέρα τους (Eva Heijnen), απόλυτα υποστηριγμένος ο ψυχισμός όλων των χαρακτήρων, τέλεια δομημένες οι κορυφώσεις του δράματος. Οι ερμηνείες των δύο ανδρών (Leon Voorberg και Aus Greidanus Jr) απολύτως συμβατικές.
Ειδωμένο πέραν της (υποτιθέμενης) ευριπίδειας καταγωγής του, το κείμενο του Στόουν και η παράσταση που απορρέει απ’ αυτό συνθέτουν ένα άρτιο, κομψό καλλιτεχνικό δημιούργημα, που έχει θεατρικές ποιότητες όπως το νατουραλιστικό παίξιμο, τη σωστή εναλλαγή ατάκας, την έκπληξη και τον οικονομημένο διάλογο.
Πρωτότυπη η αναφορά στον βιασμό της Φιλομήλας από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, που όμως δεν προσθέτει κάτι στη δραματουργική κορύφωση, ούτε προσδίδει κλασικότερο ύφος στην όλη σύλληψη.
Πρωτότυπη η αναφορά στον βιασμό της Φιλομήλας από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, που όμως δεν προσθέτει κάτι στη δραματουργική κορύφωση, ούτε προσδίδει κλασικότερο ύφος στην όλη σύλληψη. Η «κλινική» λευκότητα της παράστασης σε αντίθεση με το μαύρο χρώμα της στάχτης, ο αφαιρετικός τρόπος υποδήλωσης τόπου και χρόνου, ο καθημερινός τόνος του διαλόγου και οι καλές ερμηνείες είναι αναμφισβήτητες ποιότητες της παράστασης, που όμως δεν προδίδουν κάποια πρωτοποριακή σύλληψη ούτε πρωτοτυπεί ως προς την ειθισμένη προσέγγιση των αρχαιοελληνικών κειμένων από τους δυτικούς σκηνοθέτες.
Ο Σάιμον Στόουν έχει μεταφέρει επί σκηνής την «Ορέστεια» του Αισχύλου, μεταπλάθοντάς την σε οικογενειακό δράμα, στο Όμπερχάουζεν της Γερμανίας, το 2014. Ιδρυτής του Hayloft Project της Μελβούρνης (2007), ο ελβετικής καταγωγής σκηνοθέτης σπούδασε στο Κέιμπριτζ καταπιάστηκε από τα πρώτα του βήματα με την αναδημιουργία πάνω σε κλασικά κείμενα (π.χ., η αμέσως προηγούμενη παραγωγή του, του 2018, βασιζόταν στη «Γέρμα» του Λόρκα. Το ίδιο έκανε με το «Ξύπνημα της Άνοιξης» του Βέντεκιντ, την «Αγριόπαπια» του Ίψεν, με τον «Πλατόνοφ» του Τσέχωφ και με τον «Θυέστη» του Σενέκα, αλλά και με τη θεατρική σκηνοθεσία της όπερας «Λουτσία ντι Λαμερμούρ που έκανε για τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης) και τώρα εργάζεται ως σκηνοθέτης στο θέατρο Belvoir του Σίδνεϊ.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.