Για τα βιβλία του Friedrich Nietzsche, Αγών Ομήρου και Το πάθος για την αλήθεια, και τα δύο σε μετάφραση του Βαγγέλη Δουβαλέρη από τις εκδόσεις Gutenberg.
Του Γιώργου Λαμπράκου
Όποτε τύχει να ενδιαφερθεί κανείς για τα πρώτα, συνήθως δειλά βήματα ενός στοχαστή που έγινε περισσότερο γνωστός για το μεταγενέστερο έργο του, αναζητώντας σε αυτά τους σπόρους μιας υπό εξέλιξη ιδιοφυίας και τις πρωταρχικές εμμονές που κράτησαν εφ’ όρου ζωής, συνήθως δεν θα απογοητευτεί. Αυτό ισχύει και για τη σκέψη του Φρίντριχ Νίτσε, που, αφενός ως άριστος φιλόλογος ξεκίνησε από την αρχαιοελληνική γραμματεία και έκτοτε δεν την παραγκώνισε ποτέ, αφετέρου ως άριστος φιλόσοφος ασχολήθηκε εξαρχής και ως το τέλος με το χαρακτηριστικότερο, ίσως, φιλοσοφικό ζήτημα: την αλήθεια.
Ωστόσο, τα πρώτα βήματα του Νίτσε μόνο «δειλά» δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ήδη με το εναρκτήριο έργο του, την περίφημη Γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (1872), ταράζει τα στοχαστικά ύδατα, αναστατώνει τους συναδέλφους του καθηγητές, ανατρέπει κληρονομημένες αυταπάτες αιώνων: ήδη, λοιπόν, ο αγώνας της «επαναξιολόγησης όλων των αξιών» έχει αρχίσει για τα καλά. Στο τέλος της ίδιας πυρετώδους χρονιάς γράφει και προσφέρει στη δεύτερη σύζυγο του Βάγκνερ και κόρη του Λιστ, Κόζιμα, Πέντε προλόγους για πέντε άγραφα βιβλία, που ναι μεν δεν θα γραφτούν ποτέ ως τέτοια, αλλά που το ετερόκλιτο περιεχόμενό τους θα ξεδιπλωθεί στα επόμενα έργα του.
Μετά τη Φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας (βλ. Bookpress, 9/10/2013) και τον Αντίχριστο (βλ. Bookpress, 23/1/2014), οι εκδόσεις Gutenberg δημοσιεύουν τώρα δύο από τους πέντε προαναφερθέντες «Προλόγους» του Νίτσε (Αγών Ομήρου και Το πάθος για την αλήθεια) στη νέα σειρά «Ψήγματα», πάντα σε μετάφραση και με εκτενή σχολιασμό του Βαγγέλη Δουβαλέρη, όπως επίσης σε φιλολογική επιμέλεια του Ήρκου Ρ. Αποστολίδη, που έχει και τη διεύθυνση της σειράς.
Τα έπη του Ομήρου, του «εθνικού ήρωα της αρχαιοελληνικής ποίησης», δείχνουν ότι ο αγώνας, ο πόλεμος, η φιλοδοξία, η ζήλεια και η έχθρα αποτελούν βασικά γνωρίσματα του αρχαιοελληνικού κόσμου και πνεύματος.
Ο τίτλος του πρώτου «ψήγματος», Αγών Ομήρου, είναι δηλωτικός για το περιεχόμενό του: τα έπη του Ομήρου, του «εθνικού ήρωα της αρχαιοελληνικής ποίησης», δείχνουν ότι ο αγώνας, ο πόλεμος, η φιλοδοξία, η ζήλεια και η έχθρα αποτελούν βασικά γνωρίσματα του αρχαιοελληνικού κόσμου και πνεύματος – παρότι η ποίηση, όπως σημειώνει ο Νίτσε, τείνει πάντα να αμβλύνει τις αιχμές, τις ακρότητες. Στο ίδιο μοτίβο, ωστόσο, κινούνται και οι Έλληνες της κλασικής περιόδου, και μάλιστα σε όλους τους τομείς της ζωής τους: όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και στην πολιτική (ο Θεμιστοκλής ζηλεύει παράφορα τον Μιλτιάδη), στην ποίηση (ο Ξενοφάνης επιτίθεται σφοδρά στον Όμηρο), στη δραματική τέχνη, στον αθλητισμό. Κάθε Έλληνας αγωνίζεται να αριστεύσει, να ξεπεράσει κάθε άλλον, σε έναν αγώνα «μεγαλοφυιών».
Άραγε ο εγωισμός είναι αυτό που κάνει τον αρχαίο Έλληνα «ζηλόφθονο», όπως υπογραμμίζει ο Νίτσε; Προφανώς. Ωστόσο ο εγωισμός, όπως ξέρει καλά ο στοχαστής, είναι εγγενές γνώρισμα του ανθρώπου, συνεπώς υφίσταται σε όλες τις εποχές. Σε τι διαφέρει η αρχαιοελληνική; Στο ότι ο τελικός σκοπός του αγώνα κάθε ατόμου δεν είναι μόνο ατομικός, αλλά και συλλογικός. Είναι η «ευημερία του συνόλου, της πόλεως […] το καλό της πατρίδας» γράφει ο Νίτσε. Χωρίς τον αγώνα, χωρίς την έριδα με άμιλλα, διαπράττεται ύβρις, την οποία ο Νίτσε διαβλέπει τόσο στην «κακιά και σκληρή» προ-ομηρική εποχή, όσο και στην παρακμή του κλασικού ελληνισμού με την επικράτηση του Μεγαλέξανδρου. Εξού και στα σημειωματάριά του, μέρος των οποίων μεταφράζεται μετά το τέλος του κυρίως κειμένου, προσδιορίζει ως «Μέσα κατά του άμετρου εγωισμού» το «ενστικτώδες δέσιμο με την πατρίδα», τη «δημόσια ζωή», την «άμιλλα» και τη «φιλία».
Σε διάσπαρτα σημεία του κειμένου βλέπουμε τον πρώιμο Νίτσε να προετοιμάζει τον όψιμο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: η εκπληκτική σύλληψη ότι «οι λεγόμενες απάνθρωπες πλευρές του [ανθρώπου] είναι, πιθανώτατα, το γόνιμο έδαφος κάθε είδους ανθρωπισμού […] απ’ το φόνο και την εξιλέωσή του αναπτύχθηκε το αρχαιοελληνικό Δίκαιο· απ’ το βωμό της εξιλέωσης του φόνου ο ευγενέστερος πολιτισμός κέρδισε τον πρώτο νικητήριο στέφανό του!» έμελλε να αναπτυχθεί δεκαπέντε χρόνια μετά στη Γενεαλογία της ηθικής. Ο Νίτσε επικρίνει λοιπόν ήδη από νωρίς κάθε «ανθρωπιστική» σύλληψη του ανθρώπου, με την έννοια ότι αυτή πασχίζει να αποσιωπά και να απαλείφει τις τρόπον τινά αρνητικές όψεις του βίου· ο Νίτσε καταγίνεται, όπως σημειώνει ο μεταφραστής, με το «ανθρώπινο σ’ όλη την τραγική του διάσταση».
Ο Νίτσε ακολουθώντας τον αγαπημένο του Ηράκλειτο, προβαίνει σε αφοριστικές και θραυσματικές εκφράσεις, σε εκλάμψεις για το ένα ή το άλλο θέμα, παρά σε μακροσκελή επιχειρήματα.
Και το δεύτερο «ψήγμα» της σειράς προέρχεται, όπως είπαμε, από τους Πέντε προλόγους για πέντε άγραφα βιβλία. Είναι Το πάθος για την αλήθεια, ένα κείμενο τόσο ευσύνοπτο ώστε θα ήταν αδύνατο να αναλύει το θέμα που υπόσχεται ο τίτλος. Ο Νίτσε το ξέρει, γι’ αυτό και, ακολουθώντας τον αγαπημένο του Ηράκλειτο, προβαίνει σε αφοριστικές και θραυσματικές εκφράσεις, σε εκλάμψεις για το ένα ή το άλλο θέμα, παρά σε μακροσκελή επιχειρήματα (τα οποία, εξάλλου, ποτέ δεν αγάπησε ιδιαίτερα, ούτε επιστράτευε συχνά).
Αναζητώντας το «βασικό νόημα του Πολιτισμού», της Καλλιέργειας (Kultur), που έγκειται στη γέννηση, την εξύψωση και τη διατήρηση του «Μεγάλου» και του «Αιώνιου», ανατρέχει στον Προσωκρατικό. Εκεί, μεταξύ άλλων, θα βρει το περίφημο «Εδιζησάμην εμεωυτόν» («Τον εαυτό μου γύρεψα κ’ ερεύνησα»), μια καίρια ρήση που θα τον συνοδεύει μέχρι το 1889, όταν και θα χάσει τα μυαλά του – χαρακτηριστικά αποσπάσματα με θέμα τον εαυτό του βλέπουμε, παραδείγματος χάριν, στο Ιδέ ο άνθρωπος.
Η «αυτοδιάγνωση ως πηγή γνώσης» (Β.Δ.), την οποία θα αξιοποιήσει σε ανεπανάληπτο βαθμό και ο Φρόιντ μόλις λίγα χρόνια αργότερα, θα οδηγήσει τον Νίτσε στο εν λόγω κείμενο να αντιπαραθέσει «Γνώση» και «Τέχνη», «Αλήθεια» και «Ηδονή», στήνοντας μια διελκυστίνδα που θα τον απασχολήσει επαναληπτικά, συστηματικά, παθιασμένα, στα μεταγενέστερα έργα του. «Η Τέχνη είναι πιο δυνατή απ’ τη Γνώση, γιατί εκείνη θέλει τη ζωή, ενώ ετούτη οδηγεί, τελικά, στην εκμηδένιση!..», δηλώνει. Στην αρένα αυτής της αντιπαράθεσης θα διεξαχθεί και ο αγώνας του Νίτσε με θέμα το Τραγικό: αγώνας θεωρητικός που αφορά κυρίως τον ειδικό, αγώνας πρακτικός που αφορά τον κάθε άνθρωπο, και, εντέλει, αγώνας που έμελλε να αφορά τον ίδιο τον Νίτσε στην πολυκύμαντη προσωπική και συγγραφική πορεία του.
Σε αμφότερα τα νιτσεϊκά αυτά κείμενα ο αναγνώστης απολαμβάνει, ως συνήθως, τον ποιητή μες στον φιλόσοφο, τον φιλόσοφο μες στον φιλόλογο, τον φιλόλογο μες στον ιστορικό, και ούτω καθεξής. Ο νιτσεϊκός λόγος, ορμητικός και παρορμητικός, δεν αντέχει να περιορίζεται σε τέτοιες αδρές ταξινομήσεις, αλλά τις υπερβαίνει με στόχο ανώτερες αισθητικές και διανοητικές σφαίρες. Κι επειδή πολύς λόγος γίνεται τους τελευταίους μήνες για την «αριστεία», θα ήταν γόνιμο να σκεφτεί κανείς (και) αυτό το θέμα διαβάζοντας τον νεωτερικό στοχαστή που το είχε κατεξοχήν μελετήσει.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Αγών Ομήρου
Friedrich Nietzsche
Μτφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης
Gutenberg 2015
Σελ. 96, τιμή εκδότη €6,96
Το πάθος για την αλήθεια
Friedrich Nietzsche
Μτφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης
Gutenberg 2015
Σελ. 96, τιμή εκδότη €6,97