Για το μυθιστόρημα του Δημήτρη Κωστόπουλου «Η κιμωλία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Της Γεωργίας Κακούρου-Χρόνη
Εν αρχή ην οι πληροφορίες του εξωφύλλου: «Δημήτρης Κωστόπουλος, η κιμωλία, μελόδραμα, αλεξάνδρεια» (έτος έκδοσης 2020). Ξενίζει ο χαρακτηρισμός «Μελόδραμα», αντί του αναμενόμενου «Μυθιστόρημα». Αλλά ο αναγνώστης, μετά το πέρας της ανάγνωσης, αντιλαμβάνεται ότι ήρωες και ηρωίδες έχουν βαλθεί να αισθάνονται και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους καθ’ υπερβολήν· ιδεολογίες, μίση, πάθη έρωτες, αδυναμίες, εκδικήσεις, αντεκδικήσεις, όλα «μελοδραματικά». Και ανάμεσα στα δράματα συνακούγονται και «μέλη»-τραγούδια, μπορεί μεταξύ τους παράταιρα, αλλά καλοζυγιασμένα με τον λόγο που κάθε φορά συνοδεύουν.
Το δύσκολο μελόδραμα της ζωής
Ο υπότιτλος του βιβλίου (στην εσωτερική σελίδα τίτλου) διευκρινίζει ακριβώς την έννοια του μελοδράματος ορίζοντας ότι «Η κιμωλία» είναι «Μια πολυπρόσωπη και μακροχρόνια ιστορία για το δύσκολο μελόδραμα της ζωής», χωρίς να αναιρείται βέβαια το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκει το βιβλίο. Πρόκειται για μυθιστόρημα της «Ανθρώπινης Κωμωδίας».
Το εύρος της έννοιας του τίτλου «Η κιμωλία» διευκρινίζεται από το μότο του Αλμπέρτο Μοράβια που προτάσσεται του κειμένου («Έμοιαζε με μπρούντζο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κιμωλία»), αλλά κυρίως στις εσωτερικές σελίδες του βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα. Ένας από τους ήρωές του, ο Σωτήρης Ροδίου, αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι εκπαιδευτικός· εξοικειωμένος με τη λειτουργία του μαυροπίνακα και της κιμωλίας, έτσι που να επινοείται επιτυχώς η μεταφορά:
«Μια κιμωλία είναι η ζωή. Στιλπνή στην αρχή, που αφήνει βιαστικά τα ίχνη της πάνω στο παλίμψηστο ενός πίνακα. Στο τέλος όμως όλα σκόνη».
Μια μεταφορά που ο συγγραφέας θα ανακαλέσει και πάλι, όταν ο ίδιος ήρωας, ο Σωτήρης Ροδίου, θα σκύβει ερευνητικά πάνω από τις παλιές φωτογραφίες:
«Τα πρόσωπα στις παλιές φωτογραφίες είναι σοβαρά, σαν τις λέξεις πάνω στο χαρτί. Ανεξίτηλα. […] Ληξιπρόθεσμες απεικονίσεις, τα ίχνη μιας κιμωλίας πάνω στον πίνακα. Με την ίδια ευκολία που αποτυπώνονται, με την ίδια ευκολία αποσύρονται».
Σ’ αυτόν εξάλλου «στον κόσμο της κιμωλίας», στον χώρο της εκπαίδευσης ουσιαστικά, θα επιστρέψει ο Σωτήρης Ροδίου· αλλά και μεταφορικά, αφού το παλίμψηστο του βιβλίου, το γράφε-σβήνε, μοιάζει να μην έχει τελειώσει. Η ολοκλήρωση της ανάγνωσης επιτρέπει στον αναγνώστη να μη βλέπει την κιμωλία αφημένη σε αχρηστία και να προσμένει το χέρι του συγγραφέα που θα τη σηκώσει από τη βάση του πίνακα για να ξανα-γράψει.
Ένας από τους ήρωές του, ο Σωτήρης Ροδίου, αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι εκπαιδευτικός· εξοικειωμένος με τη λειτουργία του μαυροπίνακα και της κιμωλίας.
Αλλά και το ύφος του λόγου, ο τρόπος της γραφής διατηρεί τις ιδιότητες της «κιμωλίας». Δεν πρόκειται δηλαδή για μια απλή μεταφορά που στοχεύει στον χαρακτηρισμό του μελοδράματος της ζωής, αλλά μαρτυρεί και την ίδια τη σύνθεση, τον τρόπο της γραφής. «Ιστορίε. σας λέω με τον τρόπο μου». Οι ιστορίες αυτές –διευκρινίζει ο συγγραφέας– είχαν ξαναγίνει κι αλλού, αλλά ο ίδιος επιχειρεί να μας τις αφηγηθεί με τον τρόπο του. Με τον «τρόπο», με το «πώς» της συγγραφής, με το «πώς» γράφει και σβήνει κανείς την κιμωλία στον μαυροπίνακα. Μόνο που εδώ τις παλίμψηστες γραφές φροντίζει ο συγγραφέας τους να τις καταστήσει ευανάγνωστες.
Όλες αυτές οι «παλίμψηστες» ιστορίες διαδραματίζονται σε ένα νησί, τη Λέρο, και ακριβέστερα σ’ ένα μέρος του νησιού, στο Λακκί, όπου με την επωνυμία Porto Lago το 1930 οι Ιταλοί κατακτητές έκτισαν μια πόλη-πρότυπο στις αρχές του ρασιοναλισμού. Μακάρι και η Κιμωλία να αφυπνίσει αρχές και πολίτες για να σωθεί η φυσιογνωμία της μοναδικής αυτής ιταλικής αρχιτεκτονικής.
Ο Δημήτρης Κωστόπουλος γεννήθηκε στο Περιστέρι και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως καθηγητής. Συνεργάτης σε εφημερίδες (Πρώτη, Καθημερινή, Ελευθεροτυπία) και περιοδικά (Νέα οικολογία, Ιστορικά Θέματα, Books’ Journal). Βιβλία του είναι η ποιητική συλλογή Τα Δίπροκα (εκδ. Δίπτυχο, 1991), Βαλκάνια: Οικογεωγραφία της Οργής (εκδ. Στοχαστής, 1993), Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το Γουέστερν της Ανάπτυξης (εκδ. Ευώνυμος, 2007) και η συλλογή διηγημάτων Ο Φονέας και ο Φονιάς (εκδ. Κέδρος, 2015). |
Η Λέρος στην Ιστορία
Η ιωνική Λέρος συστήνεται με τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου που κατέλαβαν το νησί (1309) για να το παραδώσουν στον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή (1523), αφού θα διαιωνίσουν την παρουσία τους με το κάστρο στο κέντρο του νησιού, όπου και το σύμβολό του, η Παναγιά του Κάστρου. Η ιταλική κατοχή (1912) θα λήξει με τη φονική Μάχη της Λέρου, το 1943, την τελευταία νίκη των Γερμανών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, τέσσερα χρόνια αργότερα, θα ακολουθήσει η ενσωμάτωση με τη μητέρα πατρίδα. Σ’ ένα «αλωνάκι», σε μια γωνιά της ΝΑ Μεσογείου καταγράφεται από τον συγγραφέα η ιστορία ενός αιώνα. Με τα λόγια του ιδίου:
«Δύο πόλεμοι, ο ένας παγκόσμιος, ένας εμφύλιος, μια δικτατορία, τα σαράντα κύματα της ψυχιατρικής αλλά και ο 21ος αιώνας, αυτή η νεονομαδική φάση της Ιστορίας, όλα εδώ μαζεμένα στα ίδια κτίρια».
Νησί των τρελών, τόπος εξορίας, καταφύγιο των προσφύγων, αλλά και πολλά περισσότερα, γιατί τα μεγάλα αστικά χρωματιστά σπίτια του νησιού, τα «σφιχταγκαλιασμένα» με τα μικρά, λαϊκά λευκά σπιτάκια, μαρτυρούν τις ιστορίες μιας ακμάζουσας παροικιακής οικονομικής και κοινωνικής ζωής από την Αίγυπτο έως την Αζοφική Θάλασσα.
Νησί των τρελών, τόπος εξορίας, καταφύγιο των προσφύγων, αλλά και πολλά περισσότερα, γιατί τα μεγάλα αστικά χρωματιστά σπίτια του νησιού, τα «σφιχταγκαλιασμένα» με τα μικρά, λαϊκά λευκά σπιτάκια, μαρτυρούν τις ιστορίες μιας ακμάζουσας παροικιακής οικονομικής και κοινωνικής ζωής από την Αίγυπτο έως την Αζοφική Θάλασσα.
Από τους πρώτους στο γενεαλογικό δέντρο των προσώπων του μυθιστορήματος, ο μικρός Αδαμάντιος Άγγελος που χάρη στην πρόνοια του πατέρα του διασώζεται από τη σφαγή της Χίου και διαφεύγει στη Σύρο που σε λίγο θα αναδειχθεί σε μεγάλο ναυτικό, εμπορικό και αστικό κέντρο. Εκεί ο Αδαμάντιος θα σμίξει την τύχη του με την οικογένεια Χατζηρούσσου από τη Λέρο που γόνοι της θα δραστηριοποιηθούν σε Αίγυπτο και Σικελία. Ρωσικά στάρια, αιγυπτιακά βαμβάκια, σικελιακά λεμόνια πρωταγωνιστούν στο εμπορικό παιχνίδι της θάλασσας από την Αλεξάνδρεια έως την Αζοφική και το Παλέρμο.
Αλλά η γεωγραφία του μυθιστορήματος περιλαμβάνει και πολλή Ελλάδα και Αμερική. Κι ο χρόνος απλώνεται έως τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη χούντα και τη μεταπολίτευση: «Μεταπολίτευση, παρδαλή εποχή φουσκωμένη σαν γάλος, με εύκολες συζητήσεις και βαρύγδουπα λόγια, λόγια πολλά χωρίς νόημα. Παντού αφίσες και πανό, ντουντούκες και πορείες. Ήταν σίγουρο, κάποτε θα ζούσαμε ημέρες δύσκολες και δεν θα είχαμε τίποτα πια να πούμε». Η χώρα ακτινογραφείται από το συγγραφέα:
«Η Ελλάδα είχε περάσει από την εποχή της Αυριανής στην εποχή του Κλικ. Ένα περιοδικό που διαφήμιζε τη ροκ πλευρά της ζωής, αλλά και το καλό ντύσιμο, το στιλ. Γιατί όλα πρέπει να είναι ψαγμένα και lifestyle. Η αστακομακαρονάδα ήταν πια το εθνικό φαγητό, ενός θαλασσινού λαού, όπως οι Έλληνες. Λεφτά υπήρχαν».
Και ακολουθούν η οικονομική κρίση, πρωτίστως ηθική, οι αγανακτισμένοι, το μίσος που σκοτώνει, η άνοδος του Αλέξη Τσίπρα στην εξουσία.
Μ’ έναν διαφορετικό τρόπο από τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη, η Λέρος αναδεικνύει το πώς η τοπική ιστορία με τις κατάλληλες διασυνδέσεις θα μπορούσε να εξυπηρετήσει μια μεθοδολογία που θα ήταν πολύ χρήσιμη στην εκπαίδευση για τη διδασκαλία της εθνικής, και γιατί όχι της παγκόσμιας, ιστορίας.
Ιστορία και ιστορίες
Και μπορεί η Ιστορία που «έγινε», η «αληθινή» ιστορία, να είναι το φόντο του «μελοδράματος» των πολυάριθμων ηρώων και ηρωίδων που κυκλοφορούν στις σελίδες του βιβλίου, αλλά και οι δικές τους μικρές «ιστορίες» που αφηγείται ο συγγραφέας είναι το ίδιο αληθινές με τη Μεγάλη. Γιατί, όταν η Ιστορία δεν ξέρει τι να πει, το λέει ο μύθος που ξέρει με άλλον τρόπο να αφηγείται τις μεγάλες αλήθειες. Πρώτος διδάξας ο Πλάτων, όταν δεν του φτουρούσε ο φιλοσοφικός διάλογος, τον έσωζε ο μύθος. Και οι αληθινές μικρές ιστορίες που συνθέτουν το «μελόδραμα» αυτού του βιβλίου, μελόδραμα της ίδιας της ζωής, θα μπορούσαν να στεγαστούν φιλόξενα κάτω από το ομόηχο, αντί για Λέρος (Leros)… L’ Eros.
Ο καθένας με τον τρόπο του προσδίδει εύρος και βάθος, χρωματίζει με τη δική του φωνή τον λόγο του συγγραφέα.
Ένα βιβλίο που έχει τον τρόπο του να χασομεράει τον αναγνώστη, δεν του επιτρέπει να βιάσει την ανάγνωση, τον καλεί, για παράδειγμα, να στοχαστεί στα διακείμενά του: Τζόζεφ Κόνραντ, Γεώργιος Σουρής, Διονύσιος Σολωμός, Κωνσταντίνος Καβάφης, Αδαμάντιος Χαραμής, Γιάννης Ρίτσος, Γιώργος Σεφέρης, Σαιντ-Εξυπερύ, Ρομπέρτο Μπολάνιο, Μπότο Στράους, Αντρέ Μαρλό, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Πάουλο Κοέλιο και Ρέα Γαλανάκη. Ο καθένας με τον τρόπο του προσδίδει εύρος και βάθος, χρωματίζει με τη δική του φωνή τον λόγο του συγγραφέα. Καλλιτεχνικά ρεύματα, ιμπρεσιονισμός, μπαρόκ, ο Μουνκ, αλλά και πολιτικοί, ο Κύρκος, ο Μπανιάς, ο Φλωράκης, ο Μακάριος, ο Νάσερ· το Σανατόριο του Γεωργίου Καραμάνη στο Πήλιο. Εφημερίδες και περιοδικά: «Τα Νέα», «Η Αυγή», «Η Καθημερινή», «Επιθεώρηση τέχνης» και η αλλαγή στην ενημέρωση:
«Εφημερίδες διαβάζανε πια ελάχιστα και τα social media είχαν φέρει την ενημέρωση εκεί από όπου είχε ξεκινήσει, στα καφενεία».
Πλούσιο πλαίσιο αναφορών
Είναι αδύνατον επίσης ο αναγνώστης να προσπεράσει τα μότο με τα οποία εισάγονται όλα τα κεφάλαια του βιβλίου και του επιβάλλουν, μετά την ανάγνωση εκάστου κεφαλαίου, να επιστρέψει σ’ αυτά και να αναστοχαστεί το περιεχόμενό τους σε συνδυασμό με τον λόγο του συγγραφέα. Την προσοχή δεν διαλανθάνουν και οι συγγραφείς που δανείζουν αυτά τα αποσπάσματα ως εισαγωγή των κεφαλαίων, γιατί αποτελούν πνευματικές καταβολές του συγγραφέα για τις οποίες ο αναγνώστης δεν μένει αδιάφορος (Αλμπέρτο Μοράβια, W.G. Sebald, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Γεώργιος Βιζυηνός, Λεονάρντο Σάσα, Αλμπέρτ Καμύ, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στρατής Τσίρκας, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Χρίστος Ρουμελιωτάκης, Τόμας Μαν, Πολ Όστερ, Γρ. Ξενόπουλος, Ζορζ Σιμενόν, Μ. Καραγάτσης, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Τολστόι, Arlette Farge, Σκοτ Φιτζέραλντ, Barouk Salamé, Μισέλ Ουελμπέκ, Κάρολος Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι).
Ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι η πυκνότητά του. Όλες αυτές οι επιμέρους συμπυκνωμένες ιστορίες θα μπορούσαν να απλωθούν περισσότερο, να προσφέρουν άνεση και χρόνο στον αναγνώστη, να του δώσουν τη δυνατότητα να ακούσει, να δει και να παρατηρήσει καλύτερα. Τι να είπε, πώς να πάλεψε άραγε εκείνος ο πρώτος Αδαμάντιος που γλίτωσε τη σφαγή και λαβώθηκε αγιάτρευτα από την τατάρικη ομορφιά της Ναστάζια; Πώς τα κατάφερε να επιτύχει εκείνη τη «θλιβερή ισοπαλία στη ζωή» συμβιβάζοντας τα πρησμένα μαξιλάρια της νύχτας με την αστική ευπρέπεια της μέρας; Κι εκείνη, η Ναστάζια, πώς πάλεψε, πόσο αγάπησε, για να μπορέσει ν’ αφήσει «ανοιχτούς σουγιάδες» τα μάτια των παιδιών της; Ανάλογα ή διαφορετικά ερωτηματικά θέτουν πολλοί από τους ήρωες του βιβλίου που τους παίρνει φαλάγγι ο καιρός χωρίς να προφθάσει ο αναγνώστης να τους καλογνωρίσει.
Οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι παιδιά του καιρού τους. Το προσδιορίζει ωραία το μότο από τον Βιζυηνό: «Δεν υπάρχει σκάφος εν τω κόσμω, το οποίον να μη χορεύη κατά τον σκοπόν, ον αυλούσιν οι άνεμοι, και να μη πηδά κατά τον ρυθμόν, ον κρατούσι τα κύματα». Ο άνεμοι του εκάστοτε καιρού που μονολεκτικά, και εύστοχα, διατυπώνει ο συγγραφέας:
«Έξω –όπως πάντα– άνεμοι δυνατοί, προπαροξύτονοι».
Και με ποιον τρόπο θα σηματοδοτηθούν όλες αυτές οι ζωές, μέσα από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος; Ποια η διαφορά του μελοδράματος της ζωής και του λογοτεχνικού είδους που το αφηγείται; «Η βασική διαφορά της ζωής με το μυθιστόρημα είναι ότι το μυθιστόρημα πρέπει να βγάζει νόημα. Αν όχι απαραίτητα οι ήρωες της ιστορίας, οι αναγνώστες όμως οπωσδήποτε, πρέπει» θα απαντήσει ο συγγραφέας.
Ο αναγνώστης επομένως καλείται να νοηματοδοτήσει το μυθιστόρημα. Και η επιτυχία του βιβλίου έγκειται και στο ότι ο κάθε αναγνώστης μπορεί να σηκωθεί, να πάρει την κιμωλία στα χέρια του, να πλησιάσει στον μαυροπίνακα και να γράψει το δικό του νόημα.
* Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΟΥ-ΧΡΟΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης στο παράρτημα της Σπάρτης.