Για την παράσταση «Song from far away» των Simon Stephens και Mark Eitzel, σε σκηνοθεσία Φοίβου Σαμαρτζή που ανεβαίνει στο Studio Μαυρομιχάλη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Αρχικά παραγγελία του Ivo van Hove, το «Song from far away» γράφτηκε από τον Simon Stephens («Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα», «Χάρπερ Ρήγκαν», «Χάιζενμπεργκ» κ.ά.) το 2014 με προθέσεις μιούζικαλ: ο συνθέτης και τραγουδοποιός Mark Eitzel (1) συνεργάστηκε με τον Σάιμον Στήβενς, σε μια σύνθεση όπου γίνεται μίξη παραδοσιακών ιρλανδικών μουσικών οργάνων και συμβατικής ορχήστρας. Το έργο πρωτοανέβηκε στη Βραζιλία το 2016 και ακολούθησε η παράσταση στο Young Vic.
Θεματικά το έργο επικεντρώνεται στον μητροπολιτικό χαρακτήρα δύο ιστορικά συγγενών πόλεων: του Άμστερνταμ και της Νέας Υόρκης.
Την ελληνική μετάφραση και την εξαιρετική σκηνοθετική του προσέγγιση για πρώτη φορά συστήνει στο ελληνικό κοινό ο Φοίβος Σαμαρτζής. Στην παράσταση του θεάτρου Studio Μαυρομιχάλη πρωταγωνιστεί, σε μια πολύ καλή στιγμή του, ο νέος ηθοποιός Βασίλης Παπαδημητρίου.
Ανοιχτά παράθυρα σε απρόσωπες μεγαλουπόλεις
Θεματικά το έργο επικεντρώνεται στον μητροπολιτικό χαρακτήρα δύο ιστορικά συγγενών πόλεων: του Άμστερνταμ και της Νέας Υόρκης. Μοναδικός επί σκηνής χαρακτήρας είναι ο 34χρονος Βίλλεμ, ένας μάλλον αντιπαθής γκέι τραπεζικός που «αγοράζει και πουλάει ολόκληρες πόλεις», και που έχει υιοθετήσει μια κυνική άποψη για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ο Βίλλεμ κάποιο κρύο πρωϊνό μαθαίνει στο τηλέφωνο πως πρέπει να επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη στο Άμστερνταμ για να παραστεί στην κηδεία του αδελφού του Πόουλι: : «…Ζεις μία μέρα. Σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι. Φτιάχνεις καφέ. O χειμωνιάτικος ήλιος ξεπροβάλει πάνω από τον Χάντσον, και κάθε αγόρι φαίνεται όμορφο σε αυτόν τον πρωινό παγωμένο αέρα και μυρίζει καφές και μέντα και δέρμα... και μετά έρχεται ένα φωνητικό μήνυμα από την άλλη άκρη του κόσμου και όλα αλλάζουν…»
Η κληρονομική υποκείμενη νόσος της καρωτίδας από την οποία πέθανε ο αδελφός του μεταστοιχειώνεται, στο κείμενο, σε αλληγορία μιας ψυχικής αναπηρίας.
Ο ποιητικός αυτός μονόλογος αφορά το πένθος με την ευρύτερη έννοια του όρου και λειτουργεί σαν μια σταδιακή «αποφλοίωση» του εξωτερικού ψυχικού περιβλήματος του ήρωα, μέχρι να φτάσει ο θεατής στον σκληρό πυρήνα. Η κληρονομική υποκείμενη νόσος της καρωτίδας από την οποία πέθανε ο αδελφός του μεταστοιχειώνεται, στο κείμενο, σε αλληγορία μιας ψυχικής αναπηρίας. Ο Βίλλεμ είναι ένας ρηχός Ολλανδός «μεταφυτευμένος» στις Η.Π.Α. που αρέσκεται στην ανωνυμία, στις ελάχιστες απολαυές του καπιταλιστικού μοντέλου που έχει επιλέξει, δεν αγκαλιάζει τους άλλους, ούτε κοιτάζει ποτέ στα μάτια τους συνεπιβάτες του και ζει σ’ένα αντιπροσωπευτικό διαμέρισμα του Μανχάταν.
Παρά όσα τον κατατρύχουν, ο Βίλλεμ παραμένει συγκρουσιακός, ευφυής και σκεπτόμενος. Είναι σε θέση να σαρκάσει τη συμβολική των ανοιχτών παραθύρων που φτιάχνουν οι Ολλανδοί στα σύγχρονα διαμερίσματα του Χέρενγκραχτ: «Τα παράθυρα σε αυτή την πόλη είναι εκεί για να βλέπει ο κόσμος πόσο πολιτισμένοι είμαστε.
Τα παράθυρα σε αυτή την πόλη είναι σχεδιασμένα να αναγκάζουν τους επισκέπτες να μπαίνουν στον κόσμο των σπιτιών μας. Έτσι ώστε εμείς να μένουμε παγιδευμένοι για πάντα εκεί μέσα». Ο πολιτικός προβληματισμός του ιδιότυπου αυτού ανθρώπου φτάνει έως και στον σχολιασμό των κοινωνικών προβλημάτων που παράγει η περιθωριοποίηση, στα περίχωρα του Άμστερνταμ, κάποιων εθνοτικών μειονοτήτων (πχ των Σουριναμέζων). Και αυτές οι διαπιστώσεις ισχύουν, βέβαια, και για το «αντίτυπο» του Άμστερνταμ, τη Νέα Υόρκη.
Αναζήτηση ταυτότητας και επανασύνδεσης
Κυρίως όμως το έργο σχολιάζει με ευαισθησία, ακρίβεια και χιούμορ το ζήτημα της ανοχής, της διαφύλαξης του προσωπικού χώρου, όπως και τις αλλοτριωμένες οικογενειακές και ερωτικές σχέσεις, ενώ δίνει την αίσθηση ότι επί σκηνής παρελαύνουν όλες οι μορφές από τις οποίες έχει αποξενωθεί ο ήρωας και που αναφέρονται σε επιστολογραφική μορφή.
Πρόκειται για μια σειρά ανεπίδοτων επιστολών που συντάσσει και απευθύνει μεγαλοφώνως στον πρόσφατα χαμένο του αδελφό (σαν σε κάποιο alter ego), επιστολές που, σταδιακά, ξαναζωντανεύουν τη μορφή του νεκρού: αυτές ο σκηνοθέτης τις τοποθετεί, σε μια εύστοχη σκηνογραφία, στο ουδέτερο, λευκό σκηνικό ενός δωματίου ξενοδοχείου (του ιστορικού ξενοδοχείου Lloyd που ανέκαθεν φιλοξενούσε για μια-δυο νύχτες τους μετανάστες από και προς την Αμερική).
Μέχρι τη στιγμή όπου αρχίζει να επανασυνδέεται με τις ρίζες του, ο ήρωας υιοθετεί μηδενιστική στάση, εξαπολύει συνεχή πολεμική προς τον εαυτό του και προς τον κόσμο.
Μέχρι τη στιγμή όπου αρχίζει να επανασυνδέεται με τις ρίζες του, ο ήρωας υιοθετεί μηδενιστική στάση, εξαπολύει συνεχή πολεμική προς τον εαυτό του και προς τον κόσμο. Για δώδεκα χρόνια έχει κατορθώσει να ενταχθεί σε μια ζωή καριέρας και επιτυχημένης ρουτίνας, όταν το υπερατλαντικό του ταξίδι, πέρα από το jet lag, του δίνει την αίσθηση πως η υπερπροστασία της μητέρας του, η σκληρότητα του πατέρα του, η καινούργια εικόνα ενός παλιού εραστή που συναντά, ακόμη και ένα one night stand με κάποιον τυχαίο Βραζιλιάνο, τα πάντα ενισχύουν το οριακά παρανοϊκό του άγχος μόνωσης και έλλειψης επικοινωνίας.
Ανάμεσα στις γραμμές των λέξεων
Στη σκιαγράφηση της βιοθεωρίας του Βίλλεμ, είναι εντυπωσιακές κάποιες σκέψεις που περνά στις γραμμές του ο συγγραφέας. Φερ’ ειπείν, η σκέψη πως «υπάρχουμε ανάμεσα στις γραμμές των λέξεων, και παύουμε να υπάρχουμε όταν δεν έχουμε πια κάτι να πούμε», ή η σκέψη: «Είμαστε ζώα γεννημένα για να τραγουδάμε» Αποσπάσματα του μουσικού score τραγουδά ο ηθοποιός στη διάρκεια του έργου, μέχρι να καταφέρει να το τραγουδήσει ολόκληρο στο τέλος, σε μια κορώνα όπου θα κραυγάσει: «Go where the love is!». Έτσι δικαιώνεται και ο (σκόπιμα αμετάφραστος) τίτλος του έργου.
Η αδελφή ψυχή
Μετά από ένα ξενύχτι αναπόλησης στο δωμάτιο του νεκρού αδελφού του, πολύ ενδιαφέρον είναι το ξέσπασμα θυμού του Βίλλεμ για την «αναστάτωση» (inconvenience) που ο πρώτος προκάλεσε με τον θάνατό του. Πρόκειται για ένα πετυχημένο σχήμα λόγου που ο Φοίβος Σαμαρτζής απέδωσε με ιδιαίτερη προσοχή, αφενός γιατί είναι ίδιον ενός ευμετάβολου ως προς τις διαθέσεις ψυχισμού, αφετέρου γιατί συνοψίζει τη γενικότερη στάση μας έναντι της απώλειας:
«Μου είπες πως νιώθεις σαν να είσαι σε ένα άθλιο ταξίδι με τραίνο, όπου πρέπει να προσπαθήσεις και να υπομείνεις τη μιζέρια του, επειδή όταν φτάσεις στον προορισμό του τότε όλα θα είναι καλά. Κι αν αυτό το τραίνο συνεχίσει να προχωρά για πάντα;».
Σημασία έχει πως η σκηνοθεσία πρωτοτυπεί, ξεφεύγοντας από την πεπατημένη queer θεματική και μετακινώντας τον άξονα του ενδιαφέροντος στην κατεύθυνση της ενσυναίσθησης.
Άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, ενδοσκόπηση: μετά από όλα τα στάδια του πένθους, η μορφή του αδελφού ξαναζωντανεύει, με ποιητικό άλμα στην ανασύσταση των συναισθηματικά φορτισμένων στιγμών που εγκαθιστούν το απολεσθέν αγαπημένο πρόσωπο οριστικά στη μνήμη.
Σημασία έχει πως η σκηνοθεσία πρωτοτυπεί, ξεφεύγοντας από την πεπατημένη queer θεματική και μετακινώντας τον άξονα του ενδιαφέροντος στην κατεύθυνση της ενσυναίσθησης. Είναι μια ελεγειακή αναφορά στη δυνατότητα ύπαρξης πραγματικής αγάπης και κατανόησης, ένας ύμνος στην ενσυναίσθηση: αυτό αναδεικνύεται στη σαγηνευτική σκηνή με τα πυροτεχνήματα που ανάβει η μικρή κόρη της αδελφής του Βίλλεμ, ενώ ο ίδιος διερωτάται τι μέλλον περιμένει αυτό το κοριτσάκι σ’ένα μελλοντικό κόσμο όπου θα έχουν οριστικά εξαντληθεί τα αποθέματα νερού και οξυγόνου.
(1) Η άδεια για την από σκηνής θεάτρου παρουσίαση του έργου χορηγήθηκε από την Ελληνική εταιρία THE ARTBASSADOR /Performing Arts Management (www.theartbassador.gr) για λογαριασμό των δικαιούχων cursing and sobbing και Mark Eitzel και του ατζέντη αυτών Casarotto Ramsay & Associates ltd (www.casarotto.uk)
Πληροφορίες παράστασης
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Φοίβος Σαμαρτζής
Μουσική επιμέλεια: Νείλος Καραγιάννης
Παίζει ο Βασίλης Παπαδημητρίου
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.