Για την παράσταση «Rabbit Hole» του Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λυμπερόπουλου που ανέβηκε στο θέατρο Ελ Ερ. Κεντρική εικόνα: © Σπύρος Περδίου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το «Rabbit Hole» του Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο θέατρο 104 κατά τη θεατρική σεζόν 2022-2023. Φέτος επαναλαμβάνεται στο θέατρο Ελ Ερ σε μετάφραση Χριστίνας Μαλακού και σκηνοθεσία Βαγγέλη Λυμπερόπουλου.
Το Rabbit Hole έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ το 2006 και έχει επίσης παρουσιαστεί από περιφερειακά θέατρα σε πόλεις όπως το Λος Άντζελες, η Φιλαδέλφεια και το Πίτσμπουργκ. Το έργο κέρδισε το 2007 το Βραβείο Πούλιτζερ, και δικαίως: διότι, με χιούμορ και λεπτότητα, επιχειρεί μια δύσκολη ανατομία του ανθρώπινου πόνου. Εξαιρετική η σκηνοθεσία της παράστασης στο Ελ Ερ και πολύ δουλεμένο το κείμενο από τους ηθοποιούς. Γενικά, μια πολύ καλή παράσταση.
Κουνελότρυπες και παράλληλα σύμπαντα
H Mπέκα, γύρω στα σαράντα κάτι, προσπαθεί να διαχειριστεί την απώλεια του τετράχρονου γιου της Ντάνι, απορρίπτοντας τις συνήθεις επιλογές παρηγοριάς που προσφέρονται κι επιλέγοντας να αλλάξει σελίδα.
Η περιπλοκότητα της τραυματικής της κατάστασης αποκαλύπτεται στη διάδρασή της, τόσο με την εγκυμοσύνη της αδελφή της, όσο και με τον σύζυγο και με τη μητέρα της. Στον ρόλο της Μπέκα η Έλενα Παπαβασιλείου ξεκινά με χαρακτηριστικό μούδιασμα και σταδιακά αποδεικνύει τις ερμηνευτικές της δυνατότητες, διατηρώντας χαμηλούς τόνους και εσωτερικεύοντας το δράμα του ρόλου της με μια λεπτή παθητικότητα που εξελίσσεται σε οργή.
Στον ρόλο του μεσήλικα συζύγου Χάουϊ ο Νίκος Γεωργάκης στέκεται με αγγλοσαξονικό χιούμορ, αποστασιοποιημένος, ιδιαίτερα μελετημένος και πειστικός.
Στον ρόλο του μεσήλικα συζύγου Χάουϊ ο Νίκος Γεωργάκης στέκεται με αγγλοσαξονικό χιούμορ, αποστασιοποιημένος, ιδιαίτερα μελετημένος και πειστικός, τηρεί όμως μια φλεγματική ασάφεια στο συναίσθημα και την ανέκφραστη παρουσία ενός ανθρώπου που ελέγχει το θυμικό του. Η σύζυγός του (αντάξιά του ως ένα βαθμό) είναι συνήθως υπεύθυνη και λογική, αλλά παίρνει κάποιες βιαστικές αποφάσεις λόγω της θλίψης.
Ο Χάουι την κατηγορεί ότι υποσυνείδητα προσπαθεί να «σβήσει» τη μνήμη και να εξαφανίσει τα προσωπικά αντικείμενα του χαμένου τους παιδιού από το σπίτι - το οποίο, επιπλέον, προτίθεται να πουλήσει. Ο ίδιος επιλέγει τις συμβουλευτικές ομάδες θεραπείας της θλίψης, αλλά κι αυτό ως ένα σημείο. Η μεταστροφή του θα έρθει από τη στιγμή που θα διακρίνει τη μεταστροφή της γυναίκας του.
Στον ρόλο της αδελφής Ίζυ η Εύη Δόβελου είναι δυναμική, ευθύβολη και κινείται με ιδιαίτερη άνεση στον ρόλο μιας αυθόρμητης, σχετικά επιπόλαιας γυναίκας που, όμως, διακρίνεται για την ενσυναίσθησή της. Το κάθε της ατόπημα και η κάθε κριτική που υφίσταται από τη μάνα και την αδερφή της, όλα εμπίπτουν στο πορτραίτο μιας ζωντανής, αισθησιακής γυναίκας που κομίζει τη χαρά της ζωής στον χώρο. Κατά βάθος βαθύτατα συναισθήματα τρυφερότητας συνδέουν τους ήρωες. Κάποιες αμφισβητήσεις και κάποια υποσυνείδητα ερωτηματικά, και αυτά ακόμη εντάσσονται στο γενικότερο κλίμα εμπιστοσύνης, που εν κατακλείδι είναι και η σωτήρια λέμβος εξόδου από τον ωκεανό του αναιτιολόγητου θανάτου.
Εκείνη που έχει συμβιβαστεί λιγότερο από όλους με την απώλεια του εγγονού της είναι η Νατ. Εμμονικά προσκολλημένη στον παλαιότερο θάνατο ενός ναρκομανούς γιου, ανασύρει διαρκώς το βαθύ οικογενειακό πένθος και το συγκρίνει άστοχα με το αναιτιολόγητο δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή στον εγγονό της. Η Μπέκα εξοργίζεται με την αθέμιτη σύγκριση που κάνει η μητέρα της και υπερτονίζει τον άδικο χαρακτήρα της δικής της απώλειας. Στον ρόλο της μητέρας Νατ, η έμπειρη ηθοποιός Ευαγγελία Ανδρεαδάκη δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της.
Ο Πολύκαρπος Φιλιππίδης είναι ιδιαίτερα συγκινητικός στον ρόλο του νεαρού Τζέισον, που «ευθύνεται» για το δυστύχημα. Μέσα στην οξύτατη αμηχανία του ομφαλοσκοπεί την κατάσταση και επιδιώκει να λυτρωθεί από το βάρος των περιστάσεων.
Ο Πολύκαρπος Φιλιππίδης είναι ιδιαίτερα συγκινητικός στον ρόλο του νεαρού Τζέισον, που «ευθύνεται» για το δυστύχημα. Μέσα στην οξύτατη αμηχανία του ομφαλοσκοπεί την κατάσταση και επιδιώκει να λυτρωθεί από το βάρος των περιστάσεων, κατ’ουσίαν όμως σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος από όλους.
Η νεανική του ανεμελιά και η αθωότητά του (στην επιστολή του φαίνονται αυτά τα γνωρίσματα) προκαλεί θυμό στον Χάουι και ανακινεί το ενδιαφέρον της Μπέκα. Όλως περιέργως, η παρέμβαση του νεαρού Τζέισον στα εσωτερικά ζητήματα της οικογένειας θα γίνει αποδεκτή από τη Μπέκα, που θα πληροφορηθεί από το δικό του πρωτόλειο λογοτέχνημα τη θεωρία των "παράλληλων συμπάντων", τη μυθοπλασία για την «κουνελότρυπα» (rabbit hole) που θα της διανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας.
Σκηνικό αστικού σπιτιού προς πώλησιν
Θα μπορούσε κανείς να πει πως το «Rabbit Hole» είναι η σκιαγράφηση των διαφορετικών αποτυπωμάτων της θλίψης σε τέσσερις διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Χάουι και η Μπέκα επεξεργάζονται πολύ διαφορετικά τη θλίψη της απώλειας του γιου τους. Η θλίψη ανακινείται, βεβαίως, από μια βιντεοκασέτα VHS με οικογενειακές αναμνήσεις, καθώς και από την παρουσία των παιχνιδιών και των ρούχων του χαμένου παιδιού, ωστόσο λειτουργεί διαφορετικά σε κάθε μεμονωμένο χαρακτήρα του έργου. Στο έργο τα πάντα συνηγορούν στο να υπενθυμίζουν στο ζευγάρι το πένθος του, από την εγκυμοσύνη της αδελφής της Μπέκα μέχρι τον τρόπο που η μαμά τους φλυαρεί για την οικογενειακή τραγωδία των Κένεντι και του Αριστοτέλη Ωνάση (ρεσιτάλ ηθοποιίας σε αυτό το σημείο από τη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη).
Είναι σημαντικό το ότι το σπίτι είναι “for sale”, γιατί οι υποψήφιοι αγοραστές που το επισκέπτονται διακρίνουν τα κατάλοιπα της ύπαρξης ενός μικρού παιδιού και αρχίζουν τις αδιάκριτες ερωτήσεις. Αυτό αναγκάζει τους πενθούντες γονείς να αλλάξουν τακτική, εξαφανίζοντας τα σημάδια της παρουσίας του παιδιού από τον προς εκποίησιν χώρο.
Το πολύ λειτουργικό σκηνικό του Δημήτρη Κατσίκη αναδεικνύεται από τους προσεγμένους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα. Η αλλαγή των φωτισμών σε κόκκινο υπερτονίζει τις δραματικότερες σκηνές του έργου.
Το πολύ λειτουργικό σκηνικό του Δημήτρη Κατσίκη αναδεικνύεται από τους προσεγμένους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα. Η αλλαγή των φωτισμών σε κόκκινο υπερτονίζει τις δραματικότερες σκηνές του έργου, υποδηλώνει την ώρα της ημέρας και ανακλά το συναισθηματικό υπόβαθρο κάθε διαλόγου: για παράδειγμα, η αντιπαράθεση του πατέρα Χάουϊ με έναν ακόμη εισβολέα, τον νεαρό Τζέισον, που επιδιώκει απεγνωσμένα να συνάψει σχέση με τους γονείς-ίσως για να κατευνάσει τις τύψεις του, ίσως για να παρηγορηθεί, το πιο πιθανό για να τους γνωστοποιήσει το κείμενο που έχει γράψει.
Και σ’αυτό το σημείο το έργο επικεντρώνεται στο περιεχόμενο μιας σουρρεαλιστικής εξιστόρησης: το σενάριο για τα «παράλληλα σύμπαντα» που συγγράφει ο δόκιμος νεαρός συγγραφέας θέτει έναν φυσικό προορισμό στη μετά θάνατον συνθήκη, ενώ προσφέρει ένα καταφύγιο στους ανθρώπους που προτιμούν τη συναισθηματική διαύγεια και αποδοχή από το παραμύθιασμα του Παραδείσου και των αγγέλων του Κυρίου.
Υπό μιαν έννοια, για τα αγγλοσαξονικά δεδομένα η αμφισβήτηση του Θεού από τον Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ είναι προκλητική- η δραματουργική του ιδιοσυγκρασία διαγράφει μια σταθερή κίνηση από το σκοτάδι στη λύτρωση, χωρίς να επαγγέλλεται την απαλλαγή από το πένθος, που, ενώ θα απαλύνεται με τον χρόνο, θα συνεχίσει να μοιάζει με «μια βαρειά πέτρα στην τσέπη».
Πληροφορίες παράστασης
Συγγραφέας: Ντέιβιντ Λίντσεϊ-Αμπέρ
Μετάφραση: Χριστίνα Μαλακού
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λυμπερόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Ευαγγελία Ανδρεαδάκη, Νίκος Γεωργάκης Εύη Δόβελου Έλενα Παπαβασιλείου, Πολύκαρπος Φιλιππίδης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.