Μέσα στην πληθώρα των ελληνικών έργων που ανεβαίνουν για βραχύ διάστημα στις αθηναϊκές σκηνές ξεχώρισαν τα έργα «The Dreamers» σε σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη, «Παγώνια» σε σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη και «Μάλο Μόμε σε σκηνοθεσία Νάντιας Δαλκυριάδου. Κεντρική εικόνα: από την παράσταση «The Dreamers».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Πληθώρα έργων στις αθηναϊκές σκηνές, που πολλαπλασιάζονται σαν τα μανιτάρια, ανεβαίνουν για πολύ μικρό αριθμό παραστάσεων, φέρνοντας το κοινό σε μεγάλη αμηχανία. Ίσως η Αθήνα να ξεπερνά κάθε άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα στον αριθμό των παραστάσεων που ανεβαίνουν σωρηδόν και ταυτόχρονα: μένει να συναγάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα για το κατά πόσον αυτό είναι ευεργετικό για το θέατρο.
Κείμενα κοινωνικού προβληματισμού, αλλά και μια δεύτερη ματιά σε παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα. Επανεπισκέψεις των κλασικών, ξαναδιάβασμα των αγαπημένων βιβλίων. Αλλά και νέα έργα: όπως είναι φυσικό, η πέννα των Ελλήνων συγγραφέων διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την πολυφωνία.
1. The Dreamers, του Πέρη Μιχαηλίδη πάνω στη μετάφραση του έργου του Γκίλμπερτ Αντέρ από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, στον Φούρνο
Η μετάφραση του έργου Οι ονειροπόλοι του Γκιλμπέρτ Αντέρ (μτφρ. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Οξύ) με λευκά γράμματα σε μαύρες σελίδες είναι μια ρομαντική εμπλοκή ενός γνήσιου σινεφίλ με κείμενο που του δίνει το εφαλτήριο για να γράψει -κατ’ουσίαν- ένα καινούργιο θεατρικό έργο, που κοσμεί την ελληνική δραματουργία.
Ο Πέρης Μιχαηλίδης, μεταφέρει επί σκηνής ένα florilegium από το βιβλίο, μαζί με τις αναφορές που θα έκανε- έτσι κι αλλιώς- ο Ίκαρος Μπαμπασάκης. Παρεμβάλλεται πρωτότυπο βίντεο, όπου ο ίδιος –ως ακυρωμένος συγγραφέας- απαγγέλλει κείμενα των Situationistes.
Το κοινωνικό φαινόμενο της μανιώδους κινηματογραφοφιλίας θίγει και το βιβλίο, τοποθετώντας τη δράση στο Παρίσι του Μάη του ’68. Έξω τα οδοφράγματα και μέσα ένα ερωτικό τρίο με πολυτελείς συνήθειες, οι ονειροπόλοι με τις rock and roll αναφορές, το ασαφές αλλά εκρηκτικό πάθος, την ειρωνεία, την άγνοια κινδύνου και την έκλυτη σεξουαλικότητα.
Και ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης, ο Πέρης Μιχαηλίδης, μεταφέρει επί σκηνής ένα florilegium από το βιβλίο, μαζί με τις αναφορές που θα έκανε –έτσι κι αλλιώς– ο Ίκαρος Μπαμπασάκης. Παρεμβάλλεται πρωτότυπο βίντεο, όπου ο ίδιος –ως ακυρωμένος συγγραφέας– απαγγέλλει κείμενα των Situationistes.
Ο Μάθιου (Μπάμπης Αθανασόπουλος), ο Τεό (Δημήτρης Δημάκης) και η Ιζαμπέλ (Βιβή Λέκκα), αυτοί οι «Άγιοι Αθώοι» (το βιβλίο πήρε πρώτο βραβείο Roman 1998 του Συλλόγου Λογοτεχνών και έγινε ταινία από τον Μπερτολούτσι, με πρωταγωνιστές, αντίστοιχα, τους Michael Pitt, Louis Garrel και Eva Green) ενίστανται έντονα για τον παραγκωνισμό του διευθυντή της Cinémathèque Ανρί Λανγκλουά.
Στον τοίχο του θεάτρου Φούρνος προβάλλονται σκηνές από film noir και φιλμ της nouvelle vague, είναι σαν να βλέπεις τα «Cahiers du Cinema» και το περιοδικό «Première» να ξαναζωντανεύουν, ενώ bits and pieces από κείμενα προσωπικού προβληματισμού (που κάποτε εύρισκε κανείς στα περιοδικά «Αντί», «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και «Στοχαστής») απαρτιώνουν αυτές τις λίγες σεκάνς, συνθέτοντας ένα έξοχο πέρασμα απ΄ όσα άφησε πίσω του ο Μάης.
Η συνεργασία του Μπαμπασάκη με τον Μιχαηλίδη έφτιαξε ένα πεφτάστερο στην αθηναϊκή σκηνή, μια σύνθεση βιντεοκλιπίστικης αισθητικής με πολλά cut που άνοιξε τον ορίζοντα σε νοσταλγικές συζητήσεις και απευθύνθηκε (επιτέλους!) σ’ ένα νεανικό, πολλά υποσχόμενο κοινό με το λεξιλόγιο εκείνων των δεκαετιών.
2. Παγώνια, της Στέλλας Ζαφειροπούλου, σε σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη, στο Bios
Σε άψογη σκηνοθεσία του Τάσου Πυργιέρη, παρουσιάζεται στο Bios το έργο της Στέλλας Ζαφειροπούλου «Παγώνια». Ένα τρίο, με πολλαπλές αναφορές και ιψενικά τρίγωνα, ζει σε διαμέρισμα δεύτερου ορόφου της λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως και ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή, οραματίζεται ανάδειξη και καριέρα στον χώρο της Τέχνης. Πόσους συμβιβασμούς προτίθενται να κάνουν οι τρεις φίλοι; Και πόσες προδοσίες;
Ο Παναγιώτης (ερμηνευμένος από τον πάντα έξοχο Γιώργο Παπαπαύλου) και η Φανή (αρκετά πειστική η Φιόνα Γεωργιάδη) γιορτάζουν το επικείμενο ξεκίνημα της τηλεοπτικής τους σταδιοδρομίας στο ελληνικό Netflix, δεν έχουν όμως υπολογίσει όλες τις παραμέτρους. Ο συγκάτοικος, φίλος και περιστασιακά εραστής Μπίλυ (πολύ συγκινητικός στον ρόλο ο Πέτρος Σκαρμέας), που βιοπορίζεται ως φορτηγατζής αλλά ονειρεύεται μουσική καριέρα, επιστρέφει από τη συνήθη διαδρομή του και κάνει μια μεγάλη αποκάλυψη, που παγώνει το εορταστικό κλίμα.
Ζωντανή, ρυθμική, χρονομετρημένη παράσταση, με ωραία σκηνικά/κοστούμια της Ελίνας Δράκου, με σωστές σιωπές και υπολογισμένους φωτισμούς της Στέβης Κουτσοθανάση.
Η σκληρότητα της υπόθεσης που διανοίγεται στα έκπληκτα μάτια του θεατή βεβαίως βασίζεται σε μια φαύλη πραγματικότητα, θέτει επί τάπητος με ρεαλιστικό τρόπο το χαλαρό αξιακό σύστημα της εποχής μας και, εν τέλει, αναστοχάζεται με κυνισμό και πικρία πάνω στην ηθική βαρύτητα των αποφάσεών μας. Όμως, αυτό το ευαίσθητο κείμενο δεν κατορθώνει να πείσει με την αληθοφάνεια των γεγονότων που επιστρατεύει, ίσως γιατί υπερτονίζει τα αμοραλιστικά κίνητρα των ηρώων: «όλοι κάτι πουλάμε» είναι το σλόγκαν που οδηγεί σε ηθική εθελοτυφλία και θα σόκαρε πραγματικά εάν όντως η πραγματολογική τεκμηρίωση του έργου ήταν πιο προσεγμένη.
Παρά ταύτα, το συνειδησιακό γαϊτανάκι που τεκταίνεται επί σκηνής, σε συνδυασμό με μιαν έξοχη σκηνοθετική ματιά, όχι μόνο διασώζουν το κείμενο, αλλά και το αναδεικνύουν. Ζωντανή, ρυθμική, χρονομετρημένη παράσταση, με ωραία σκηνικά/κοστούμια της Ελίνας Δράκου, με σωστές σιωπές και υπολογισμένους φωτισμούς της Στέβης Κουτσοθανάση, εξαιρετικές μουσικές επιλογές του Νίκου Τσαούση, εισόδους και εξόδους που δίνουν διέξοδο στην αμηχανία κάποιων κειμενικών ελλείψεων και έξοχη χορογραφία του ίδιου του κύριου Πυργιέρη. Ο περίπλοκος συμβολισμός των «παγωνιών» που εντυπωσιάζουν αλλά και εξαπατούν, μέσα από το πρίσμα του σκηνοθέτη αίφνης πολιτογραφείται στο λεξιλόγιο της καλής νεοελληνικής δραματουργίας.
3. Μάλο Μόμε, μικρό κορίτσι, της Χαρούλας Αποστολίδου, σε σκηνοθεσία Νάντιας Δαλκυριάδου, στο θέατρο Μεταξουργείο
Αυτή η μητέρα υπάρχει, υπήρξε Gastarbeiter στη Γερμανία, και οι κόρες της επίσης υπάρχουν και μεγάλωσαν χωρίς τη μάνα τους: η Χαρούλα Αποστολίδου γράφει ένα ντοκουμέντο και συναντά τη Νάντια Δαλκυριάδου, που στήνει μια πραγματικά συγκινητική παράσταση. Στο «Μάλο Μόμε» η μάνα μιλά για τα παιδιά της «και ιδρώνει», όπως τραγουδά η Μοσχολιού τους στίχους του Σκούρτη σε μουσική του Μαρκόπουλου. Όμως ο Έλληνας κλαίει, κατά παράδοσιν, για τον ξενιτεμένο κυρίως, ξεχνώντας αυτούς που μένουν πίσω.
Σε οδυνηρό απολογισμό της ζωής τους, μια μάνα (σπαρακτική στον ρόλο της μάνας η σπουδαία ηθοποιός Δέσποινα Σαραφείδου) έχει ν’αντιμετωπίσει τη μεγάλη κόρη της (την ερμηνεύει με τους δικούς της, εναλλασσόμενους ρυθμούς η Ξένια Αλεξίου) και τα σωρευμένα ψυχικά τραύματα του αποχωρισμού. Αφηγήτρια του έργου, η μεγάλη κόρη δεν συγχωρεί αυτόν τον βίαιο αποχωρισμό που κατ’ουσίαν μετέτρεψε και την ίδια σε παρία στην ίδια της τη χώρα. Το τραγούδι «έντνο μάλο μόμε» σηματοδοτεί αυτήν την πληγωμένη γυναικεία φύση, σε όλες τις ηλικιακές φάσεις και σε όλη τη γκάμα των κοινωνικών ρόλων, από την κούνια ως τον τάφο.
Το έργο θίγει εύστοχα την άνιση μεταχείριση των ανθρώπων σε περιόδους ιδιαίτερα σκοτεινές της ιστορίας μας, την πίκρα, ουσιαστική ορφάνια και εγκατάλειψη των νεώτερων μελών των οικογενειών που έμεναν πίσω.
Η μικρή αδελφή (εντυπωσιακή και με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων η Ήρα Ρόκου) έχει κι αυτή μεγαλώσει στο αυστηρό σκηνικό της γιαγιάς, στο χωριό, όμως δεν αναγνωρίζει τη μάνα και τη φωνάζει με το επιφώνημα «Έϊ!», έχοντας περιοριστεί στη γνωριμία μέσω γραμμάτων.
Πέρα, λοιπόν, από τη μετανάστευση, το έργο της κυρίας Αποστολίδου θίγει εύστοχα τα παράπλευρα ζητήματα που εγείρονται: την άνιση μεταχείριση των ανθρώπων σε περιόδους ιδιαίτερα σκοτεινές της ιστορίας μας, την πίκρα, ουσιαστική ορφάνια και εγκατάλειψη των νεώτερων μελών των οικογενειών που έμεναν πίσω, αλλά και την περιθωριοποίηση κάποιων κοινωνικών ομάδων της βόρειας και της νησιωτικής Ελλάδας, πάντα στον αγώνα για άμεση επιβίωση.
Πολύ εκφραστική μουσική από τον Οδυσσέα Γκάλλιο και πετυχημένοι φωτισμοί από τον Γιώργο Ψυχράμη, καθώς κι ένα μάλλον αφαιρετικό σκηνικό, συνθέτουν μια παράσταση που σέβεται τον θεατή και προβάλλουν ένα κείμενο που διαβάζεται σε πολλά επίπεδα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.