Δύο παραστάσεις στο θέατρο «Σταθμός» σε κείμενα δημιουργών αναγνωρισμένης αξίας [Γιασμίνα Ρεζά και Βασίλης Κατσικονούρης] σκηνοθετημένα και ερμηνευμένα υποδειγματικά.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη
Σκηνοθεσία: Ερμίνα Κυριαζή - Μάνος Καρατζογιάννης
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά, Μάνος Καρατζογιάννης
Σε σκηνοθεσία Ερμίνας Κυριαζή και Μάνου Καρατζογιάννη ανεβαίνει στο θέατρο «Σταθμός», το «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη, το πασίγνωστο έργο όπου βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Γιώργου Σούγια. Πρωταγωνιστούν η Στέλλα Γκίκα, ο Δημήτρης Πασσάς, η Ελένη Σακκά και ο Μάνος Καρατζογιάννης. Ο κύριος Κατσικονούρης δείχνει σαφώς την εμπιστοσύνη του στην καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου «Σταθμός», όπως αποδείχτηκε και από την ανάθεση των έργων του «Καγκουρό» και «Τσιτάχ» στο ίδιο θέατρο.
Μια μητέρα που φέρει καταβολές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ονειρεύεται τα δυο αγόρια της να προσαρμοστούν στην ελληνική πραγματικότητα και βιώνει τεράστια ποσοστά ψυχικού πόνου. Ο λόγος είναι πως ο μεγάλος της γιος, ο Αντώνης, διαθέτει έναν σκληρό ψυχικό πυρήνα που αντέχει και επιβιώνει, ενώ ο μικρός της γιος, ο Λευτέρης, πάσχει από σχιζοφρένεια και διαρκώς αναπολεί τα παιδικά του χρόνια στην Τιφλίδα (Τμπίλισι), αρνούμενος να ενσωματωθεί. Όλες οι ελπίδες της μητέρας συγκρούονται με τους εφιάλτες αυτού του παιδιού, που ταυτίζει την τρυφερότητα και τη γαλήνη με την υγρή υφή του γάλακτος, που ως λέξη στα Ρωσικά παραπέμπει στην ποιότητα του «μαλακού»: το γάλα εμφανίζεται στο κείμενο σε όλες τις εκδοχές του, με κορυφαία αυτήν του μητρικού γάλακτος, με όλες τις φροϋδικές του προεκτάσεις, ως στοιχείου σύμφυτου με τον εγκλωβισμό σ’ ένα αλλοτριωτικό παρόν, αλλά και με την ιερότητα της μνήμης ενσαρκωμένη στην ανάπλαση στιγμιότυπων μοιράσματος ενός παιδικού ποδοσφαιρικού ινδάλματος.
Τα συγκρουσιακά στοιχεία των διαλόγων αποκαλύπτουν μιαν εκρηκτική τριάδα χαρακτήρων, που έχουν αναγάγει την αλληλεξάρτηση σε τρόπο ζωής και φέρουν ως σφραγίδα δύο κουλτούρες και δυο γλώσσες.
Τα συγκρουσιακά στοιχεία των διαλόγων αποκαλύπτουν μιαν εκρηκτική τριάδα χαρακτήρων, που έχουν αναγάγει την αλληλεξάρτηση σε τρόπο ζωής και φέρουν ως σφραγίδα δύο κουλτούρες και δυο γλώσσες. Ο Αντώνης υλοποιεί όλες τις μεθοδεύσεις που θα οδηγήσουν στην οικονομική και κοινωνική του αναρρίχηση και βρίσκεται προ αποφάσεων: να φέρει την επίδοξη σύζυγό του σε επαφή με τη διάχυτη νοσηρότητα του πατρικού του σπιτιού ή να την κρατήσει σε απόσταση;
Το τέταρτο αυτό πρόσωπο θραύει τις ισορροπίες της εξαρτησιακής οικογένειας των μεταναστών και παράγει νέες εντάσεις, αφυπνίζοντας τα ιδιοκτησιακά συναισθήματα και τη λίμπιντο του άρρωστου μικρού αδελφού. Η κοσμιότητα εξαφανίζεται και ένα σκηνικό σεξουαλικής παρενόχλησης φτάνει στα όρια του βιασμού. Ο θάνατος της μητέρας θα οδηγήσει τον Αντώνη σε άρνηση των συναισθηματικών του δεσμών με τον αδελφό του, δηλαδή στη θυσία του Λευτέρη. Θυσία με την πλήρη έννοια του όρου-εφόσον το τίμημα γι’ αυτήν είναι ο βαθύς πόνος της ανάμνησης μιας παλαιότερης, ευτυχισμένης ζωής.
Υπό αυτό το πρίσμα θεωρούμενη, η έκβαση του έργου του κύριου Κατσικονούρη προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας σύγχρονης τραγωδίας. Η ερμηνεία της κυρίας Γκίκα είναι σπαρακτική και συμπληρώνεται από τις κορυφαίες ερμηνείες του Μάνου Καρατζογιάννη και του Δημήτρη Πασσά. Άψογη και η Ελένη Σακκά στον εύθραυστο αλλά καθοριστικό της ρόλο.
Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, του ηθοποιού που πρώτος ερμήνευσε τον ρόλο του Λευτέρη, το 2006 στην παράσταση του Εθνικού, καθώς και στον πρόσφατα απολεσθέντα μεγάλο δάσκαλο του θεάτρου μας, τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο.
«Bella figura» της Γιασμίνα Ρεζά
Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης
Μτφρ. Γιώργος Αρχιμανδρίτης
Ερμηνεύουν: Υβόννη Μαλτέζου, Φαίη Ξυλά, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Ραφίκα Σαουίς, Χρήστος Κοντογεώργης
Το έργο «Bella Figura» της Γιασμίνα Ρεζά («Τέχνη», «Θεός της σφαγής») παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο θέατρο «Σταθμός» σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη και μετάφραση Γιώργου Αρχιμανδρίτη. Η Ρεζά είχε γράψει το «Bella Figura» ειδικά για τον σκηνοθέτη του Schaubühne Τόμας Οστερμάγιερ, επιτρέποντας στην απροσδιοριστία να κυριαρχήσει στο κείμενό της.
«Fare brutta figura» σημαίνει, στα Ιταλικά, το να κάνεις κακή εντύπωση, ενώ «Fare bella figura» σημαίνει, αντίθετα, το να νοιάζεσαι για την καλή εντύπωση που θα δώσεις: να ρισκάρεις όλα τα στάδια της ματαιοδοξίας μέχρι να έρθεις αντιμέτωπος με κάποιον παράγοντα «απορρύθμισης» της εικόνας σου, σαν να είναι προαποφασισμένο το παιχνίδι, σαν να είναι σημαδεμένη η τράπουλα της τυχαιότητας και σαν να αποσυντίθεται το «φαίνεσθαι» που τόσο πάσχισες να σκηνοθετήσεις.
Έτσι, η Αντρεά είναι ένα pin-up girl που φορά ψηλά τακούνια όσο μπορεί να τα υποστηρίξει, όμως τώρα η αυτοπεποίθηση και η παρρησία της συγκρούονται με ένα στάδιο παρακμής, παραίτησης, έκπτωσης της λάμψης της, καθώς και με την ιδιότητά της ως μητέρας που δεν παρέχει ασφάλεια στην κόρη της. Ο Μπορίς είναι ένας μεσήλικας σε κρίση ψυχοσυναισθηματική που απατά συστηματικά τη γυναίκα του, όμως δεν παραιτείται και από τη μικροαστική βολή του. Το ζεύγος των Ερίκ και Φρανσουάζ αναπαράγει το ίδιο τετριμμένο μοτίβο σε κάποιο πρωϊμότερο στάδιο, με τη σφραγίδα της νομιμότητας όμως να καλύπτει τα σκοτεινά σημεία. Όσο για την ηλικιωμένη κυρία Υβόν, αυτή περιβάλλεται από έναν προστατευτικό κλοιό αδυναμίας, ενώ γύρω της κοάζουν τα βατράχια και τα κουνούπια τσιμπούν αδιάκοπα. Η ματιά της Υβόν είναι μια ματιά αθωότητας που ενορχηστρώνεται με τον άναρχο χαρακτήρα με τον οποίον η άγρια φύση παρεισφρέει στην εύθραυστη «κοσμιότητα» του βίου των ανθρώπων.
Οι μάσκες πέφτουν και το κείμενο δεν είναι μια αφελής αστική κομεντί, αλλά καταθέτει ένα σαφές υπαρξιακό σχόλιο: πως η ματαιοδοξία των ανθρώπων δεν είναι μόνο παράγωγο του καταναλωτισμού και της ανάγκης προσωπικής ανάδειξης, αλλά προκύπτει ως σύμπτωμα και από τον εύκολα ανατρέψιμο, εφήμερο χαρακτήρα της καθημερινότητας, που χαμογελά στον άνθρωπο ειρωνικά και διαψεύδει τις φρούδες ελπίδες του.
Οι μάσκες πέφτουν και το κείμενο δεν είναι μια αφελής αστική κομεντί, αλλά καταθέτει ένα σαφές υπαρξιακό σχόλιο: πως η ματαιοδοξία των ανθρώπων δεν είναι μόνο παράγωγο του καταναλωτισμού και της ανάγκης προσωπικής ανάδειξης, αλλά προκύπτει ως σύμπτωμα και από τον εύκολα ανατρέψιμο, εφήμερο χαρακτήρα της καθημερινότητας, που χαμογελά στον άνθρωπο ειρωνικά και διαψεύδει τις φρούδες ελπίδες του. Οι παγιδευμένοι, άτολμοι ήρωες του έργου, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της γαλλικής επαρχιακής μέσης τάξης (θαυμάσιες ερμηνείες από τον Χρήστο Κοντογιώργη, την Υβόννη Μαλτέζου, τον Παναγιώτη Μπουγιούρη, τη Φαίη Ξυλά και τη Ραφίκα Σαουίς), στρέφουν τα βλέμματά τους προς τον ουρανό και βιώνουν την άκρα τραγικότητα του έρωτα και του επικείμενου θανάτου ως διαρκές συναίσθημα αιώρησης, απουσίας μεταφυσικής στέγασης και αναποτελεσματικότητας. Πάντως, ο πόνος τους συνίσταται στην ανικανότητά τους να αποτινάξουν τα προσωπεία και να προβούν ακόμη και στην παραμικρή ανατρεπτική, επαναστατική πράξη.
Η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα υποστηρίζει αποτελεσματικά το σκηνοθετικό «δάμασμα» που έκανε ο Μάνος Καρατζογιάννης σε αυτό το πολύσημο κείμενο, κύριο γνώρισμα του οποίου είναι η ρευστότητα των συμβάντων και μια «άναρχη», τρόπον τινά, αντιμετώπιση της πραγματικότητας, ενώ αξιοπρόσεκτη γενναιοδωρία εκ μέρους της παραγωγής προδίδεται από τα περίπλοκα, πολυτροπικά σκηνικά της Τέτας Τσαβδαρίδου και οι πανάκριβοι φωτισμοί του Άγγελου Παπαδόπουλου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.