
Για την παράσταση του Πορτογάλου σκηνοθέτη Τιάγκο Ροντρίγκες [Tiago Rodriguez] «Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» που ανέβηκε στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση. Κεντρική εικόνα: © Joseph Bandere.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο τίτλος της έξοχης παράστασης του Τιάγκο Ροντρίγκες στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση «Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» είναι εμπνευσμένος από το τραγούδι «Αυτή η μηχανή σκοτώνει φασίστες» (δεκαετία ’40) του τραγουδιστή της folk και country Γούντι Γκάθρι.
Κάπου στο 2028, μια πορτογαλική οικογένεια συνεχίζει την εκδικητική παράδοση του τελετουργικού φόνου ενός φασίστα που ανατρέχει στο Baleizão (Alentejo) του 1954, ως αντίποινο για την (τότε) δολοφονία της νεαρής Catarina Eufémia από τους φασίστες της Εθνικής Ρεπουμπλικανικής Φρουράς.
Σ’αυτό το φουτουριστικό σκηνικό, όλα τα μέλη της οικογένειας, ανεξαρτήτως φύλου, φέρουν τον τελετουργικό τίτλο «Καταρίνα» και επιφορτίζονται με τον φόνο ενός φασίστα μόλις κλείσουν τα είκοσι έξι τους χρόνια. Ο μελλοθάνατος αυτή τη φορά ευθύνεται ως κειμενογράφος για σεξιστικά και μισογυνικά συνθήματα που προκάλεσαν βία και δολοφονίες εις βάρος γυναικών: ο Romeu Costa παραμένει «δεμένος» και αμίλητος κατά το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, παρακολουθώντας τα ηθικά διλήμματα του νεαρότερου κοριτσιού της οικογένειας (που, άλλωστε, προορίζεται για δήμιός του) και καιροφυλακτεί προτού ανέβει στο βήμα για να αναπτύξει τα κλισέ της σαθρής του επιχειρηματολογίας.
Να τον σκοτώσει κανείς ή όχι;
Κατά κανόνα ο φασίστας αλλοιώνει το περιεχόμενο της έννοιας της «ελευθερίας»: την ορίζει ως «ελευθερία υπό όρους», υποδυόμενος ότι σέβεται το δίκαιο της πλειοψηφίας, ενώ κατ’ουσίαν περιφρονεί κάθε μειοψηφία. Περιφρονεί τις μειονότητες γιατί κατά την άποψή του αυτές «επιβάλλουν» τους όρους τους στην καθαγιασμένη πλειοψηφία.
Στην ουσία ως «πλειοψηφία» εννοεί τις ισοπεδωμένες μάζες που έχουν υποστεί την παραπειστική προπαγάνδα νομιμότητας και κανονικότητας των ελεγχόμενων Μ.Μ.Ε. Αμφισβητεί το ότι ασκείται βία κατά των γυναικών, και δη ενδοοικογενειακή βία, προβάλλοντας το γελοίο επιχείρημα της ιδιωτικότητας: στην ουσία αντιπροτείνει την ιδιωτεία ως συνώνυμο μιας «διακριτικής» συνενοχής προς την οικόσιτη ανδρική βία και τον ματσισμό.
Υπαινίσσεται -έως και δηλώνει ανερυθρίαστα- πως οι ξένοι, οι αλλόθρησκοι, οι αλλοεθνείς, οι τσιγγάνοι και οι ομοφυλόφιλοι είναι υπαίτιοι για τη διάλυση του «ιερού» τριπτύχου όλων των δικτατοριών: της Πατρίδας, της Θρησκείας και της Οικογένειας. Τέλος, χρησιμοποιεί συναισθηματικά φορτισμένη ορολογία που φέρει τη σφραγίδα μιας μεσσιανικής ρητορικής, ώστε να γοητεύσει το παθητικό του ακροατήριο με το φάσμα μιας σθεναρής ηγεσίας που, υποτίθεται, θα διασφαλίσει την τάξη, την «πρόοδο» και την ασφάλεια.
Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας είναι πολύ ρευστά στον σκηνικό κόσμο που δημιουργεί ο Ροντρίγκες.
Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας είναι πολύ ρευστά στον σκηνικό κόσμο που δημιουργεί ο Ροντρίγκες: αντλώντας τσιτάτα γνωστά από τα κιτάπια της μεγάλης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ο σκηνοθέτης διατηρεί σταθερή αναφορά στο στρατευμένο θέατρο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, διογκώνοντας τις αναλογίες ανάμεσα στα δύο: η πραγματικότητα αντιστοιχεί στην Πορτογαλία και στην Ευρώπη του σήμερα, ενώ η μυθοπλασία είναι μια κοντινή προβολή στο μέλλον που διέπεται από μια προφητική διάθεση Κασσάνδρας.
Η δομή των διαλόγων και η χρήση της μεταφοράς των χελιδονιών που «συντονίζουν» το κελάιδισμα και την πτήση τους υποβάλλουν την αναγκαιότητα της συλλογικότητας στα νεαρότερα μέλη αυτής της εκδικητικής κοινότητας και μυούν στην omertà μιας κοινής στοχοθεσίας που νομιμοποιεί την αυτοδικία. Τα ερωτήματα που γεννιούνται είναι αμιγώς ερωτήματα πολιτικής ηθικής και, φυσικά, προσκρούουν στον επιφανειακό ανθρωπισμό του πολίτη κοινωνιών σαν τη δική μας, που έχουν «κανονικοποιήσει» το λεξιλόγιο του φασισμού.
Ο ρόλος του θεάτρου. Διογκούμενα διλήμματα.
Το δίλημμα της μέλλουσας δημίου (Sara Barros Leitão) αναπτύσσεται σε διαλεκτική στον έξοχο διάλογο με τη μητέρα της (Isabel Abreu) και προτείνεται μια νέα αξιολόγηση της έννοιας της τελετουργικής θυσίας που είναι σύμφυτη με το Θέατρο, αρχής γενόμενης από την Τραγωδία: όλο αυτό το σχήμα συνιστά αντιπρόταση της Τέχνης στην παντελή απουσία «κοινότητας» και «τελετουργίας» από τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Ως εκ τούτου, τίθεται εκ νέου το ζήτημα της νομιμοποίησης ή μη της βίας στα πλαίσια όσων κοινωνιών γαλουχήθηκαν από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.
Είναι η βία η νόμιμη αντιπρόταση στη βία της εξουσίας; Είναι η βία συνώνυμη με την τρομοκρατία; Πρέπει να ποινικοποιείται η «αυθόρμητη» βία, όταν η χειρότερη μορφή βίας, η θεσμοποιημένη βία της εξουσίας, είναι απόλυτα νομιμοποιημένη; Πόση «ομορφιά» μπορεί να περιέχει μια πράξη πολιτικής βίας, ακόμη και όταν συνιστά απάντηση σε μια ειδεχθέστερη εκδήλωση πολιτικής βίας;
Μήπως στη θέση του «κατευναστικού, καταπραϋντικού» θεάτρου των επαναπαυμένων αστών (δηλαδή όλων μας) μπορεί να αντιπροτείνει κανείς ένα θέατρο «εξεγερμένο, οργίλο»;
Και, το κυριότερο: το θέατρο καλείται να καταστείλει τον πρωτογονισμό του ενστίκτου επιβίωσης που κραυγάζει η Δημοκρατία στη Δύση, καθώς πνέει τα λοίσθια; Ή μήπως στη θέση του «κατευναστικού, καταπραϋντικού» θεάτρου των επαναπαυμένων αστών (δηλαδή όλων μας) μπορεί να αντιπροτείνει κανείς ένα θέατρο «εξεγερμένο, οργίλο», ένα θέατρο που θα επανανοηματοδοτεί το πολιτικό λεξιλόγιο των κοινωνιών που υπνώττουν στην κλίνη της πολιτικής ορθότητας, την ίδια στιγμή που ο φασισμός γνωρίζει την αναγέννηση εκ της κόνεώς του;
Το σύστημα αξιών ενός τέτοιου εναλλακτικού (κι εκ των πραγμάτων στρατευμένου) θεάτρου λογικά θα αποβλέπει στην ανακίνηση συναισθημάτων θυμού, αγανάκτησης, εκδικητικότητας, έως και στην ενεργοποίηση βίας εκ μέρους των συντεθλιμμένων κοινωνικών στρωμάτων ενάντια στα ακροδεξιά σχήματα ριζοσπαστών εθνικιστών, οπαδών της «Νέας Κατάστασης», λαϊκιστών ηγετών που φέρονται ως Μεσσίες των λαών, κοκ: δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η παράσταση του Rodrigues συνάντησε την έντονη αντίδραση του κυβερνώντος κόμματος Fratelli d’Italia της Μελόνι στην Ιταλία! ‘
Αραγε είναι η ανεκτικότητα και η διαλλακτικότητα απέναντι στα αυταρχικά πολιτικά σχήματα όροι (και πολιτικές επιλογές) που θα επιβιώσουν στο εγγύς μέλλον; Ή η «πραξικοπηματική» δομή μιας Τέχνης που προκαλεί θα οδηγήσει στην παρόξυνση και έξαρση της πολιτικής βίας;
Κατάχρηση του όρου ή ακριβολογία;
Συνήθως, όπου επισημαίνουμε κατάχρηση του όρου «φασίστας», σπεύδουμε να διευκρινίσουμε πως η λέξη περιγράφει ένα συγκεκριμένο ιστορικό μόρφωμα που δεν υπάρχει πια. Το υπέροχο έργο του Τιάγκο Ροντρίγκες επανεπικαιροποιεί τη λέξη αυτή, που εξακολουθεί να είναι δραστική, απλουστεύοντας κάθε διευκρίνιση του είδους, καθώς ο φασισμός απλώς προσλαμβάνει διαφορετικά προσωπεία στις μέρες μας.
Το target group του είναι οι πολίτες των δυτικών κοινωνιών που νιώθουν πως τα υπάρχοντα αστικά πολιτικά σχήματα και κόμματα δεν τους αντιπροσωπεύουν, πως η κοινοβουλευτική δημοκρατία τους έχει περιθωριοποιήσει και πως η πολιτική αδιαφορεί για τα προβλήματά τους: δυστυχώς σε αυτούς απευθύνεται η ακροδεξιά ρητορική, που στην παράσταση του Ροντρίγκες «περιμένει ήρεμα στη γωνία» μέχρι ν’ αρχίσει η Αριστερά να σπαράσσεται από εσωκομματικές έριδες.
Και τότε (δεν θα επεκταθώ για να μην γίνω spoiler της αριστουργηματικής παράστασης της «Catarina») ο μέχρι τότε σιωπηρός φασίστας εγείρεται και ξεκινά ένα παραλήρημα λαϊκισμού, εκκινώντας από τον τετριμμένο, δοκιμιακά αδιέξοδο και χιλιοφορεμένο ορισμό της Ελευθερίας.
Ο δημιουργός του έργου και η ανταπόκριση του κοινού
Ο Tiago Rodrigues, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, είχε παρουσιάσει στη Στέγη το 2016 το έργο του «By Heart». Η πρεμιέρα του «Catarina e a Beleza de Matar Fascistas» έγινε τον Σεπτέμβριο του 2020 στο Centro Cultural de Vila Flor (Grande Auditório), Guimarães της Πορτογαλίας και απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ξένης Παράστασης στα UBU 2023 στην Ιταλία, το Βραβείο Καλύτερης Ξένης Παράστασης το 2023 από την Ένωση Κριτικών Γαλλίας, ήταν υποψήφια για βραβείο στην κατηγορία Καλύτερης Διεθνούς Παράστασης στα Premis de la Crítica, στην Καταλονία, περιλαμβάνεται στη λίστα με τις καλύτερες ευρωπαϊκές παραστάσεις του 2022 από τους New York Times.
Η δραματουργία της «Καταρίνα» προέκυψε συνεργατικά, με τα μέλη του θιάσου να μελετούν κείμενα για τον ολοκληρωτισμό, τη βία και την άνοδο της ακροδεξιάς στη σύγχρονη Ευρώπη.
Η δραματουργία της «Καταρίνα» προέκυψε συνεργατικά, με τα μέλη του θιάσου να μελετούν κείμενα για τον ολοκληρωτισμό, τη βία και την άνοδο της ακροδεξιάς στη σύγχρονη Ευρώπη. Στον πυρήνα της μελέτης τους βρέθηκαν έργα των πολιτικών φιλοσόφων Χάνα Άρεντ και Σλάβοι Ζίζεκ, καθώς και συγγραφέων που έχουν μιλήσει ευρύτερα για τη βία, από τον Σοφοκλή έως τον Αλμπέρ Καμύ και τον Έντουαρντ Μποντ.
Επικεντρώθηκαν επίσης σε αναλύσεις για ομιλίες λαϊκιστών ηγετών, όπως ο Τραμπ και ο Μπολσονάρο. Πρόκειται για την αρτιότερη πολιτική παράσταση που έχω δει έως σήμερα. Και ο λόγος είναι πως ποτέ έως σήμερα δεν έχω δει το κοινό να θυμώνει τόσο πολύ, να εξεγείρεται, να ενίσταται και να μην αντέχει το φάσμα της εφιαλτικής πραγματικότητας, σε σημείο να διαμαρτύρεται μεγαλόφωνα και να διακόπτει την παράσταση. Και αυτό, λίγο πριν τη χειροκροτήσει ενθουσιωδώς!
Catarina e a Beleza de Matar Fascistas
Συγγραφέας: Tiago Rodrigues
Σκηνοθεσία: Tiago Rodrigues
Πρωταγωνιστούν: Isabel Abreu, Romeu Costa, Antonio Fonseca, Beatriz Maia, Marco Mendonca, Antonio Parra, Carolina Passos Sousa, Rui M.Silva
Ήχος και Πρωτότυπη μουσική: Pedro Costa
Διευθ.Χορωδίας & Φωνητ.Ενορχηστρώσεις: João Henriques
Αφηγήσεις: Claudio de Castro, Nadezhda Bocharova, Paula Mora, Pedro Moldao
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.