
Η παράσταση «Θυέστης» του Σενέκα παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου,
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον», Hσίοδος
O Θάνος Παπακωνσταντίνου προβαίνει σε μια μακάβρια συνομιλία με τους νεκρούς, εικονογραφώντας επί σκηνής τον ζοφερό «Θυέστη» του Σενέκα σε μιαν άρτια παράσταση ακριβείας. Ο «Θυέστης» είναι τραγωδία εκδίκησης και ακόρεστου πάθους που μιλά για την ανθρώπινη επιθυμία επιστρατεύοντας τον μύθο του Ταντάλου και τους Έλληνες Κάιν και Άβελ: τον Θυέστη και τον Ατρέα. Ο στωϊκός φιλόσοφος, δραματουργός και ρήτορας Σενέκας γεννήθηκε το 4 π.Χ. και αυτοκτόνησε το 65 μ.Χ. με διαταγή του Νέρωνα, του οποίου ήταν παιδαγωγός και σε αναφορά προς τον οποίον λέγεται ότι γράφτηκε ο «Θυέστης». Τα χορικά στις τραγωδίες του λειτουργούν ως φιλοσοφικά ιντερμέδια όπου ο ίδιος λέει την άποψή του με σαρκαστικό τόνο, επηρεασμένος από το σύμπαν ηθικής έκπτωσης της εποχής της Ιουλιοκλαυδιανής δυναστείας της Ρώμης.
Homo homini lupus
Ο Παπακωνσταντίνου καταπιάνεται με τον πρόδρομο του «θεάτρου της σκληρότητας»: ένα κείμενο υπερβολικό, μνημειώδες ως προς την αγριότητα και τη φρίκη, με μια τραγωδία εκδίκησης 1112 στίχων που ξεκινά με την ανάδυση, από τα σπλάχνα της γης, του Τάνταλου, του προπάτορα του οίκου των Τανταλιδών. Ο Τάνταλος είναι καταδικασμένος επειδή σκότωσε, μαγείρεψε και σέρβιρε στους θεούς τον γιο του, Πέλοπα: το μαρτύριό του συνίσταται σε αέναη Πείνα και Δίψα, καθώς ριζωμένος στη γη παρακολουθεί το κακό που κληροδότησε στους απογόνους του. Στον ρόλο του Τάνταλου ο Τάσος Δήμας κυριολεκτικά σπαράσσεται, καθηλωμένος ως κομμένη κεφαλή που περιστρέφεται σφηνωμένη σε μια «δίοδο» που οδηγεί στον Άδη: μοιάζει με αποκεφαλισμένο αστό του γαλλικού κλασικισμού:
«Ποια δύναμη με διώχνει από την κόλαση, όπου τα άπληστα χείλη μου μάταια αναζητούν να πιάσουν μια τροφή που πάντα μου διαφεύγει; Ποια μοιραία θεότητα επαναφέρει τον Τάνταλο στην κατοικία των ζωντανών; Θα μπορούσε κανείς να επινοήσει για μένα κάποιο πιο τρομερό μαρτύριο από αυτή την άσβεστη δίψα στη μέση των νερών, από αυτή την απέραντη πείνα; Πρέπει να λυγίσουν οι ώμοι μου κάτω από τον κυλιόμενο βράχο του Σίσυφου; Θα τεντωθώ στον τροχό του οποίου η γρήγορη περιστροφή μελανιάζει τα μέλη του Ιξίωνα;»
Ο Παπακωνσταντίνου στην παράστασή του εικονοποιεί με σπαρακτική ακρίβεια τα ασεβή και βέβηλα «θυέστεια δείπνα» («dapibus feris», στίχος 150): ο Θυέστης ανακαλείται από τις εσχατιές όπου τον έχει εξορίσει ο αδερφός του Ατρέας υποδυόμενος τον μεγαλόψυχο, ενώ την ίδια στιγμή σχεδιάζει δολίως να σφάξει τα παιδιά του Θυέστη και να του τα σερβίρει σε δείπνο. «Τίποτε δεν διαρκεί για πολύ!» («nulla sors longa est», στίχος 596), προειδοποιεί ο εξαιρετικός τριμελής Χορός των Γιώργου Δικαίου, Μιχάλη Πανάδη και Φώτη Στρατηγού. Οι φωνές όλων των ερμηνευτών είναι ευδιάκριτες, με καλή άρθρωση, η εναλλασσόμενη ρυθμική της απαγγελίας ακολουθεί συγκεκριμένη «παρτιτούρα» εκφοράς του λόγου και των συγκοπών, η συχνή μετεξέλιξη του ήχου σε εκκωφαντικό θόρυβο συμβάλλει στην αποκάλυψη της βδελυγμίας που προκαλούν τα ανθρώπινα πάθη.
Η Μαριάννα Δημητρίου (που υποδύεται και τον ρόλο της Αγγελιαφόρου/αφηγήτριας) είναι τουλάχιστον επιβλητική ως Ερινύα, για να μην πω καθηλωτική.
Τέρατα και θηρία είναι οι φυλές των ανθρώπων, και αυτό το καταγράφει γλαφυρά η παροξυσμική βία της μυθολογίας τους που εμπνέει τον δημιουργό. Η παρουσία της άφυλης Μέγαιρας/Ερινύας είναι καθοριστική γι’ αυτήν τη σκηνοθεσία, που αντιλαμβάνεται το κλασικό κείμενο ως ορατόριο ή ως εφιαλτική λειτουργία, εφόσον, με την υποβλητική μουσική σύνθεση του Άντη Σκορδή και τον σχεδιασμό ήχου του Φάνη Σακελλαρίου που το συνοδεύουν, με τη δυτικότροπη ματιά και με την τελετουργική κίνηση της παιδικής χορωδίας. Η Μαριάννα Δημητρίου (που υποδύεται και τον ρόλο της Αγγελιαφόρου/αφηγήτριας) είναι τουλάχιστον επιβλητική ως Ερινύα, για να μην πω καθηλωτική.
Splatter αισθητική και τεχνική ακρίβεια
Η θυέστεια κρεωφαγία είναι ένας ακούσιος κανιβαλισμός που απηχείται μέχρι και τον Πλούταρχο: «Είρπον μεν ρινοί, κρέα δ’άμφ’οβελούς εμεμύκει, οπταλέα τε και άμα βοών δ’ώς γίνετο φωνή». Τα παιδιά του Θυέστη (πέραν των δύο σιωπηρών παιδιών που έχουν στραμμένα τα νώτα στο κοινό) ο Παπακωνσταντίνου τα μετατρέπει σε σύνολο από κομματιασμένες σάρκες, άλλες ριγμένες στη φωτιά για να στραγγίσουν, άλλες ριγμένες στο καζάνι για να βράσουν (γράφει ο Υγίνος –Fabulae, 88, 1-2-: «filios eius infantes Tantalum et Plisthenem occidit»). Πρόκειται για μια μακάβρια εικονοποιία ανόσιας, διαστροφικής μαγειρικής και εμετικής πέψης: στο σκηνικό δυο ανοιγμένα σαν σε κρεοπωλείο πτώματα ζώων απροσδιόριστης ταυτότητας, στην πιατέλα δυο κομμένα κεφάλια, στο κύπελο κρασί ανακατεμένο με πηχτό αίμα και επί σκηνής ένας άπληστος, carnivorus, ακόρεστος παιδοφάγος που γλιστρά πατώντας τα υπολείμματα των παιδιών του.
Η πολιτεία βυθίζεται σε (ηθικό και φυσικό) σκοτάδι, η ανθρωπινότητα καταλύεται και εγκαινιάζεται η Θηριωδία: ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης διαπρέπει στον ρόλο του Ατρέα, αντλώντας πρότυπο από το κινεζικό κλασικό θέατρο και δίνοντας μιαν ιδιότυπα διαπολιτισμική διάσταση στον φρικτό ηγέτη του μύθου. Ο Ατρέας είναι αποφασισμένος και κύριος του εαυτού του, εκ διαμέτρου αντίθετος με τον αφελή, παθητικό και «θηλυκό» Θυέστη. Τον ρόλο του Θυέστη κρατά επάξια ο Αντώνης Μυριαγκός, που δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας αποδίδοντας τόσο την ηδυπάθεια και τον εγωκεντρισμό αυτού του αλαζόνα που θέλησε να ξεπεράσει τους θεούς, όσο και την πλάνη και την απερίγραπτη φρίκη που τον καταλαμβάνει στη θέα του αποτρόπαιου εδέσματός του: ο τρόμος προκύπτει από την απόσταση μεταξύ αυτού που ο χαρακτήρας πιστεύει ότι κάνει και αυτού που πραγματικά κάνει.
«Πρέπει κανείς να διακρίνει το μέτρο στο έγκλημα τη στιγμή που το διαπράττει», διδάσκει ο Σενέκας.
Η αλληγορία της κατάποσης του σώματος των παιδιών ξεκινά από τη θεμελίωση της χρονικότητας (Κρόνος): η σκληρότητα και αλαζονεία των ανθρώπων, η αδελφοκτονία και ο ανταγωνισμός μεταξύ αρρένων αδελφών/διεκδικητών του επίγειου θρόνου (Κάιν και Άβελ, Ησαύ και Ιακώβ στην εβραϊκή παράδοση, Ετεοκλής και Πολυνείκης στη λαβδακίδεια γενεαλογία της Θήβας, Ατρέας και Θυέστης στην ατρείδεια του Άργους) που αποκαθίσταται με βούληση των θεών, ώστε καθένας να πληρώσει το τίμημα ανάλογα με το δικό του μερίδιο ευθύνης. «Πρέπει κανείς να διακρίνει το μέτρο στο έγκλημα τη στιγμή που το διαπράττει», διδάσκει ο Σενέκας (στίχος 1052-1053: «Sceleri modus debetur ubi facias scelus,/ non ubi reponas.»).
Μια εγκληματική παραλλαγή του Οιδιπόδειου συμπλέγματος σε τερατώδη «άρτον και θεάματα» ρωμαϊκού τύπου. Ο σκηνοθέτης αποδίδει την ωμότητα και το αιμοσταγές, φαύλον ήθος που αναδίδει το λατινικό κείμενο με επαυξημένο ρεαλισμό, χωρίς να επισχολιάζει ή να προβαίνει σε οιονδήποτε παραλληλισμό, χωρίς ν’αναζητά συμβολισμούς. Είναι προφανές ότι θεωρεί αυτόματους τους συνειρμούς προς τη βαρβαρότητα του σύγχρονου πολιτισμού, οπότε περιορίζεται στο να «ζωγραφίσει» με αισθητική splatter την αιματοχυσία που, ως αρχετυπική στα συστατικά της στοιχεία, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποφύγει το γκροτέσκο στοιχείο χωρίς την ακρίβεια και τη σχολαστικότητα που τον διακρίνουν.
Το σκηνικό της Νίκης Ψυχογιού έχει στοιχεία μπαρόκ παρά το γεγονός ότι είναι αφαιρετικό, συμμετρικό ως προς έναν κεντρικό άξονα και με κεντρική σύλληψη/μοτίβο την έννοια της γης που σχίζεται για ν’αναδυθούν οι φυλακισμένες, άχρονες μορφές των προγόνων σαν από καταπακτή. Εξαιρετική η κινησιολογία της Νάντης Γώγουλου και άψογοι οι εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα. Άξια επαίνου το μακιγιάζ της Olga Faleichyk και οι κομμώσεις του Κωνσταντίνου Κολιούση. Αξιοσημείωτη η παρουσία της παιδικής χορωδίας «Τέττιξ» της Τέτης Αϊβατζίδου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).