
Για τις παραστάσεις χορού «The dancing Public» της Μέττε Ίνγκβαρτσεν, «Lovetrain 2020» του Εμανουέλ Γκατ και για τη θεατρική παράσταση «Τυφλός δρομέας» του Αμίρ Ρεζά Κουεστανί, που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
1. The dancing Public, της Μέττε Ίνγκβαρτσεν
Η ανεξήγητη «επιδημία του χορού», είτε ως εκδήλωση του θυμικού των μαζών, είτε ως κοινωνιολογικό φαινόμενο, είτε ως κατάσταση έκστασης και συλλογικής κάθαρσης, αποτελεί μιαν ιστορική πραγματικότητα του 11ου και του 13ου αιώνα στην Ευρώπη. Δεν είναι η πρώτη φορά που η «χορευτική πανούκλα» γίνεται το θέμα μιας παράστασης: είχαμε, άλλωστε, την πρόσφατη θεατρική εμπειρία της έξοχης ομώνυμης παράστασης του Κωνσταντίνου Μάρκελλου. Και τώρα, με την ευκαιρία του Φεστιβάλ Αθηνών, η Μέττε Ίνγκβαρτσεν επιστρατεύει ως θεματική τις «χορομανίες» του Μεσαίωνα για να δώσει μια χορογραφική απάντηση στο επείγον της κατάστασης απομονωτισμού που επικρατεί μετά την επιδημία του κορωνοϊού. Η χορογράφος επαγγέλλεται μια δημιουργική μορφή εξέγερσης ενάντια στην αναδίπλωση στον εαυτό.
Είναι διαρκώς ανάμεσα στους θεατές, τους επιτρέπει να την αγγίζουν, να μετέχουν στο δρώμενο, να εκφράζονται ελεύθερα.
Με το σόλο της The dancing public, η Ίνγκβαρτσεν διενεργεί μια μεγαλόστομη διαμαρτυρία, σείοντας τα θεμέλια των χορογραφικών συμβάσεων και παρουσιάζοντας, παράλληλα, έναν άρτιο θεατρικό μονόλογο επί σκηνής. Η προσπάθεια εξορθολογισμού της ανθρώπινης έκφρασης είναι ο στόχος κατά του οποίου βάλλει πολύ συνειδητά, σε ένα ατομικό crescendo χορευτικής μανίας, που συμπαρασύρει το κοινό (το κοινό παραμένει όρθιο και λικνίζεται καθόλη τη διάρκεια της παράστασης). Η δανή χορογράφος χρησιμοποιεί τη μουσική των clubs, την ηλεκτρονική μουσική, κάνοντας μια σκηνοθετική/χορογραφική δήλωση πολύ δυναμική, παράγοντας με το κορμί της ένταση που είναι, αναμφίβολα, μεταδοτική, χειριζόμενη με λεπτότητα την αμηχανία του κοινού, επιστρατεύοντας τους φωτισμούς και τις τηλεοπτικές προβολές για να επεξηγήσει, να υπογραμμίσει, να διευκολύνει τη συμμετοχή. Είναι διαρκώς ανάμεσα στους θεατές, τους επιτρέπει να την αγγίζουν, να μετέχουν στο δρώμενο, να εκφράζονται ελεύθερα.
Έχοντας ξεκινήσει την καριέρα της ως μέλος της χορευτικής ομάδας της Μαρί Μπρολίν Τανί στη Δανία, η Μέττε Ίνγκβαρτσεν συνέχισε τις σπουδές χορού στις Κάτω Χώρες, όπου επηρεάστηκε από την τεχνική της Άν Τερέζα Ντε Κέερσμέκερ. Ολοκλήρωσε τις σχετικές σπουδές στη Σουηδία το 2002, και έκτοτε εργάζεται στις Βρυξέλλες, δημιουργώντας installations με βαρύ εννοιολογικό περιεχόμενο, ενώ κατά καιρούς συνεργάστηκε με τους Jan Ritsema, Bojana Cvejic, Xavier Le Roy και Boris Charmatz. Οι παραστάσεις της είναι το Manual Focus (2003), το 50/50 (2004), το In the Future και το To come (2005), το Why We Love Action (2007), το It's in the air (2008), το Giant city (2009), το Evaporated landscapes (2009), το Extra sensorial garden (2010) και το The light forest (2010), το All the way out there και το Speculations (2011), το Artificial nature project (2012), το Red pieces (2014), το Seven delights (2015). Με αφορμή το Seven delights, η Ίνγκβαρτσεν διοργάνωσε το «The permeable stage», ένα επιτελεστικό συνέδριο για την πολιτική της σεξουαλικότητας σε σχέση με τη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, project που πραγματοποίησε υπό την ιδιότητά της ως artist-in-residence του Kaaitheater των Βρυξελλών. Aκολούθησαν οι παραστάσεις 21 pornographies (2017) και The permeable stage (2016). Είναι μέλος της ομάδας του Chris Dercon στη Volksbühne του Βερολίνου, ενώ διδάσκει, εκεί, στο Freie Universität.
2. LOVETRAIN 2020, του Εμανουέλ Γκατ
O ισραηλινός χορογράφος Εμανουέλ Γκατ, με ορμητήριο τα περίχωρα του Μονπελιέ, φέρνει στην Πειραιώς 260 μια γιορτή νοσταλγίας και φρεσκάδας. Στη γραμμή ενός είδους μιούζικαλ που ανακαλεί τη βρετανική μουσική της δεκαετίας του ’80 (συγκεκριμένα τραγούδια των «Tears for Fears») και επενδεδυμένο με ευφάνταστα κοστούμια του Τόμας Μπράντλι, το Love train 2020 είναι, ουσιαστικά, μια πρόταση συμφιλίωσης υπό τους ήχους της μουσικής, πρόταση που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ουτοπία: ωστόσο, επί σκηνής υλοποιείται τόσο εμφανώς αυτή η «ουτοπία», ώστε αμφιβάλλει κανείς εάν η έκφραση είναι κατάλληλη.
Προφανώς, από πρόβα σε πρόβα, από βίντεο σε βίντεο και από σκηνή σε σκηνή, οι βασικές γραμμές του χορογράφου αναδεικνύουν και διαφορετικές εκφραστικές οδούς.
Παρά τη μουσική αναδρομή που υποβόσκει, η έμφαση του Γκατ βρίσκεται στη φυσικότητα της ερμηνείας, που αναμφίβολα απηχεί το σήμερα. Αυτό οφείλεται στον πειραματικό χαρακτήρα της δουλειάς του και στις αμέτρητες ώρες δουλειάς στο στούντιο με τους χορευτές του, με τους οποίους έχει μοιραστεί κατ’ επανάληψιν τις αναζητήσεις του. Προφανώς, από πρόβα σε πρόβα, από βίντεο σε βίντεο και από σκηνή σε σκηνή, οι βασικές γραμμές του χορογράφου αναδεικνύουν και διαφορετικές εκφραστικές οδούς.
Οι καταπληκτικές γαλλίδες Eglantine Bart, Emma Mouton και Rindra Rasoaveloson, ο εκπληκτικός αυστραλός Thomas Bradley (και ενδυματολόγος της παράστασης), ο ξανθός βρετανός Robert Bridger, ο ισραηλινός Gilad Jerusalmy, ο ούγγρος Péter Juhász, ο δυναμικός γερμανός Michael Loehr, ο χαβανέζος Eddie Oroyan, η γιαπωνέζα Ichiro Sugae, η πολωνή Karolina Szymura, η γερμανίδα Milena Twiehaus, η σουηδή Sara Wilhelmsson, η αμερικανοβιετναμέζα Jin Young Won: ενταγμένοι σε έναν χώρο φορτισμένο από αναφορές αναγνωρίσιμες, ανιχνεύοντας την αλληλεπίδραση ήχου και κίνησης υπό νέες οπτικές γωνίες, οι δώδεκα υπέροχοι ερμηνευτές του Love train 2020 πλησιάζουν ο ένας τον άλλον και απωθούν ο ένας τον άλλον, σχηματίζουν μικρά σύνολα και αμέσως αναδιοργανώνονται σε ευρύτερες ανθρώπινες ενότητες, χορεύουν σόλο ή σε ντουέτα, θέτουν ανοικτά ερωτήματα και συνεπαίρνουν το κοινό.
Μια ελαφρά μπαρόκ διάθεση στη διαγώνια παράταξη των χορευτών που διασχίζουν τη σκηνή, μια αύρα «παλαιού» ανανεωμένη μ’ ένα άγγιγμα σύγχρονου [...]
Αυστηρά χορογραφημένη για 12 χορευτές, η παράσταση κινείται με υπόκρουση το «Famous last words», το «Sowing the seeds of love», το «Memories fade», το «Τhe way you are» και κλείνει θριαμβικά με το «Everybody wants to rule the world», αφήνοντας με άκρα εφευρετικότητα να ανεμίζουν δύο διαφορετικές εκδοχές «φιγούρας» για κάθε χορευτή: φούστες σε άντρες και γυναίκες, ελλειπτικές ραφές, υποβόσκουσα γυμνότητα, χρυσά υφάσματα σε μανδύες, βολάν, περίεργα σχήματα, τεράστιες φούστες: ο σχεδιασμός των κοστουμιών, που ξεκίνησε από σκίτσα φτιαγμένα με μαύρο μελάνι και ακουαρέλες, χαρακτηρίστηκε «ωδή στην κομψότητα, τον όγκο και τη φόρμα». Μια ελαφρά μπαρόκ διάθεση στη διαγώνια παράταξη των χορευτών που διασχίζουν τη σκηνή, μια αύρα «παλαιού» ανανεωμένη μ’ ένα άγγιγμα σύγχρονου, πάντως μια συνθήκη που αναπνέει και χειραφετεί τον καλλιτέχνη αναδεικνύοντας τις ιδιαιτερότητές του.
3. Τυφλός δρομέας, του Αμίρ Ρεζά Κουεστανί
Επιστρατεύοντας και τον κινηματογράφο στις θεατρικές του παραγωγές (βλ. την παράσταση Χορός στα γυαλιά του 2004), ο ιρανός σκηνοθέτης Αμίρ Ρεζά Κουεστανί είναι γνωστός στο διεθνές κοινό ως ένας ολοκληρωμένος δημιουργός, που επιστρατεύει την κινηματογραφική οθόνη στη σκηνή. Ο Τυφλός δρομέας του, ανεβασμένος στην Φαρσί γλώσσα, έρχεται στο φεστιβάλ Αθηνών ως παράσταση διαμαρτυρίας ενάντια στο ιρανικό καθεστώς.
Ένα ζευγάρι συναντιέται στο ημίωρο εβδομαδιαίο επισκεπτήριο μιας φυλακής της Τεχεράνης. Έχουν υποσχεθεί ο ένας στον άλλον να τρέχουν κάθε βράδυ πλάι στον τοίχο της φυλακής όπου εκείνη κρατείται, ο καθένας από τη δική του πλευρά. Πριν τη σύλληψή της, προπονούνταν για μήνες στο τρέξιμο σχεδιάζοντας να φύγουν από το Ιράν για την Αγγλία. Ετοιμάζονταν να καλύψουν τα 27 χιλιόμετρα της Σήραγγας της Μάγχης τη μόνη στιγμή που θα ήταν αυτό εφικτό, στις πέντε ώρες που μεσολαβούν ανάμεσα στο τελευταίο βραδινό τρένο και την αναχώρηση του πρώτου πρωινού. Αλλά η προπόνησή τους με στόχο μια καλύτερη ζωή διακόπηκε από τη σύλληψη της γυναίκας του μια εβδομάδα πριν ξεκινήσουν.
Είναι ένας αγώνας που συνεχίζεται υπεράνω εμποδίων.
Η γυναίκα τού ζητά να βοηθήσει μια φίλη της δρομέα, που έχει τυφλωθεί στη διάρκεια μιας διαδήλωσης, να δραπετεύσει στην Αγγλία μέσω της σήραγγας της Μάγχης. Η ιστορία αυτής της προπόνησης για αγώνα δρόμου μεγάλων αποστάσεων από τη μια και από την άλλη πλευρά του τοίχου γίνεται για τον Αμίρ Ρεζά Κουεστανί αφετηρία προβληματισμού πάνω στη σύγχρονη ιρανική κοινωνία. Είναι ένας αγώνας που συνεχίζεται υπεράνω εμποδίων. Η ένωση των δύο σωμάτων (της τυφλής δρομέως και του βλέποντος βοηθού της), το δέσιμο των χεριών τους και η προβολή του τούνελ εν κινήσει (μια κίνηση άτακτη, αγχωτική), στην ουσία συνάπτουν μια σχέση ελευθερίας με τον κόσμο.
Γνωστός στο διεθνές κοινό από την παράσταση Χορός στα γυαλιά και στο ελληνικό από τις παραστάσεις Μέσα στα σύννεφα και Hearing (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, 2012 και 2017, αντίστοιχα), ο Κουεστανί σπούδασε κινηματογράφο στα πανεπιστήμια της Τεχεράνης και του Μάντσεστερ και ίδρυσε, το 2001, το Mehr Theatre Group στην Τεχεράνη, όπου έγραψε και τα πρώτα του έργα: Και η μέρα ποτέ δεν ήρθε (1999) και The Murmuring Tales (2000). Το 2001 δημιούργησε το Dance on glasses, που τον έκανε γνωστό σε όλα τα φεστιβάλ της γης. Έχει συνεργαστεί με το Schauspielhaus της Κολωνίας (Μονό δωμάτιο, 2006) και με το Nouveau Théâtre της Besançon (Ουτοπίες; 2009).
Το 2009 ο Κουεστανί παρουσίασε τη μεγάλη του επιτυχία, το Πού ήσουν στις 8 Ιανουαρίου;, με θέμα την πολιτική κατάσταση στο Ιράν και τη θέση της γυναίκας στην περσική κοινωνία. Το 2012 παρουσίασε με επιτυχία στο Βερολίνο την ταινία Modest Reception. Το 2015, στην Ακαδημία Schloss Solitude της Στουτγάρδης, ολοκλήρωσε το σενάριο του Hearing, με θέμα και πάλι τη θέση της γυναίκας στην ιρανική κοινωνική ζωή και την κατάσταση των προσφύγων, ενώ το 2016 παρουσιάζει στην Kammerspiele του Μονάχου το Der Fall Meursault: Eine Gegendarstellung, δραματοποίηση ενός μυθιστορήματος του αλγερινού συγγραφέα Καμάλ Νταούντ, που εμπνέεται από τον Ξένο του Καμύ και έχει δυο κεφάλαια όπου μιλά πολύ ανοιχτά κατά του Ισλάμ.
Στο θέατρο καθιερώθηκε ως ο δημιουργός του «θεάτρου-ντοκιμαντέρ», ακολουθώντας την μπρεχτική αρχή της αποστασιοποίησης, ενώ ο ίδιος περιέγραψε τη θεατρική σκηνή ως το μέρος όπου μοιράζεται τις αμφιβολίες και τους ενδοιασμούς του με το κοινό.
Το 2017 σκηνοθέτησε την όπερα Tannhaüser του Βάγκνερ στο Staatstheater του Ντάρμσταντ, το 2018 υπέγραψε, και πάλι στην Kammerspiele, την παράσταση Die Attentäterien, διασκευή του έργου «Αναμονή» της Yasmina Khadra, ενώ σχεδίαζε το πρώτο του ανέβασμα του σαιξπηρικού Μάκβεθ. Στο θέατρο καθιερώθηκε ως ο δημιουργός του «θεάτρου-ντοκιμαντέρ», ακολουθώντας την μπρεχτική αρχή της αποστασιοποίησης, ενώ ο ίδιος περιέγραψε τη θεατρική σκηνή ως το μέρος όπου μοιράζεται τις αμφιβολίες και τους ενδοιασμούς του με το κοινό. Το έργο του Timeloss παραλληλίστηκε συχνά με το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
INFO
Kείμενο και σκηνοθεσία: Amir Reza Koohestani
Ερμηνεύουν: Ainaz Azarhoush, Mohammad Reza Hosseinzadeh
Δραματουργός: Samaneh Ahmadian
Βοηθός σκηνοθέτη: Dariush Faezi
Φωτισμοί και σκηνικά: Éric Soyer
Βίντεο: Yasi Moradi, Benjamin Krieg
Μουσική: Phillip Hohenwarter, Matthias Peyker
Κοστούμια: Negar Nobakht Foghani