
Για την παράσταση «Ο αδελφός μου ο Αμαντέους» του Μηνά Βιντιάδη, σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη, που παρουσιάζεται στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Φωτογραφίες: Γιώτα Εφραιμίδου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Είδα το έργο του Μηνά Βιντιάδη «Ο αδελφός μου ο Αμαντέους», σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη, στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Πρόκειται για την αφήγηση της αδελφής του Μότσαρτ, της Ναννέρλ Μότσαρτ, που κατά τους μουσικολόγους μύησε τον μεγάλο συνθέτη στη μουσική και υπήρξε, στη δεκαετία του 1760, σπουδαία σολίστ η ίδια. Το κείμενο είναι απότοκος δυόμιση χρόνων έρευνας και κύριο γνώρισμά του είναι ο λυρισμός (ο Μηνάς Βιντιάδης ολοκληρώνει τη συγγραφή μιας σειράς βιβλίων εκλαΐκευσης της ζωής μεγάλων συνθετών της κλασικής μουσικής).
Το ταξίδι στο Παρίσι (1777 - 1779) υπήρξε το τελευταίο μεγάλο ταξίδι συναυλιών του συνθέτη, γιατί συνέπεσε με την απώλεια της μητέρας του και με εκείνην της θέσης του στο Σάλτσμπουργκ. Ήδη από τον Μάρτιο του 1781 βρέθηκε στη Βιέννη, κι εκεί κρίθηκε εις βάρος του η όλη στάση του απέναντι στο μουσικό κατεστημένο της εποχής και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η αναφορά στη σύνθεση του υπέροχου, ημιτελούς Ρέκβιεμ συνδέεται αναπόσπαστα (όπως και στο έργο «Αμαντέους» του Πήτερ Σάφερ, η πρεμιέρα του οποίου, το 1979, στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, είχε καθηλώσει το κοινό) με το άδοξο, πρόωρο τέλος του μεγάλου δημιουργού και με την κοινότατη, φτωχική –με έξοδα του δήμου– κηδεία που του επιφύλασσε η μοίρα στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου.
Με μεγάλη λεπτότητα η κυρία Πεφάνη υπερτονίζει τα μέρη του κειμένου που αφορούν τη Ναννέρλ, χωρίς να αποτραβά τον φακό από την περσόνα του Μότσαρτ.
Στα απομνημονεύματα της αδελφής του όλα αυτά καταγράφονται με έναν συνδυασμό πικρίας για τις χαμένες ευκαιρίας, θαυμασμού για τον αδελφό της, μεμψιμοιρίας για τη μοίρα μιας γυναίκας δημιουργού στον δέκατο όγδοο αιώνα, μικρών δηγμάτων φθόνου για την πρωτοκαθεδρία των ανδρών, μετάνοιας και τύψεων, ακυρωμένων ερωτικών αισθημάτων και των δύο αδελφών και, προπάντων, νοσταλγίας για τα παιδικά τους χρόνια. Με μεγάλη λεπτότητα η κυρία Πεφάνη υπερτονίζει τα μέρη του κειμένου που αφορούν τη Ναννέρλ, χωρίς να αποτραβά τον φακό από την περσόνα του Μότσαρτ.
Ο πιανίστας Διονύσης Μαλλούχος υποδύεται τον δάσκαλο μουσικής και τον πατέρα Λέοπολντ (υπήρξε αναπληρωτής διευθυντής της ορχήστρας στην αυλή του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ, συνθέτης και δάσκαλος ο ίδιος), που εμφανώς ευνόησε τον γιο του, καταδικάζοντας την κόρη του στον γάμο και στην αφάνεια – και αυτό το μήνυμα περνά στην παράσταση, μήνυμα που δυστυχώς ισχύει ακόμη και σήμερα σε μεγάλο βαθμό: «Για μένα η σύνθεση είναι απαγορευμένη», έγραφε η Ναννέρλ. «Δεν υπάρχει τίποτα για εμάς τις γυναίκες. Άντρες ιππότες, άντρες συνθέτες, άντρες πιανίστες. Ο πατέρας κι ο Αμαντέους οργώνουν την Ευρώπη κι εγώ καθαρίζω πατάτες και γυαλίζω ασημικά. Γράφω κρυφά μουσική και τη στέλνω στον αδελφό μου. Τι θα γινόμουν άραγε αν δεν είχε γεννηθεί πότε ο Βόλφι; Πόσο ψηλά θα έφτανα;»
Η επιλογή του ηθοποιού που θα υποδυόταν τον Μότσαρτ είναι πολύ πετυχημένη: ο εξαίρετος χορευτής και ήδη γνωστός ηθοποιός Έλιο-Φοίβος Μπέικο ερμηνεύει δύο ρόλους: αυτόν ενός σύγχρονου φοιτητή μουσικής ακαδημίας κι εκείνον του Joannes Chrysostomus Wolfgang Theophilus (Amadeus) Mozart, διασχίζοντας τη μικρή σκηνή με μεγάλη ευελιξία και ακρίβεια στην εκτέλεση των κινήσεών του. Η μετάβαση από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη γίνεται με συσκότιση και τη χρήση του κινητού τηλεφώνου ως φακού: έτσι γίνεται και η «μεταμόρφωση» του σύγχρονου σπουδαστή μουσικής σ’ «εκείνον» που όλοι γνωρίζουμε ως Μότσαρτ – σε όλες τις ηλικιακές του φάσεις, που με μια σειρά από σκηνικά και υποκριτικά ευρήματα υλοποιείται θαυμάσια από τον κύριο Μπέικο.
H «μεταμόρφωση» του σύγχρονου σπουδαστή μουσικής σ’ «εκείνον» που όλοι γνωρίζουμε ως Μότσαρτ – σε όλες τις ηλικιακές του φάσεις, που με μια σειρά από σκηνικά και υποκριτικά ευρήματα υλοποιείται θαυμάσια από τον κύριο Μπέικο.
Αλλά και η Πέμη Ζούνη στον ρόλο της Μαρίας-Άννας (Ναννέρλ) Μότσαρτ διανοίγει νέες εκφραστικές οδούς βάσει των σκηνοθετικών οδηγιών της Βάνας Πεφάνη: φάντασμα «καρφωμένο» σαν σανίδα ανάμεσα στις χορδές του τσέμπαλου, μορφή που αναδύεται μέσα από τη σκηνογραφική λύση ενός φορέματος εποχής «παγωμένου» στον χρόνο, η Ναννέρλ Μότσαρτ είναι ένα πρόσωπο/φωνή που «καλείται» (υπάρχει όντως μια επίκληση σε κάποιον «άγγελο-βοηθό») να υποστηρίξει/να σχολιάσει/να ερμηνεύσει τα έργα του αδελφού της μέσα από τα βάθη του χρόνου. Η έμπειρη ηθοποιός κινείται σε όλη τη γκάμα συναισθημάτων που προβλέπει το κείμενο: η ματαίωση της γυναίκας συνιστά κεντρικό θεματικό άξονα, καθώς η κυρία Ζούνη ενσαρκώνει πολλές εκφάνσεις μιας γυναικείας προσωπικότητας τόσο διαφοροποιημένα ώστε θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για βαθειά πνευματικότητα στην προσέγγιση του ρόλου της.
Ο Κυριάκος Κοσμίδης επιμελείται την κίνηση και υποστηρίζει απόλυτα τη σύλληψη, και το ίδιο συμβαίνει και με τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Λυντζέρη και τους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Βάνα Πεφάνη
Παίζουν: Πέμη Ζούνη, Έλιο-Φοίβος Μπέικο, Διονύσης Μαλλούχος
Βοηθός σκηνοθέτη: Ντεπυ Πάγκα
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Λυντζερης
Φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοθρας
Πρωτότυπη μουσική-ήχοι: Orestis
video art/ trailer: Νίκος Γιαβροπουλος
Κινησιολογία: Κυριάκος Κοσμίδης