
Η «Παρεξήγηση» του Αλμπέρ Καμύ παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Βιβλική παραβολή, αστείο ή εφιάλτης; [Φωτογραφίες: Ελευθερία Νικολαΐδου].
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Trouver ce pays où le soleil tue les questions»
Albert Camus, Le malentendu
Είδα τη σκοτεινή «Παρεξήγηση» του Albert Camus, στην άρτια εκδοχή του Γιάννη Χουβαρδά, στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου. Η «Παρεξήγηση» («Malentendu») επικεντρώνεται σε τρεις βασικούς χαρακτήρες: τον Γιαν, τη μητέρα του και τη Μάρθα, την αδελφή του, και διαδραματίζεται σ’ ένα πανδοχείο της βροχερής κεντρικής Ευρώπης, που η σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη έχει μετατρέψει σε πίνακα του Χόπερ. Η οικογενειακή συνωμοσία δολοφονίας πλούσιων θαμώνων του ξενοδοχείου είναι εμπνευσμένη από μιαν είδηση που ο Camus αξιοποίησε (σχετική αναφορά γίνεται στον «Ξένο»).
Aμφίσημες οι προθέσεις, υποτονικό το δολοφονικό ένστικτο, κουρασμένα τα κίνητρα.
Στο συναισθηματικό τοπίο του έργου κυριαρχεί η ανάγκη της αδελφής/Μάρθας να δραπετεύσει σε μιαν άλλη ήπειρο, σε πιο ελκυστικούς ουρανούς, κοντά στη λιακάδα. Aμφίσημες οι προθέσεις, υποτονικό το δολοφονικό ένστικτο, κουρασμένα τα κίνητρα: αυτή η εξουθένωση δίνει και τον τόνο στη σκηνοθεσία, βάζοντας τις δυο γυναίκες κυριολεκτικά «να σέρνονται» προς το μπαρ, σαν αλκοολικές του Τενεσή και σαν νεκροζώντανες, τελικά σαν γυναίκες-αράχνες που θα επιβάλουν το δίκαιο της αποσιώπησης και το αυτοδίκαιο της δραπέτευσης με μιαν απόλυτη αυτοεξιλεωτική ηθική.
Η τραγική ειρωνεία
Κι εδώ γεννιέται η τραγική ειρωνεία: η μητέρα, εξουθενωμένη από τις επανειλημμένες δολοφονίες πλούσιων ταξιδιωτών, στη σκηνοθεσία του κύριου Χουβαρδά μετατρέπεται σε σκοτεινή προαγωγό, στο οριακό σημείο πριν από την υπαρξιακή της κρίση. Η κυρία Κάλμπαρη σ’έναν από τους καλύτερους ρόλους της, σπαρακτική όσο και απαθής, με υπέροχες εναλλαγές και απόλυτο έλεγχο της κίνησής της, της «παραιτημένης» κίνησης ενός ανθρώπου με «φθαρμένη καρδιά», που έχει διέλθει όλα τα στάδια της κακουργίας και, με την αναγνώριση του διαβατηρίου του γιου της και τη λύση της «παρεξήγησης», περνά σε μιαν απόλυτα trans κατάσταση θανατολαγνίας και αυτοακύρωσης.
Η εξέλιξη αυτή περιέργως συνδέει τον Καμύ με τη θεματολογία του Παραλόγου, ενώ θα’πρεπε να τον συνδέει με τους προβληματισμούς του Υπαρξισμού σχετικά με την ηθική και τη σχέση ανθρώπου και Θεού...
Ο Γιαν επιστρέφει σαν άσωτος υιός στο σπίτι του μετά από μακρόχρονη απουσία. Εδώ η ειρωνεία εστιάζει στο γεγονός πως καθυστερεί να αποκαλύψει στη μάνα και στην αδερφή την ταυτότητά του και τον δεσμό αίματος που τους ενώνει. Το ανοιχτό του αίτημα να αναγνωριστεί παραμένει μη εκπεφρασμένο, γεγονός που οδηγεί στην παρεξήγηση και στον φόνο του: η εξέλιξη αυτή περιέργως συνδέει τον Καμύ με τη θεματολογία του Παραλόγου, ενώ θα’πρεπε να τον συνδέει με τους προβληματισμούς του Υπαρξισμού σχετικά με την ηθική και τη σχέση ανθρώπου και Θεού, εφόσον ο φόνος ως θέμα επανέρχεται πεισματικά στο έργο του (βλέπε τον φόνο του Άραβα που διαπράττει ο Μερσώ στον «Ξένο»).
Στην κορωνίδα της τραγικής ειρωνείας, η αδελφή/Μάρθα, κάτοικος σκοτεινών ενδιαιτημάτων, ρίχνει όλη την έμφαση στη χώρα με τον ήλιο απ’όπου προέρχεται ο Ίαν, αναπτύσσοντας έναν διάλογο όπου εκφράζεται η απέχθεια προς «αυτήν την ήπειρο όπου οι άνθρωποι περιμένουν το φθινόπωρο για να καταλάβουν την άνοιξη, τότε που τα ξερά, πεσμένα φύλλα μοιάζουν με λουλούδια»: η προβληματική του Camus για τον θάνατο γίνεται κεντρικό ζητούμενο αυτής της θεατρικής persona, που εκφέρει τον ειλικρινή λόγο της κάθετης ρήξης προς την κυρίαρχη ηθική. Η αφελής εκμυστήρευση του υποψήφιου θύματος, αντί να αμβλύνει, θα παροξύνει τη δολοφονική της διάθεση.
Στην τελευταία σκηνή, λίγο πριν από τον φόνο, η Μάρθα θα πει στη μητέρα της: «Πρέπει να σ' το πω, αυτός είναι που αποφάσισε να το κάνω. Δίστασα. Αλλά μου μίλησε για τις χώρες που περιμένω και, επειδή ήξερε πώς να με αγγίξει, μου έδωσε όπλα εναντίον του…». Η ερμηνεία της Πηνελόπης Τσιλίκα (που τραγουδά μαζί με τον Μπλέιν Ρέινινγκερ και χορεύει την εκπληκτική χορογραφία της Μαρκέλλας Μανωλιάδη σαν άλλος Μαύρος Κύκνος) αποδίδει απόλυτα τον ψυχισμό της Μάρθας, αυτής της νέας γυναίκας με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τη συναισθηματική απονέκρωση, την υπαρξιακή μοναξιά και τον αναπόφευκτο αμοραλισμό που συνοδεύει όλα αυτά (και την Ευρώπη-σφαγείο της εποχής του Camus).
Όπως ακριβώς στο «Γυμνό Γεύμα» του Κρόνενμπεργκ, το απεχθές πολύποδο τρέπεται σε σύμβολο ειρωνικής αποδοχής του μοιραίου.
Η αδυνατότητα λεκτικής επικοινωνίας και το έρημο τοπίο της μόνωσης οδηγεί και στην επιλογή της υπερδιογκωμένης καφκικής κατσαρίδας ευθύς εξαρχής επί σκηνής: αυτή η εφιαλτική συνύπαρξη χορεύει τον χορό του θανάτου, όμως, κατά οξύμωρο τρόπο, μετατρέπεται και σε «ελκυστική» συνθήκη υπονόμου: πίσω από την αποτροπαϊκή, αηδή πρώτη εικόνα, το τεράστιο έντομο γίνεται ερωτικό αντικείμενο ερωτοτροπίας προς τον θάνατο, καθώς στα υπόγεια, σκοτεινά του διαμερίσματα κυοφορείται ο εφιάλτης και καιροφυλακτεί η ψυχαναλυτική διάσταση: όπως ακριβώς στο «Γυμνό Γεύμα» του Κρόνενμπεργκ, το απεχθές πολύποδο τρέπεται σε σύμβολο ειρωνικής αποδοχής του μοιραίου.
Η μη-αναγνώριση του γιου από τη μάνα (ένα είδος αντιστροφής της αρχαίας τραγωδίας;) συνεπάγεται και τη μη-αναγνώριση του γενέθλιου τόπου, άρα και την απάλειψη οιασδήποτε ταυτότητας. Γι’αυτό ο Ίαν εκμυστηρεύεται στη δολοφόνο μάνα του την πρόθεσή του να αναχωρήσει το αμέσως επόμενο πρωί: «Αργότερα ίσως επιστρέψω. Είμαι ακόμη σίγουρος γι' αυτό, αλλά προς το παρόν έχω την αίσθηση ότι έχω κάνει ένα λάθος και ότι δεν έχω τίποτα να κάνω εδώ. Να σου πω την αλήθεια, έχω την οδυνηρή εντύπωση ότι αυτό το σπίτι δεν είναι δικό μου». Εδώ ο γιος συναντά την «καλοπροαίρετη αδιαφορία» της μάνας/δολοφόνου, η οποία διέρχεται το στάδιο της συναισθηματικής της απονέκρωσης. Το «κέρασμα» του θανατερού φλιντζανιού με το τσάι συνοδεύεται από ένα ηχηρό, υπαρξιακά αυτοσαρκαστικό γέλιο που ο κύριος Χουβαρδάς μάταια προσπάθησε να διδάξει στον Αναστάση Ροϊλό: μέτρια ερμηνεία, που δυστυχώς συμπαρασύρει και τη Φλομαρία Παπαδάκη σε υποτονική απόδοση του ρόλου της συζύγου του.
Ο σκοτεινός γέρο-υπηρέτης του έργου ενσαρκώνεται από τον τζαζ τραγουδιστή Μπλέιν Ρέινινγκερ, φαντάζομαι με στόχο να αποδοθεί μουσικά μια παρακμιακή ατμόσφαιρα καμπαρέ στο σκηνικό. Η συνεργασία Μανιδάκη-Τσάμη στα σκηνικά-κοστούμια και Μανωλιάδη στη χορογραφική διδασκαλία έκαναν τον θαυμαστό αισθητικό συνδυασμό του τελικού ταμπλό πραγματοποιήσιμο. Στις άψογες επιλογές του Γιάννη Χουβαρδά θα προσέθετα και την επιλογή του «κυτίου» για την αλληγορική απόδοση του δωματίου/φερέτρου με σαφείς εικαστικές παραπομπές, καθώς και τους σοφά διεσπαρμένους σε πολλές φωτιστικές πηγές (π.χ. στον φακό, στα αμπαζούρ κ.ο.κ.) φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα.
Η άρνηση του Θεού αναγορεύεται σε κορυφαίο ζήτημα του έργου, τουλάχιστον στην προοπτική της εξοικείωσης με το άφευκτο του θανάτου.
Νομίζω πως η αξιόλογη αυτή παράσταση πέτυχε τον στόχο της συναισθηματικής αποστασιοποίησης του θεατή, τρέποντάς την σε εφιαλτική ενδοσκόπηση και μη επιτρέποντας την ταύτιση. Ακόμη και η υψωμένη, τραγικά επιτονισμένη φωνή της κυρίας Κάλμπαρη στη σκηνή όπου ψιμυθιώνεται την τελική νεκρική της «μάσκα» για να βαδίσει στις όχθες του Αχέροντα, ακόμη κι αυτή είναι ρυθμισμένη σε μια παρτιτούρα αποστασιοποίησης. Η άρνηση του Θεού αναγορεύεται σε κορυφαίο ζήτημα του έργου, τουλάχιστον στην προοπτική της εξοικείωσης με το άφευκτο του θανάτου. Σαν να συνοδεύεται, δε, από ένα δυνατό γέλιο συνειδητοποίησης, ο θάνατος αποφορτίζεται από τις ηθικές του παραμέτρους και απομένει αξεδιάλυτο μυστήριο, απογυμνωμένη, tête-à-tête συνάντηση του ανθρώπου με τη μοναδική υπαρξιακή του βεβαιότητα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Μετάφραση: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Blaine L. Reininger
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Ειδικές Κατασκευές: Αλέξανδρος Λόγγος
Κατασκευή Κατσαρίδας: Αλέξανδρος Λόγγος
Σύμβουλος κίνησης: Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Οργάνωση Παραγωγής: Ηρώ Λέφα
Βοηθοί σκηνοθέτη: Χαρίκλεια Πετράκη, Νεφέλη Βλαχοπαναγιώτη
Βοηθός Σκηνογράφου: Άννα Μπίζα
Βοηθός Φωτίστριας: Ιφιγένεια Γιαννιού
Βοηθός Ενδυματολόγου: Βασιλική Σουρρή
Κομμώσεις: Χρόνης Τζήμος