Η «Λάσπη», ένα ψυχολογικό θρίλερ του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, παρουσιάζεται στο θέατρο «Φούρνος» σε σκηνοθεσία Ευθύμη Χρήστου. Φωτογραφίες © Υπατία Κορνάρου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο θέατρο Φούρνος είδα τη «Λάσπη» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, στην πολύ πρωτοποριακή σκηνοθεσία του Ευθύμη Χρήστου. Είναι η δεύτερη συνεργασία του σκηνοθέτη με τη σπουδαία ηθοποιό Μαρία Ζορμπά, μετά το «Vincent – Αίμα στο χιόνι» («Τρένο στο Ρουφ»). Ένα έργο που θα μπορούσε, κάλλιστα, να χαρακτηριστεί ως ψυχολογικό θρίλερ, διατηρεί ωστόσο κάποιες κινηματογραφικές καταβολές και το μυστήριό του απορρέει κυρίως από την υφέρπουσα βία του. Το είχε ξαναανεβάσει το 2009 η Λίλλυ Μελεμέ στο «Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας» (Μαρία Καλλιμάνη, Δημήτρης Ξανθόπουλος και Πηνελόπη Μαρκοπούλου).
Ένα ορεινό χωριό, ένα κλειστό σπίτι και οι καταληψίες
Ένα μάλλον ορεινό χωριό, ένα κλειστό σπίτι με μαζεμένα έναν σωρό από έπιπλα – που στη διάρκεια της παράστασης θα επανατοποθετηθούν δεξιοτεχνικά σε οκτώ διαφορετικές διατάξεις, που σίγουρα έχουν τη σημασία τους, καθώς συναρτώνται με τον χρόνο. Η ηρωίδα έχει αφήσει στην πόλη τον άρρωστο άντρα της και επισκέπτεται αυτό το οικογενειακό σπίτι, που ανήκει στον αδελφό της, για λόγους που θα μάθουμε στη διάρκεια της παράστασης. Η δυσάρεστη έκπληξη είναι πως το σπίτι ήδη κατοικείται από... καταληψίες. Ένα ζευγάρι με τρία μικρά παιδιά έχει εγκατασταθεί ήδη κάποιους μήνες και θεωρεί κεκτημένο δικαίωμα τη διαιώνιση αυτής της κατάστασης.
Εικάζει κανείς πως η υπόθεση θα εξελιχθεί σε καταδίωξη και πως το κείμενο θα περάσει σε εκφράσεις βίας.
Ο μικροαστισμός του θεατή υφίσταται ένα πρώτο σοκ. Εικάζει κανείς πως η υπόθεση θα εξελιχθεί σε καταδίωξη και πως το κείμενο θα περάσει σε εκφράσεις βίας. Και όντως υπάρχει μια υποδόρια βία, που ωστόσο μεταλλάσσεται, με κυρίαρχη τάση την εκλογίκευση και τον συμβιβασμό. Όμως, καθώς τα πράγματα εξελίσσονται και αποκαλύπτεται ότι η χρησικτησία του σπιτιού διέπεται από ένα περίεργο είδος «νομιμότητας», η ηρωίδα εγκαταλείπει τη διεκδικητική της στάση και περνά σε φάση συνδιαλλαγής, με το αζημίωτο όμως, με στόχο τη συναλλαγή. Όπως περίπου συμβαίνει σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Με πανουργία και μεθοδεύσεις καταλήγει να συγκατοικεί με την αρχικά ανεπιθύμητη οικογένεια και να μοιράζει ρόλους αριστερά και δεξιά, αλλάζοντας και η ίδια ρόλο και αντιστρέφοντας την προσδοκώμενη έκβαση του έργου. Η προσβεβλημένη ιδιωτικότητα αυτής της γυναίκας και ο θυμός της δίνουν τη θέση τους σε μιαν οιονεί τρυφερότητα, που όμως είναι ψευδεπίγραφη, γιατί εγκυμονεί ένα μεγάλο πάθος. Ανομολόγητα πάθη αποκαλύπτονται επίσης και από τα ημερολόγια της θείας της ηρωίδας, πρώην ιδιοκτήτριας του σπιτιού η παρουσία της οποίας υπερίπταται, καθώς και από έναν μυστηριώδη και αποτροπιαστικό τσελεμεντέ παλιών συνταγών, που στο έργο θα προσλάβουν ιδιαίτερες νοηματοδοτήσεις.
Το βέβαιο είναι πως τα παιχνίδια εξουσίας και η «νομιμοποίηση» της βίας που διαμείβονται ανάμεσα στα μέλη αυτού του ιψενικού τριγώνου είναι αρκετά σκοτεινά και οι σεξουαλικές τους παράμετροι και εκφάνσεις ιδιαίτερα απρόβλεπτες: αυτό καθιστά το έργο του Χατζηγιαννίδη ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σκανδαλιστικό. Το ίδιο το σπίτι πρωταγωνιστεί, καθώς είναι εμψυχωμένο στη σκηνοθεσία του κύριου Χρήστου, που είναι πρωτότυπη, ευρηματική, με απροσδόκητες μεταπτώσεις ρυθμού, μετατρέποντας το κείμενο σε εφιαλτικό σενάριο. Δυσδιάκριτα είναι, επίσης, τα όρια της πραγματικότητας και της ψυχικής πραγματικότητας, ενώ μυστηριώδεις είναι οι ψίθυροι του διπλανού δωματίου (του υπνοδωματίου), διάλογοι που γίνονται αντιληπτοί, υποτίθεται, μόνο από τους θεατές σε voice over. Ένα μείζον σκηνοθετικό τέχνασμα που υποστηρίζει το κείμενο είναι η παρουσία ανθρώπινων μορφών του παρόντος και του παρελθόντος που παρελαύνουν στο ημίφως και πίσω απ’ τα μισάνοιχτα παράθυρα και στοιχειώνουν τον χώρο (Η Αλεξάνδρα Καρόνη και ο Κώστας Κλάδης υποδύονται αυτές τις μορφές σιωπηρά).
Ως δοκίμιο πάνω στην υπαρξιακή μοναξιά αγγίζει πολλές πτυχές του αναδιπλωμένου εγώ της κεντρικής ηρωίδας και δεν αφήνει απέξω ούτε την κάπως πιο «δομημένη» σχέση των μελών της παρασιτικής οικογένειας.
Η Μαρία Ζορμπά ερμηνεύει τον ρόλο της μεσήλικης αδελφής με αξιοπρόσεκτη εσωτερικότητα, πείθει απόλυτα και μάλιστα, κατά σημεία, γίνεται τρομακτική. Ο Χρήστος Καπενής πολύ καλός στον ρόλο του συζύγου του ζευγαριού, περνά με επιδεξιότητα από τη φυσιογνωμία του ανεπιθύμητου και θρασέος εισβολέα στον ρόλο του οικογενειάρχη και σ’ αυτόν του εραστή. Αέρινη και μυστηριώδης και η Μιράντα Ζησιμοπούλου στον ρόλο της συζύγου. Τα παιδιά είναι απόντα, υποδηλώνονται από τις αναφορές σε αυτά και από τα παιχνίδια που διασπείρονται στο έδαφος. Στοιχείο έντονης απομόνωσης και ερμητισμού, που είναι χαρακτηριστικό αυτού του κειμένου. Γιατί, βέβαια, το κυρίαρχο συναίσθημα που υποβάλλει το έργο αυτό είναι η μοναξιά.
Ως δοκίμιο πάνω στην υπαρξιακή μοναξιά αγγίζει πολλές πτυχές του αναδιπλωμένου εγώ της κεντρικής ηρωίδας και δεν αφήνει απέξω ούτε την κάπως πιο «δομημένη» σχέση των μελών της παρασιτικής οικογένειας. Ως επισχολιασμός πάνω στα ζητήματα των ανθρώπινων σχέσεων, του ρόλου της κοινότητας, της περιρρέουσας ηθικής, η σκηνοθετική προσέγγιση του Ευθύμη Χρήστου δυναμιτίζει όλο αυτό το κατασκεύασμα, το υποσκάπτει, δημιουργεί σκόπιμα ρωγμές, εν τέλει διαμορφώνει ένα κλίμα σατανικό, καταραμένο, ζοφερό επί σκηνής. Και σ’ αυτήν την αίσθηση συμβάλλει ιδιαίτερα η ροκ μουσική σύνθεση «Πεθαίνω στο χώμα, γεννιέμαι στη λάσπη» του Θεόφιλου Πουζμπούρη.
Υπέροχο κείμενο, άψογες ερμηνείες, υποβλητικότατη ατμόσφαιρα και, κυρίως, ένας πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).