
Το «Χιροσίμα, αγάπη μου», που πρωτογράφτηκε ως σενάριο για την ομώνυμη ταινία του Αλαίν Ρεναί (1959), παρουσιάζεται στο θέατρο «Σημείο» σε σκηνοθεσία του Νίκου Διαμαντή.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Η Ιωάννα Μακρή ως Μαργκερίτ Ντιράς σε ένα πόντιουμ ανάμεσα στους θεατές, η Ελίνα Παπαθεοδώρου και ο Όμηρος Πουλάκης ως Εκείνη και Εκείνος (το ερωτικό ζευγάρι) και ο Βαγγέλης Ρόκκος σε έναν καινοφανή ρόλο συνθέτουν την τετράδα της θεατρικής μεταφοράς του αριστουργήματος της Μαργκερίτ Ντιράς. Ο σκηνοθέτης Νίκος Διαμαντής βάζει τους θεατές σε ένα πλαίσιο σιωπής και ενδοσκόπησης, ενώ τους καλεί ν’ ανακατασκευάσουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας, τοποθετώντας τους πάνω στη σκηνή.
Η σχέση της μνήμης με τον χρόνο
Το κείμενο αφηγείται την ιστορία αγάπης μιας νεαρής Γαλλίδας ηθοποιού και ενός Ιάπωνα αρχιτέκτονα, στο σκηνικό μιας Χιροσίμα που προσπαθεί να συνεχίσει να ζει μετά την καταστροφή. Το απόλυτο σημείο της ερωτικής επαφής (η ηδονή, η αφή, ο οργασμός, το δέρμα του άλλου) στην ουσία συγκεφαλαιώνονται σε μια φευγαλέα στιγμή μνήμης. ΕΚΕΙΝΗ θα ανακαλέσει την ερωτική της σχέση με ένα γερμανό στρατιώτη στη γαλλική πόλη Nevers, γεγονός που την έχει οδηγήσει στην ατίμωσή της από την τοπική κοινωνία. Η σχέση αυτή του παρελθόντος συνιστά μιαν ακόμη ιστορία απώλειας, εφόσον στο τέλος ο εραστής της σκοτώθηκε. Από αυτήν την παλιά σχέση έχουν απομείνει στη μνήμη της μόνον ένα όνομα και ο πόνος, και αυτό προοιωνίζεται και το μέλλον της σχέσης που τεκταίνεται μπροστά στα μάτια των θεατών. Υπό μιαν έννοια, η Γαλλίδα είναι ένα ακόμη θύμα της ιστορικής βίας, κατ’ αντιστοιχίαν με τον Ιάπωνα.
Ο σχολιαστικός ρόλος της Ιωάννας Μακρή επιστρατεύει διάφορα αποσπάσματα κειμένων της Ντιράς, επιτυγχάνοντας θαυμαστήν αντίστιξη προς τα τεκταινόμενα επί σκηνής ανάμεσα σ’ ΕΚΕΙΝΗΝ κι ΕΚΕΙΝΟΝ. Κατ’ουσίαν, το σχόλιό της είναι η συνεχής υπόμνηση του εφήμερου χαρακτήρα της ερωτικής συνεύρεσης και της δομικής της σχέσης προς τη φθορά και τον θάνατο. Ακόμη (και σ’ αυτό το σημείο τα εύσημα τα αποκομίζει ο σκηνοθέτης) συνιστά μιαν αφόρμηση για ενατένιση και καταβύθιση σ’έναν χρόνο ποιητικό, μακριά από τον συρμό και τους αλλοτριωτικούς ρυθμούς της καθημερινότητας.
Η εναλλαγή του σχολίου της Ντιράς με την επί σκηνής ερωτική συνεύρεση είναι μια σκηνοθετική παρέμβαση που οι δύο νέοι ηθοποιοί την υπηρετούν αρκετά καλά. Για την ακρίβεια, υπάρχει αρκετός αισθησιασμός και κινητικότητα εκ μέρους του Όμηρου Πουλάκη, όμως η Ελίνα Παπαθεοδώρου μοιάζει σαν να «χρονομετρά» τις φράσεις και να παρερμηνεύει τις σιωπές, εκφωνώντας με άγχος τις ατάκες της. Πάντως, όπως και να έχει, από την αντιστικτική εκφώνηση του ζευγαριού (Πουλάκη/Παπαθεοδώρου) και της αφηγήτριας (κυρίας Μακρή) ο θεατής αποκομίζει την αίσθηση ότι η σκηνική αλήθεια (η σχέση των δύο εραστών) είναι ένα παιχνίδι αφηγηματικό που το παράγει το ίδιο το κείμενο της Ντυράς. Και αυτό συνιστά επιτυχία της παράστασης.
Πέραν, όμως, της ατομικής μνήμης, υπάρχει και η συλλογική: το δεύτερο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης είναι η φιλοτέχνηση, από έναν εξαιρετικό ηθοποιό, τον Βαγγέλη Ρόκκο, ενός ολόκληρου χαρακτήρα, που αναλαμβάνει την ανατριχιαστική περιγραφή του ατομικού ολέθρου: ο ρόλος του κύριου Ρόκκου λειτουργεί όπως λειτούργησε στην ταινία του Ρεναί η παράθεση των ντοκουμέντων. Είναι, ας πούμε, η αιφνιδιαστική παρεμβολή του νατουραλισμού σε μια κατά τα άλλα ποιητική, τρυφερή, χαμηλών τόνων παράσταση. Θεωρώ ότι, πέραν της εκπληκτικής ερμηνείας αυτού του «σαλού» που υποδύεται ο κύριος Ρόκκος, πρόκειται για μιαν έξοχη επινόηση, που αναστατώνει τους θεατές και προκαλεί το αισθητικό σοκ που απαιτείται για να ενεργοποιηθεί η ιστορική μνήμη.
Ο τρόμος για την απώλεια της μνήμης
Η παροδικότητα, το εφήμερο της σχέσης των δύο εραστών έρχεται να απαλύνει τη μεγάλη βαρύτητα (το κόστος) που έχει η μνήμη: η δημόσια μνήμη ΕΚΕΙΝΟΥ από την καταστροφή της Χιροσίμα και η ιδιωτική μνήμη ΕΚΕΙΝΗΣ, που κοινός τους άξονας είναι το τραύμα. Ο καμβάς όπου εξυφαίνεται η ερωτική τους σχέση είναι η μνήμη του πολέμου. Η προσωπική αφήγηση ΕΚΕΙΝΗΣ γίνεται με τρόπο διαφορετικό από την αφήγηση του δημόσιου τραύματος που αποτέλεσε η καταστροφή της Χιροσίμα. Η ατομική της μνήμη αδυνατεί να αναπλάσει το τραύμα της ατομικής βόμβας. Έτσι, ΕΚΕΙΝΗ επιμένει ότι «τα είδε όλα, τα ξέρει όλα»: τα μνημεία, τα μουσεία, τα νοσοκομεία και τις κινηματογραφημένες εικόνες φρίκης. Όμως, οι αριθμοί, οι στατιστικές, τα ντοκουμέντα και οι εικόνες δεν είναι σε θέση να αναπαραγάγουν το μέγεθος του συλλογικού τραύματος, κι ΕΚΕΙΝΟΣ δεν διστάζει να της το πει:
ΕΚΕΙΝΗ
«Είδα τις Ειδήσεις. Από τη δεύτερη μέρα, συγκεκριμένα είδη ζώων αναδύθηκαν από τα βάθη της γης και μέσα από τις στάχτες. Φωτογραφήθηκαν σκυλιά. Για όλο το χρόνο. Τους είδα. Είδα τις ειδήσεις. Τους είδα. Από την πρώτη μέρα. Από τη δεύτερη μέρα. Από την τρίτη μέρα».
ΕΚΕΙΝΟΣ (τη διακόπτει).
«Τίποτε δεν είδες. Τίποτε. Τον ακρωτηριασμένο σκύλο. Τις πληγές. Τα καμένα παιδιά που ουρλιάζουν».
ΕΚΕΙΝΗ
«Τα είδα! Η Χιροσίμα σκεπάστηκε με λουλούδια. Παντού υπήρχαν άνθη αραβοσίτου και γλαδιόλες, που έβγαιναν από τις στάχτες με ένα εξαιρετικό σφρίγος, άγνωστο μέχρι τότε ανάμεσα στα λουλούδια».
ΕΚΕΙΝΟΣ
«Όλα τα κατασκεύασες, όλα τα επινόησες. Δεν είδες τίποτε στη Χιροσίμα!».
Η επανάληψη, σε αυτήν την περίπτωση, προκαλεί την αίσθηση της αδυνατότητας του ομιλείν, του ανείπωτου, του άφατου. Με λίγα λόγια στο έργο καθίσταται σαφές ότι "είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για τη Χιροσίμα». Όπως δήλωσε και η ίδια η Ντιράς: «το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μιλήσουμε για την αδυναμία να μιλήσουμε για τη Χιροσίμα». Έτσι, στη μνήμη του Ιάπωνα θα μείνει η μορφή της Γαλλίδας μόνον ως υπόμνηση της φρίκης της λησμονιάς, ως συνεχής υπόμνηση του ότι ζούμε για να ξεχνούμε. Θυμόμαστε μόνο ασύνδετες εικόνες, σπαράγματα της αλήθειας, έχουμε μιαν ονειρική αντίληψη του παρελθόντος, πενθούμε για όσα θυμόμαστε και για όσα ξεχνούμε εξίσου, η υπόστασή μας καθορίζεται από συμβολικές αναπαραστάσεις, ονόματα ανθρώπων και τοπωνύμια. Ενώ, λοιπόν, η Χιροσίμα ξαναγεννιέται από τη σκόνη της και το ζευγάρι χωρίζει οριστικά, εκείνη γυρνά και του λέει: «Το όνομα σου είναι Χιροσίμα», κι εκείνος της απαντά: «Το δικό σου όνομα είναι Nevere».
Tελικά, τo πώς βιώνουμε την ατομική μας ιστορία είναι μια διαδικασία που επηρεάζεται έντονα από το πώς βιώνει η κοινωνία το συλλογικό της παρελθόν. Όπως γράφει ο Μάικλ Ροθ: «Η αφηγηματική μνήμη, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορικής αναπαράστασης σε χαρτί ή σε φιλμ, μεταμορφώνει το παρελθόν ως προϋπόθεση για τη διατήρησή του. To “Xιροσίμα, αγάπη μου” μελετά το κόστος αυτής της μεταμόρφωσης» (Michael S. Roth, Memory, Trauma and History, Columbia University Press, 2011).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).