
Το «Σουέλ», που παίζεται στο Θέατρο 104 και φέρει την υπογραφή του Θοδωρή Τσαπακίδη, είναι μια ανησυχαστική «τραγικωμωδία» για την περίοδο της καραντίνας. Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της Βάσιας Αναγνωστοπούλου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο Θέατρο 104 είδα το «Σουέλ» που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Θοδωρής Τσαπακίδης, ένα έργο που πραγματεύεται το κοινωνικό/ψυχολογικό αποτύπωμα της περιόδου της καραντίνας. Την πρωταγωνιστική μορφή, τη Μαρία, υποδύεται η Ελπίδα Τοπάλογλου με μεγάλη ευαισθησία, διαχειριζόμενη έναν σχοινοτενή αφηγηματικό λόγο που διέρχεται πολλά διαφορετικά συναισθήματα και, ως εκ τούτου, μεταμορφώνεται διαρκώς, περνώντας από την ερμηνεία κωμικών σκηνών στην ερμηνεία σκηνών ιδιαίτερα δραματικών: εκ προθέσεως το έργο είναι μια «τραγικωμωδία» και με αυτό το είδος αναμετριέται. Το σκηνικό είναι μικροαστικό, αποκλειστικά με έναν καναπέ που, αφαιρετικά λειτουργώντας, μπορεί να παραπέμπει σε ένα σωρό κάδρα, μπιμπελό, σεμεδάκια άλλης εποχής και σε μιαν εικόνα Αγίου- αυτά τα συμπληρώνει η φαντασία του θεατή.
Flashback και διλήμματα
Στην πρώτη φάση του έργου (που είναι ένα flashback) συναντούμε τη Μαρία πάνω στον καναπέ της, να παρακολουθεί τις κινήσεις των υπόλοιπων ενοίκων της πολυκατοικίας. Η νησιωτική καταγωγή της (και μάλιστα «από γενιά κουρσάρων») κάνει έντονη αντίστιξη προς τη «φυλάκισή» της στο διαμέρισμα στην περίοδο δοκιμασίας της ανθρώπινης ελευθερίας στην οποία μας υπέβαλε το δεύτερο, απανωτό lockdown. Η γειτνίαση με μιαν οικογένεια με παιδιά είναι ιδιαίτερα δυσχερής για αυτήν την καθηγήτρια Αγγλικών, που εργάζεται σε εσπερινό σχολείο και χρειάζεται την πρωϊνή ησυχία και συγκέντρωσή της. Αποφασίζει, λοιπόν, σ’ ένα ιδιαίτερα κωμικό στιγμιότυπο, να φορέσει ωτοασπίδες, αλλού να ικετεύσει για ησυχία και, όταν βλέπει το ατελέσφορο των προσπαθειών της να πηγαίνει αυτοπροσώπως φορώντας ολόσωμη φόρμα ιατρική και μάσκα ώστε να κάνει δραστική παρέμβαση, χτυπώντας το κουδούνι της νέας γειτόνισσας. Τα διλήμματά της σχετικά με την έκβαση αυτής της συνάντησης τα ρυθμίζει σκηνοθετικά ο Θοδωρής Τσαπακίδης με αμφίσημες σκηνές διαλόγου όπου είναι ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, καθώς η Μαρία προβλέπει τις πιθανές αντιδράσεις της γειτόνισσας και αναστέλλει την επόμενη κίνησή της:
«Ωχ, αυτή μπορεί να με διακόψει, για να με ρωτήσει πού δουλεύω. Έτσι κάνουν όλοι, λες και είναι από την επιθεώρηση εργασίας. Αν είναι κανείς οικοδόμος, τον ρωτάνε πού δουλεύει; Του λένε να μην κάνει χαμηλοτάβανα τα σπίτια, ή σκούρα τα χρώματα; Πηγαίνουν στον παιδίατρο να του πουν πώς να κάνει την δουλειά του; Αλλά στην παιδεία είναι όλοι ειδήμονες. Ειδικά άμα έχουν δικά τους παιδιά».
Μια ανοιχτή πόρτα στο πλάι της σκηνής είναι ο χώρος απ’ όπου η Μαρία περνά στα άλλα διαμερίσματα αυτού του ασφυκτικού οικοδομήματος στα στενά όρια του οποίου συμβαίνουν όλα τα ευτράπελα και τα οξύμωρα της περιόδου της καραντίνας.
Μια ανοιχτή πόρτα στο πλάι της σκηνής είναι ο χώρος απ’ όπου η Μαρία περνά στα άλλα διαμερίσματα αυτού του ασφυκτικού οικοδομήματος στα στενά όρια του οποίου συμβαίνουν όλα τα ευτράπελα και τα οξύμωρα της περιόδου της καραντίνας: εκεί τραγουδήσαμε μόνοι για μιαν ελευθερία που δεν είχαμε, από τη βεράντα μας κάναμε σινιάλο στους απέναντι για να αισθανθούμε την ανθρώπινη επαφή, από το κατώφλι μας κρυφοκοιτάξαμε τις ιδιωτικές ζωές των αγνώστων συγκατοίκων μας, όλοι κλάψαμε και γελάσαμε και βγάλαμε διακόσιες φορές το εικοσιτετράωρο το σκυλί βόλτα ώστε να ξεπιαστούμε. Όλοι ελέγξαμε τα όρια της νόμιμης ελευθερίας κινήσεών μας παρακολουθώντας τον «Σωτήρη» (τον Τσιόδρα) στην τηλεόραση να ορίζει τις υπάρξεις μας με τον γνωστό, παθητικό τρόπο του εμπειρογνώμονος που «πολύ λυπάται, αλλά οφείλει να μας προειδοποιήσει». Βεβαίως εμπεριέχεται μια κριτική της λειτουργίας των συστημάτων ελέγχου στο έργο του Θοδωρή Τσαπακίδη, μια κριτική ευθύβολη που εξακοντίζει τα βέλη της όχι τόσο ενάντια στους παράγοντες ανελευθερίας όσο στην εσωτερική ανελευθερία του ανθρώπου.
![]() |
Η Ελπίδα Τοπάλογλου |
Αυτή η ανελευθερία βρίσκεται σε αντίθεση κατάφωρη προς το περιπετειώδες στοιχείο που φέρουμε ενστιγματικά (η καταγωγή από το νησί, το ιδιόλεκτο του νησιού και ο κουρσάρος πρόγονος είναι διαφορετικές εκφάνσεις αυτού του στοιχείου). Το διαμέρισμα, αντίθετα, είναι η φυλακή της ψυχής: στους τέσσερεις τοίχους του όλοι μας νιώσαμε, λίγο-πολύ, τον περιορισμό της ελευθερίας μας και εκεί τώρα, κατόπιν εορτής, αποτιμούμε ως χώρο κατάκτησης κάποιας άλλης, κωμικοτραγικής διάστασης της ύπαρξής μας. Eπεκτείνοντας, συγγραφική αδεία, τη δράση του έργου του σ’ένα μέλλον ασαφές και εφιαλτικό, όπου ολόκληρα χωριά ξεκληρίζονται από τον ιό, τοποθετώντας το κεντρικό συγκρουσιακό θέμα του κειμένου σε ένα μέλλον που λειτουργεί δίκην παρόντος, προφανώς ο συγγραφέας θέλει να επεκτείνει τον συμβολισμό στο υπαρξιακό επίπεδο. Δεν είναι βέβαιο, εδώ, αν έχουμε να κάνουμε με τραγικωμωδία και αν πράγματι ο κλαυσίγελως είναι η μόνο δυνατότητα που διανοίγεται στον θεατή. Ο λόγος είναι ότι, σχετικά απότομα, η διάθεση της ηρωίδας μεταστρέφεται προς έναν υψηλό βαθμό ανθρωπιάς και ενσυναίσθησης, στην επαφή της με την τραγωδία ενός διπλανού διαμερίσματος:
«Μου κόπηκαν τα φτερά. Μια Άπτερος Νίκη ήμουνα. Τα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ»
Αυτή η μετάπτωση υπερτονίζεται στο δεύτερο μέρος (ένα fast forward) όπου η Μαρία, μια εικοσαετία μετά, κάθεται σε μια παραλία και παρακολουθεί από την καρέκλα την δεκαοκτάχρονη κόρη της, λίγο πριν από την αναχώρηση του κοριτσιού για την πόλη όπου πρόκειται να σπουδάσει. Εδώ αναδεικνύεται η «κρυφή» επενέργεια που είχε η πανδημία στη ζωή της και στη ζωή της κόρης της, με τη διάνοιξη ενός μεγάλου διλήμματος(η λέξη «Σουέλ» μπορεί να σημαίνει «όλα πάνε πρίμα» , αλλά μπορεί και να σημαίνει το «βουβό» κύμα). Η Μαρία Μπαταγιάννη και η Κατερίνα Προκόπη πλαισιώνουν επάξια την Ελπίδα Τοπάλογλου στη δύσκολη, κοπιώδη ερμηνεία της.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
INFO
Σκηνικά/Κοστούμια: Βασίλης Μπαρμπαρίγος
Φωτισμοί/Video: Τάσος Παλαιορούτας
Μουσική: Γεωργία Συριοπούλου
Επιμέλεια κίνησης: Δημήτρης Ράπτης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Ερμηνεύουν: Ελπίδα Τοπάλογλου, Μαρία Μπαταγιάννη, Κατερίνα Προκόπη