
Πέθανε σε ηλικία 101 ετών ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς λογοτεχνίας της χώρας, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Η παρουσία του στην Επιθεώρηση Τέχνης ήταν ένας από τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος υπήρξε εκείνη η περίπτωση του φωτισμένου κριτικού λογοτεχνίας που, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας, είχε τη σκευή και τη ζέση να μην περιορίζεται στην πλοκή κάθε βιβλίου, αλλά να μπορεί να το τοποθετήσει στη μακρά αλυσίδα της λογοτεχνίας.
Ήταν ένας σημαντικός πνευματικός άνθρωπος, με πλούσια κοινωνική και πολιτική δράση, ενώ και ως δημοσιογράφος ήταν για πάρα πολλές δεκαετίες «ενεργός» σε περιοδικά, εφημερίδες ακόμη και ιστοσελίδες ακολουθώντας τις αλλαγές των εποχών στο επάγγελμα.
«Οπως και οι περισσότεροι της γενιάς μου, έγινα κομμουνιστής στην Κατοχή. Ημουν φοιτητής στο Τμήμα Χημείας της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν το 1942 πρωτοήρθα σε επαφή με αντιστασιακές οργανώσεις».
Η πολιτική του δράση
Γεννήθηκε στις 28 Μαΐου 1924 στον Πειραιά. Από πολύ νωρίς, στα εφηβικά του χρόνια, εντάχθηκε στην πολιτική νεολαία της Αριστεράς. Το 1944 έγινε δεκτός στο Τμήμα Χημείας της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του λόγων πολιτικών διώξεων. Αρθρογραφούσε στο περιοδικό της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά (1944–1945) και υπήρξε συντάκτης της εφημερίδας του ΕΑΜ Ελεύθερη Ελλάδα (1946–1947).
Μάλιστα, για εκείνη την εμπειρία έχει δηλώσει σε συνέντευξή του στα Νέα:
«Οπως και οι περισσότεροι της γενιάς μου, έγινα κομμουνιστής στην Κατοχή. Ημουν φοιτητής στο Τμήμα Χημείας της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν το 1942 πρωτοήρθα σε επαφή με αντιστασιακές οργανώσεις. Τα περισσότερα μαθήματα γίνονταν στο Χημείο, στην οδό Σόλωνος. Εκτός από μαθήματα όμως, σύντομα άρχισαν να γίνονται εκεί και σφοδρότατες συγκρούσεις μεταξύ αντιμαχόμενων παρατάξεων.
Εμείς οι αριστεροί του Χημικού είχαμε μεγάλη κόντρα με τους δεξιούς του Πολυτεχνείου. Επεφτε ξύλο, όχι αστεία. Καδρόνια, ανοιγμένα κεφάλια, και άλλα τέτοια. Σύντομα μάλιστα, εκτός από τα καδρόνια, άρχισαν να εμφανίζονται και πιστόλια. Ιδιαίτερα από το ’43 και έπειτα, ήταν πολύ εύκολο να αποκτήσεις όπλο. Θυμάμαι ότι γύριζα στο σπίτι μου, στον Πειραιά, και έκρυβα το περίστροφό μου σε ένα ανθοδοχείο!
Θυμάμαι επίσης να παίζω τάβλι με τον αδελφό μου και να έχουμε τα πιστόλια ακουμπισμένα δίπλα μας, στο τραπέζι. Ενα βράδυ μπήκε μια γερμανική περίπολος στο σπίτι, κι εμείς το μόνο που κάναμε ήταν να βάλουμε τα πιστόλια… κάτω από το τάβλι. Ηδη από τις αρχές του ’43 άλλωστε, ήμουν μαχητικότατο στέλεχος της ΕΠΟΝ Πειραιά».
Την περίοδο των Δεκεμβριανών τραυματίστηκε από φίλια πυρά. Έχει πει για εκείνη την περιπέτεια:
«Δεν τραυματίστηκα από αντίπαλο αλλά από «συναγωνιστή», όπως λέγαμε τότε, και μάλιστα υπό περίεργες συνθήκες. Ημασταν στρατοπεδευμένοι στην Κοκκινιά. Αυτός έκανε τάχα πως καθάριζε το όπλο του και πάτησε τη σκανδάλη. Εγώ βρισκόμουν όρθιος μπροστά του και η σφαίρα με βρήκε στην κοιλιά. Μάλιστα, βγαίνοντας από πίσω, η σφαίρα σκότωσε κάποιον άλλον που κατά σύμπτωση περνούσε από εκεί.
Δεν πιστεύω πως ήταν ατύχημα. Πριν από λίγες μέρες, είχα έρθει σε σύγκρουση με τον «φρούραρχο» της περιοχής δράσης μου, στον Πειραιά, επειδή παρενοχλούσε – όπως θα λέγαμε σήμερα – μια συναγωνίστρια, μια κοπέλα της Αλληλεγγύης. Με είχε απειλήσει τότε ότι «θα τα πούμε». Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Είχα λοιπόν διαμπερές τραύμα. Κακήν κακώς, με τις μάχες να μαίνονται ακόμη, με μετέφεραν στο κάποτε καπνεργοστάσιο του Σαπόρτα, στην Παλαιά Κοκκινιά, που λειτουργούσε σαν πρόχειρο νοσοκομείο».
Η Επιθεώρηση Τέχνης
Κατά την περίοδο 1947–1952, εξορίσθηκε στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Άγιο Ευστράτιο. Μετά τη χαλάρωση των μετεμφυλιακών μέτρων, εργάστηκε στις εφημερίδες Η Αυγή (1952–1967), Ελεύθερος, Ώρα (1955–1956).
Ωστόσο, η συμμετοχή του στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης ήταν αυτό που αποτέλεσε σταθμό στη ζωή του.
Χρηματοδότης και τυπικά εκδότης ήταν ο Νίκος Σιαπκίδης, αρχιτέκτονας, ο οποίος ποτέ δεν ανακατεύτηκε πάντως με τα λογοτεχνικά και τα άλλα ζητήματα που ανέκυπταν. Οσο για τους ανθρώπους που πλαισίωσαν το περιοδικό, ως Συντακτική Επιτροπή ήταν ο Αλέκος Λειβαδίτης (για μικρό διάστημα), ο Μανώλης Φουρτούνης, ο Κ. Πορφύρης, ο Τίτος Πατρίκιος, κάποιοι ακόμα «περαστικοί», και βέβαια ο Κώστας Κουλουφάκος.
Το συγκεκριμένο περιοδικό κατέχει ιστορική θέση όχι μόνο στο χώρο της Αριστερά (χρηματοδοτήθηκε από την ΕΔΑ, αν και συχνά έπαιρνε αντθετη θέση από το κόμμα σε κρίσιμα θέματα), αλλά σε εκείνον της ντόπιας διανόησης και καθόρισε αρκετά α λογοτεχνικά πράγματα της χώρας.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας (1967–1974), ο Ραυτόπουλος διέφυγε στη Γαλλία. Εκεί εργάστηκε ως συντάκτης στο Λεξικό Robert και συμμετείχε στο αφιέρωμα του περιοδικού Temps Modernes στην Ελλάδα το 1969, συνθέτοντας μία ανθολογία κειμένων από διωχθέντες συγγραφείς.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας (1967–1974), ο Ραυτόπουλος διέφυγε στη Γαλλία. Εκεί εργάστηκε ως συντάκτης στο Λεξικό Robert και συμμετείχε στο αφιέρωμα του περιοδικού Temps Modernes στην Ελλάδα το 1969, συνθέτοντας μία ανθολογία κειμένων από διωχθέντες συγγραφείς.
![]() |
Mε τον Τίτο Πατρίκιο. |
Ο Άρης Αλεξάνδρου
Παρακολούθησε μαθήματα στην École Pratique des Hautes Études του Παρισιού. Ιδιαίτερα καθοριστική για τις πολιτικές θέσεις του και για τη μετέπειτα ιδεολογική εξέλιξή του ήταν η φιλική σχέση του με τον Άρη Αλεξάνδρου, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι οξύτατες αντιδογματικές θέσεις του.
Για τον Αλεξάνδρου, αλλά και για τους υπόλοιπους συγγραφείς εκείνης της γενιάς, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος είχε μιλήσει σε παλαιότερη συνέντευξή του αξιολογώντας το έργο τους. Είχε πει χαρακτηριστικά:
«Δίπλα στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου θα έβαζα μόνο τις Ακυβέρνητες πολιτείες του Τσίρκα, κυρίως τον πρώτο τόμο της τριλογίας, τη ‘’Λέσχη’’, καθώς και κάποια διηγήματα του Δημήτρη Χατζή. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις που αναφέρθηκαν ήταν αριστεροί οι οποίοι, περισσότερο ή λιγότερο, είχαν προβλήματα με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Αλεξάνδρου μάλιστα είχε ξεκόψει εντελώς ήδη από την Κατοχή, αλλά τον έσερναν στα ξερονήσια, όπου εκείνος, με μια σχεδόν υπερβατική ηθική, αρνούνταν να υπογράψει δήλωση. Κι αυτό, παρόλο που οι συνεξόριστοί του δεν του μιλούσαν, τον είχαν απομονώσει, δεν του έδιναν ούτε βιβλία να διαβάσει.
Ο Χατζής, πάλι, θεωρούνταν πάντα ‘’ασταθές στοιχείο’’ από τους κομματικούς, και τελικά ξέκοψε κι αυτός εντελώς. Μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο ήταν και η Μέλπω Αξιώτη. Τα πρώτα της βιβλία ήταν εξαιρετικά, αλλά έπειτα έθεσε τον εαυτό της στην ‘’υπηρεσία του Κόμματος’’ και άρχισε να γράφει ‘’στρατευμένα’’ – και επομένως, αδιάφορα – βιβλία».
Μετά τη μεταπολίτευση, ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Ηριδανός, το οποίο με τα αφιερώματά του πραγματοποίησε ανοίγματα προς νέες τάσεις της λογοτεχνίας. Παράλληλα, έγραφε επιφυλλίδες στην Αυγή (1977–1980) και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Απογευματινή (1976–1981). Αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Ο Τίτος Πατρίκιος που συνεργάστηκε μαζί του στην Επιθέωρηση Τέχνης έχει πει σε συνέντευξή του πως αυτό που χαρακτήριζε τον Ραυτόπουλο ήταν η στοχαστικότητά του, αλλά και η εμμονή του σε θέματα που πίστευε και τα υποστήριζε με αταλάντευτο τρόπο.
Οι σοσιαλιστικές ιδέες ήταν εκείνες που έδωσαν τον τόνο στις λογοτεχνικές κριτικές του και γρήγορα τον καθιέρωσαν μεταξύ των σημαντικότερων κριτικών που διέθετε η χώρα. Ο Τίτος Πατρίκιος που συνεργάστηκε μαζί του στην Επιθέωρηση Τέχνης έχει πει σε συνέντευξή του πως αυτό που χαρακτήριζε τον Ραυτόπουλο ήταν η στοχαστικότητά του, αλλά και η εμμονή του σε θέματα που πίστευε και τα υποστήριζε με αταλάντευτο τρόπο.
Διατήρησε αυτόν τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό έως το 1967, έκτοτε εντάχθηκε κι εκείνος στο ρεύμα των αριστερών που άρχισαν να αμφισβητούν την απόλυτη «αλήθεια» που ερχόταν από τη Μόσχα και διαχεόταν ως κανόνας σε όλα τα κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ και τα κατά τόπους αριστερά κόμματα.
Με τα κείμενά του στην Αυγή, στην Επιθεώρηση Τέχνης και σε άλλα ομόδοξα έντυπα, αναδείχθηκε σε έναν από τους δυναμικότερους και σημαντικότερους νέους βιβλιοκριτικούς και μελετητές σ΄ ένα μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου.
Το έργο του
Ο Δημήτρης Ρυατόπουλος δεν περιορίστηκε να κρίνει τα βιβλία των άλλων, αλλά συνέγραψε και τα δικά του. Συγκεκριμένα η εργογραφία του περιλαμβάνει σημαντικά βιβλία γύρω από τη θεωρία της λογοτεχνίας, την κριτική, καθώς και μονογραφίες. Το 1965 γράφει το βιβλίο Οι ιδέες και τα έργα (εκδ. Δίφρος). Το 1986 εκδίδει την Κρίσιμη λογοτεχνία (εκδ. Καστανιώτης).
Θα ακολουθήσουν το 1987 τα Σημεία στίξεως (εκδ. Στοχαστής) και το 1996 το βιβλίο Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος (εκδ. Σοκόλη).
Πρόκειται για μια μονογραφία του Άρη Αλεξάνδρου που είναι ταυτόχρονα βιογραφία, ανάπλαση του ιστορικού σκηνικού και μελέτη -ανάλυση ολόκληρου του έργου του- ποιητικού, μεταφραστικού και πεζογραφικού. Ιδιαίτερα αναλύεται "Το κιβώτιο", το οριακό αυτό έργο της γενιάς του εμφύλιου, που ανάγει την εμπειρία της στο συμβολικό και στο υπαρξιακό της επίπεδο. Το έργο συμπληρώνεται από ανθολόγηση κριτικής για τον Αλεξάνδρου, εργογραφία κλπ.
Το 2002, πάλι από τις εκδόσεις Σοκόλη, θα εκδώσει το βιβλίο Αναθεώρηση Τέχνης: Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της.
Το βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο, "Ένα περιοδικό του Εικοστού Μεσαίωνα", περιλαμβάνει ιστορικά στοιχεία, εκτιμήσεις, απόψεις και συζητήσεις για την προσφορά του περιοδικού στον πολιτιστικό χώρο του μετεμφυλίου, ιδιαίτερα για την αντιδογματική στροφή της διανόησης της Αριστεράς και τις συναφείς συγκρούσεις. Το δεύτερο, "Εκλιπόντες", περιλαμβάνει δοκίμια για τους εκλιπόντες από το επιτελείο του περιοδικού Κώστα Κουλουφάκο, Κ. Πορφύρη (Πορφύρη Κονίδη) και Γιώργο Πετρή (Γιώργο Σίμο). Σ' ένα εκτεταμένο επίμετρο, ο συγγραφέας απαντάει στις κριτικές αποτιμήσεις για το περιοδικό που περιλαμβάνονται στο πρώτο βιβλίο που γράφτηκε γι αυτό, ήτοι στο βιβλίο της Αιμιλίας Καραλή, "Μια ημιτελής Άνοιξη... ιδεολογία, πολιτική και λογοτεχνία στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" (1954 - 1967)",
Το 2012 θα γράψει το βιβλίο Εμφύλιος και Λογοτεχνία (εκδ. Πατάκη). Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος συγκεντρώνει 23 κριτικά κείμενά του, γραμμένα επί μια εικοσαετία, για έργα ή θεματικά σύνολα που αναφέρονται στον εμφύλιο πόλεμο είτε εντάσσονται στον ιστορικό, μνημονικό και ανθρωπολογικό του ορίζοντα. Κάθε πόλεμος, γράφει, είναι εμφύλιος αν υπάρχει μία ανθρωπότητα. Αλλά ο εμφύλιος είναι ο κατεξοχήν ανθρώπινος πόλεμος, καθότι απελευθερωτικός του ενστίκτου, της πρωτοβουλίας και της κατωτερότητας· η μεγάλη διαφορά του με τους άλλους πολέμους είναι αυτή η «δημοκρατικότητά του».
Η λογοτεχνία αποσπά από εκείνο τον «Κάτω κόσμο» του ανθρώπου τις εικόνες και τις καταστάσεις που οργανώνει σε μορφές. Σε αυτή την περιπέτεια δοκιμάζεται η μυθοπλασία και ο συμβολισμός, αλλά προχωρεί η αναζήτηση νέων τρόπων της αναφορικότητας και της μεταφοράς.
Γιατί ο εμφύλιος, ως ολοκληρωτικός πόλεμος, δεν έχει καταστατικό. Μεταξύ άλλων, καταργεί τον χωρισμό των λειτουργιών του πράττειν, του ποείν και του λέγειν· απαιτεί ενιαία σκέψη και συνείδηση. Το αντίθετό του είναι η λογοτεχνία. Λένε ότι το αίμα νερό δεν γίνεται. Πώς να γίνει μελάνι;
Το τελευταίο βιβλίο θα κυκλοφορήσει το 2017 με τίτλο Κριτική της κριτικής (εκδ. Gutenberg). Ο τόμος αυτός αρχίζει με μια επισκόπηση της ιστορίας της κριτικής, των θεωριών και των λαθών της. Προχωρεί σε δικά μας έργα ιστορίας της λογοτεχνίας, σε έργα διαλόγου, επιλογής και Γραμματολογίας, αλλά και σε φαινόμενα ανελευθερίας, σε παρερμηνείες και κατεδαφιστικές τάσεις, ιδιαίτερα της αριστερής κριτικής απέναντι σε κορυφαίους: Καβάφη, Καρυωτάκη, Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Καραγάτση κ.ά.
Σε αυτά, η κριτική έχει ν' αντιτάξει την οξυδέρκεια, το ήθος και την ποιότητα του λόγου που κρίνει τον λόγο του άλλου. Πρωταρχικός όμως είναι ο ρόλος της κριτικής: συνδέει τη λογοτεχνία-τέχνη με την αυτογνωσία και την ευαισθησία μιας κοινότητας. Πράγματα τόσο μεγαλοφάνταστα όσο και επείγοντα, πάντα. Προπάντων σήμερα.
Ακόμη έχει μεταφράσει βιβλίο των Χέρβυ Άλλεν, Αντόνιο Γκράμσι, Μπορίς Βιάν και Μισέλ Τουρνιέ.
Τα βραβεία
Παρά τις πολιτικά φορτισμένες θέσεις του, απέφυγε συστηματικά τον δογματισμό. Υπήρξε διεισδυτικός, οξυδερκής, αιχμηρός στις τοποθετήσεις του και συχνά ήρθε σε σύγκρουση ακόμα και μέσα στον δικό του πολιτικό χώρο. Το 1989, βραβεύθηκε για τη δημοσιογραφική του δουλειά από το Ίδρυμα Προαγωγής της Δημοσιογραφίας Αθανασίου Μπότση.
Τιμήθηκε το 1997 με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής για το έργο του Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος. Το 2008, έλαβε το Βραβείο «Διδώ Σωτηρίου» της Εταιρείας Συγγραφέων, ενώ την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε επίτιμος δρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 2014 έλαβε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Επίσης για το συνολικό του έργο, έλαβε το Βραβείο Δοκιμίου-Μελέτης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2017.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.