Η Τζένη Μαστοράκη πέθανε χθες (30/7) σε ηλικία 75 ετών. Υπήρξε μια από τις εξέχουσες μορφές της ποιητικής γενιάς του '70 και σημαντικότατη μεταφράστρια (από τις κορυφαίες στιγμές της ο «Φύλακας στη σίκαλη» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ). Το 2020 τιμήθηκε από την επιτροπή Κρατικών Βραβείων με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική της προσφορά.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Μαύρα γυαλιά, πρόσωπο στικτό από το βιομηχανικό φως, μαύρα ρούχα. Σε μια από μια ελάχιστες συνεντεύξεις που παραχώρησε στη ζωή της, το 2014, η Τζένη Μαστοράκη εμφανίζεται να δίνει μια μάχη ανάμεσα στο φως και τη σκιά. Μια μάχη καλή και ένδοξη που ο φακός του φωτογράφου καταφέρνει να ξεκλέψει για λίγο.
Από χθες (30/7) πέρασε στην αντίπερα όχθη, τώρα συνομιλεί με τον «βαρκάρη». Έφυγε σε ηλικία 75 ετών και, αίφνης, έφτασε η ώρα που, όπως έλεγε και ο Γιάννης Βαρβέρης (φίλος της και συλλειτουργός της τρανής γενιάς του ‘70) «ο θάνατος το στρώνει» και για ‘κείνη.
Δεν είναι εύκολο να ταξινομηθεί η ποιητική παρουσία της Μαστοράκη. Ούτε και η μεταφραστική. Η καταλογογράφηση του έργου της θα «απαντήσει» με τρόπο απόλυτο πως πέρασε από τούτο τον κόσμο έχοντας αφήσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και πλήθος μεταφράσεων (με κορυφαία όλων τον Φύλακα στη Σίκαλη του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ), όμως αυτό δεν φτάνει για να ορίζει το εύρος και το βάθος του αποτυπώματός της.
Μπορεί ως άλλος αστικός-ποιητικός μύθος να κυκλοφορούσε για χρόνια ότι είχε στο συρτάρι της μια ακόμη ποιητική συλλογή και ότι, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν ξανά με δικό της έργο, εντούτοις η ίδια διατήρησε αταλάντευτη τη σιγή της. Θυμίζει την αντίστοιχη σιωπή του Μανόλη Αναγνωστάκη (ποιητή που έτσι κι αλλιώς αγαπούσε) που δεν ράγισε ως τέλος του δικού του βίου.
Κι όμως, όλα αυτά τα χρόνια που, οικεία βουλήσει, έμεινε εκτός εκδοτικού «κάδρου» ποτέ δεν έπαψε να είναι σημείο αναφοράς. Από τη γενιά του ‘70, η Μαστοράκη διατηρούσε πάντα μια σημαίνουσα και κορυφαία θέση. Όσο κι αν η ίδια έλεγε πάντα πως δεν της άρεσαν οι τιμές και η τάξη.
Γιατί, λοιπόν, να κάνει εντύπωση η –όμοια με ροκ σταρ– εμφάνισή της σε εκείνη τη συνέντευξη που αναφερθήκαμε προλογικά; Διότι πλάι στο στεφάνι με το φως που ύμνησε υπήρχε στον κόσμο της, ωσάν διαρκής υπόμνηση, η μπαλάντα των σκοτεινών στιγμών.
Ο σκοτεινός κόσμος
Ο αγαπημένος της πίνακας ήταν ο «Εφιάλτης» του Γιόχαν Φουσέλι. Κατά δήλωσή της, το βιβλίο που τη συντάραξε περισσότερο σε όλη τη διάρκεια της ζωής της ήταν ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ.
Βιβλίο που όπως έχει δηλώσει η ίδια:
«Μου τον χάρισε ο αδερφός μου όταν ήμουνα δώδεκα χρόνων, επειδή δεν μπορούσα να δω την «ακατάλληλη» ταινία με τον Κρίστοφερ Λι. Μετά τους δράκους των παραμυθιών, που τους είχα και αδυναμία, γνώρισα την ηδονή του πραγματικού τρόμου. Γνώρισα όμως και την αγωνία του νυχτερινού εφιάλτη και την παρηγοριά από τα αγαπημένα χέρια που μου σταύρωναν το μαξιλάρι μου».
Από μικρή ταυτίστηκε με τις ιστορίες που άκουγε στο ραδιόφωνο (ο πρόδρομος των μετέπειτα τηλεοπτικών σίριαλ), ενώ πολύ νωρίς μαγεύεται από το θέατρο με αποτέλεσμα να «σέρνει» (σ.σ. δική της έκφραση) τη μητέρα της σε ακατανόητες παραστάσεις.
Μόνο που στη Μαστοράκη η έννοια του τρόμου λαμβάνει μια ρομαντική, εξόχως ποιητική, συνδήλωση. Αποκτάει ένα νοηματικό και εικονοποιητικό χαρακτήρα, γίνεται το «δυναμό» στην ποίησή της, όπως θα φανεί από την πρώτη στιγμή που θα εμφανιστεί στα γράμματα.
Η Ιφιγένεια Μαστοράκη γεννήθηκε το 1949 στου Ζωγράφου, αν και πολύ μετά θα επιλέξει να ζει στην Κυψέλη. Από μικρή ταυτίστηκε με τις ιστορίες που άκουγε στο ραδιόφωνο (ο πρόδρομος των μετέπειτα τηλεοπτικών σίριαλ), ενώ πολύ νωρίς μαγεύεται από το θέατρο με αποτέλεσμα να «σέρνει» (σ.σ. δική της έκφραση) τη μητέρα της σε ακατανόητες παραστάσεις όπως η Δολοφονία του Μαρά. Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σινεμά, θέατρο και δημοσιογραφία
Λάτρεψε από νωρίς τα θεάματα, ρούφηξε από μικρή τη λάμψη του σελιλόιντ και την αναπαραστατική δύναμη του θεάτρου. Ερωτεύτηκε τον Στιβ ΜακΚουίν, αλλά η αγαπημένη της ταινία ήταν «Το κορίτσι με τα παραμύθια» με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ίσως διότι κι εκείνη μέσα στο δικό της σκοτεινό παραμύθι ζούσε με την προσδοκία να του ρίξει το απαραίτητο «καλό» φως. Ναι, το στεφάνι φως.
Δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά ισχύει. Πριν καν εμφανιστεί στα ελληνικά γράμματα, η Τζένη Μαστοράκη θα κάνει πρώτα ένα πέρασμα από τη δημοσιογραφία. Η επιρροή που άσκησε ο αδελφός της, Νίκος Μαστοράκης, στα μουσικά της ακούσματα είναι φανερή. Η μικρή Τζένη θα γράψει πρώτη φορά (επισήμως) στο τεύχος Νο.33 των Μοντέρνων Ρυθμών (μιλάμε τώρα για το 1965), σε ηλικία μόλις 16 ετών.
Η στήλη της νεαρής δημοσιογράφου είχε τίτλο «16χρονες κουβέντες/ Μια σελίδα της Τζένης Μαστοράκη», για να μετονομαστεί αργότερα σε «17χρονες κουβεντούλες» και πιο μετά σε «18χρονες κουβεντούλες».
Στη συνέχεια θα συνεργαστεί και με άλλα περιοδικά όπως η Αθηναία, το Χόμπυ και το Πρώτο, με την στήλη της στο τελευταίο να έχει τίτλο… Δύο σελίδες του «Πρώτου» αφιερωμένες σε ό,τι ενδιαφέρει τη νεολαία.
Από το αρχείο του © Φώντα Τρούσα. |
Πολύ πριν πιάσει στα χέρια της το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, θα εκδώσει το 1966 ένα βιβλίο με τον περίεργο τίτλο Μπητλς & Σία που ήταν έκδοση της Μ Plus M Enterprises, που είχαν ιδρύσει οι Νίκος Μαστοράκης και Α. Μανιατόπουλος. Μπορεί η επίσημη κριτική της εποχής να το αγνόησε, εντούτοις (για την ιστορία) είναι το πρώτο βιβλίο με ροκ και ποπ θεματική που βγήκε ποτέ στη χώρα μας.
Τα πρώτα ποιητικά γυμνάσματα
Τα πρώτα ποιητικά της γυμνάσματα εμφανίζονται στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, ενώ την ποιητική της εκδοχή την εμφανίζει κάποια στιγμή και στους Μοντέρνους Καιρούς (έμμετρες ευτράπελες στιγμές που όμως μέσα στην ελαφράδα της νιότης έδειχναν πως υπήρχε κοίτασμα).
Η πρώτη και σπάνια έκδοση των Διοδίων. |
Τον Ιανούριο του 1971 τυπώνεται η Ποιητική Αντι-ανθολογία του Δημήτρη Ιατρόπουλου, με σύμβουλο έκδοσης τον Θωμά Γκόρπα. Μπορεί σήμερα να μην λέει σε κάποιους τίποτα αυτό το περιοδικό, εντούτοις εκείνα τα χρόνια έδωσε βήμα σε νέους ποιητές που δεν είχαν τα χρήματα ή τον τρόπο να εκδώσουν μια δική τους ποιητική συλλογή.
Κάπως έτσι συνέβη και με την Τζένη Μαστοράκη που εμφανίζεται με μια συλλογή που έχει τίτλο Το Συναξάρι της Αγίας Νιότης/ Ημερολόγιο μιας μακρινής ηλικίας και περιλάμβανε δέκα ποιήματα.
Είναι η πρώτη ένδειξη πως η Μαστοράκη έχει μεγαλώσει πολύ νωρίς για την ηλικία της (μόλις 22 ετών) και θέλει να αποκοπεί από το στενό οικογενειακό περιβάλλον. Κάτι που θα φανεί έντονα στην πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο Διόδια που θα εκδοθεί το 1972 από τις εκδόσεις Κέδρος.
Η Μαστοράκη κατάφερε να μπει από την κύρια πόρτα του Κέδρου (ενός εκδοτικού που εκείνα τα χρόνια συγκέντρωνε κάτω από τις φτερούγες του σημαντικά ονόματα συγγραφέων και ποιητών), χάρη στην επίρρωση του Γιάννη Ρίτσου που έπλεξε το εγκώμιο της ποίησής της, αλλά και της σπουδαίας εκδότριας Νανάς Καλλιανέση.
Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη συλλογή της Το σόι (1978), θα καταπιαστεί με τη μετάφραση ποιημάτων του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Όλα αυτά τη στιγμή που η Ελλάδα βιώνει τη σκληρή δικτατορία του Ιωαννίδη.
Το ποιητικό της αποτύπωμα
Αν και αυτές οι τέσσερις ποιητικές συλλογές δημιουργούν ένα πλήρες ποιητικό corpus (τόσο μεγάλη επιδραστικότητα είχαν), στην ουσία δείχνουν, μια προς μια, τις μεταμορφώσεις που υφίσταται εσωτερικά η Μαστοράκη ως άνθρωπος και ως ποιήτρια.
Στα Διόδια εκφράζεται σε πρώτο πρόσωπο μια ποίηση λιτή που έρχεται να συνομιλήσει με το κοινωνικό αίτημα να αποδιώξει τον απομονωτισμό που επέβαλλε στη χώρα η δικατορία. Αυτή η συλλογή είναι η είσοδός μας στο ποιητικό της σύμπαν που θα εκδιπλωθεί στη συνέχεια.
Στο Σόι ο θάνατος «κατοικοεδρεύει» στους στίχους. Μια από τις βασικές θεματικές της ποίησής της. Πρόκειται για νεκρές μορφές συγγενών και φίλων. Με γλώσσα που μέσα στην πληθωρικότητά της παραμένει ταπεινή, η Μαστοράκη θα αναδείξει την ικανότητά της να σκηνοθεετεί τα ποιήματά της, να τους χορηγεί την αναγκαία υποβλητικότητα για να εκφράσουν νοσταλγία, θλίψη, αλλά χαριτόβρυτη διάθεση.
Φυσικά, δεν λείπει η κοινωνική ματιά, καθώς βλέπει τριγύρω της τη μεταδικτατορική Ελλάδα να πνίγεται μέσα σε ένα τέναγος «αρπαχτής» και κατάρρευσης των οραμάτων. Αφουγγράζεται αυτή την αλλαγή και την αποτυπώνει με ενάργεια, ειλικρίνεια, αλλά ειρωνική ματιά. Η ελληνική οικογένεια (απαπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας) απογυμνώνεται και εμφανίζεται όπως πραγματικά είναι. Είναι φανερό πως εδώ η Μαστοράκη συνομιλεί κυρίως με τον Αναγνωστάκη και δευτερευόντως με τον Σαχτούρη.
Οι επόμενες δύο συλλογές της Ιστορίες για τα βαθιά και κυρίως η τελευταία Μ’ ένα στεφάνι φως, δείχνουν την εξέλικη της ποίησής της. Ο γλωσσικός πλούτος, ο ρυθμός, τα εμβαπτίσματα στον Σολωμό και τα δημοτικά τραγούδια, η θρησκευτική διάσταση, ο θάνατος ως επιτελεστικό γεγονός, το φως που λούζει την πόλη, όλα μαζί, σε μια σκηνοθεσία που άλλοτε θυμίζει Σαχτούρη κι άλλοτε Σινόπουλο, δημιουργούν ένα σύμπαν ολότελα δικό της.
Η Μαστοράκη διεκδικεί την αγνότητα του φωτός ακόμη και μέσα στη βαριά σκιά του θανάτου. Δεν πρόκειται όμως για μια μάχη δίχως τέλος, αλλά για μια σύζευξη, αλλά και μια διαρκής προσπάθεια της ποιήτριας να στάζει συνεχώς και αδιαλείπτως σταγόνες φωτός μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι.
Φως και θάνατος συνυπάρχουν (να μια ακόμη συγγένεια με τον Σολωμό). Η Μαστοράκη διεκδικεί την αγνότητα του φωτός ακόμη και μέσα στη βαριά σκιά του θανάτου. Δεν πρόκειται όμως για μια μάχη δίχως τέλος, αλλά για μια σύζευξη, αλλά και μια διαρκής προσπάθεια της ποιήτριας να στάζει συνεχώς και αδιαλείπτως σταγόνες φωτός μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι. Κάθε στίχος της είναι και μια λαμπρή σταγόνα από φως. Η δεύτερη ποιητική περίοδός της θα αποκτήσει νόημα και ουσία. Έκτοτε, σιωπή. Τουλάχιστον ποιητική.
Ο Φύλακας στη Σίκαλη και άλλες μεταφράσεις
Τη χρονιά που θα εκδοθεί Το σόι θα παραδώσει τη μετάφραση ενός έργου που θα τη σημαδέψει και θα την ακολουθήσει για πολλές δεκαετίες. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Σάλιτζερ Φύλακας στη Σίκαλη.
.
Αρχικά η μετάφραση ήταν για λογαρισμό των εκδόσεων Επίκουρος. Ωστόσο, αυτό το κείμενο θα μείνει ενεργό μέσα της, σχεδόν θα τη στοιχειώσει. Με αποτέλεσμα πολλά χρόνια μετά να αποφασίσει να το κοιτάξει ξανά αλλάζοντας τον αρχικό τίτλο. Ο νέος που πρότεινε ήταν Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης (εκδ. Γράμματα) που ξένισε πολλούς και, τελικά, δεν κατάφερε να μείνει στη συνείδηση του κόσμου. Ωστόσο, ήθελε θάρρος από τη μεριά της να τα βάλει ξανά μ’ αυτό το βιβλίο, αλλά και τη δική της αρχική προσπάθεια.
Τα κατοπινά χρόνια θα διατρέξει τη ξένη λογοτεχνία μέσω της μετάφρασης. Θα μας προσφέρει μεταφράσεις από τα έργα των: Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέτι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλερ, Λιούις Κάρολ, Τζόρτζιο Μανγκανέλι, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέιν, Μιγέλ δε Θερβάντες, Χάουαρντ Μπάρκερ, Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ, κι ακόμη, τον Πετροτσουλούφη του Χάινριχ Χόφμαν, καθώς και παραμύθια των Αδελφών Γκριμ.
Τα βραβεία
Για το ποιητικό της έργο έχουν γραφτεί κριτικές, μελέτες και διατριβές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το έργο της, μεταφρασμένο στις κυριότερες γλώσσες της Δύσης, διδασκόταν σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Με το έργο της έχουν, μάλιστα, ασχοληθεί μεγάλα ονόματα των Γραμμάτων μας, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, η Σόνια Ιλίνσκαγια, ο Δημήτρης Μαρωνίτης.
Και η ίδια, ασφαλώς, έχει τιμήσει, με πρωτότυπα κείμενα ποιητές και ποιήτριες όπως οι Διονύσιος Σολωμός, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Αρης Αλεξάνδρου, Γιάννης Κοντός, Ρένα Χατζηδάκη. Στα κείμενα αυτά, όπως έχει σημειωθεί και στο σκεπτικό της επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας που της απένειμε το 2020 το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική της προσφορά, «διαφαίνεται η άρρηκτη σχέση γραφής και ανάγνωσης και η βιωματική εμπλοκή της με τη γλώσσα, την ιστορία και τη λογοτεχνία».
Επιπλέον, η επιτροπή σημείωνε τότε: «Η Τζένη Μαστοράκη, με την αδιάλειπτη και ποιοτική προσφορά της στα ελληνικά γράμματα, κατόρθωσε να διαμορφώσει μια μοναδική πορεία, η οποία στηρίχθηκε στην επίμονη και ενδελεχή αφοσίωσή της στην ελληνική (γραπτή και ομιλούσα) γλώσσα, στην ανάδειξη γόνιμων περιοχών του ποιητικού παρελθόντος και στη δημιουργική ανάπλασή του, στη λογοτεχνική γνώση και τόλμη και στην υπογράμμιση της ζωτικής σημασίας των αφηγήσεων (κοινωνικοπολιτικών, οικογενειακών, έμφυλων, προσωπικών) στη χαρτογράφηση της μνήμης, των συναισθημάτων και της ίδιας της ύπαρξης στην ιστορική της προοπτική.«
Με εφαλτήριο την αντήχηση των ρομαντικών επιτευγμάτων, το κληροδότημα των μεταπολεμικών γενιών, το στίγμα της μεταπολίτευσης, η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη κατόρθωσε εντέλει να αποτυπώσει την εσωτερική και περίπλοκη περιπέτεια του ανθρώπου μέσα στον χρόνο».
Το 1989, το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης τής απένειμε το βραβείο Thornton Niven Wilder. Το 1992 επίσης βραβεύτηκε από τη Διεθνή Επιτροπή Παιδικού Βιβλίου (ΙΒΒΥ, International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου «Ο ταξιδιώτης της αυγής». Θεατρικές της μεταφράσεις έχουν παρασταθεί, μεταξύ άλλων, στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων του Λευτέρη Βογιατζή και στο Εθνικό Θέατρο.
Το ύστατο χαίρε
Ο αδελφός της, Νίκος Μαστοράκης, έγραψε στην προσωπική του σελίδα στο Facebook:
«Η Τζένη μας έφυγε. Άφησε σήμερα την τελευταία της δύσκολη ανάσα. Η μικρή μου αδελφή, σημαντική ποιήτρια, μητέρα, γιαγιά και αδελφή που μας αγάπησε πολύ και που πολύ την αγαπήσαμε, την αγαπάμε και θα την αγαπάμε. Σας παρακαλώ, αντί για συλλυπητήρια, δώστε την αγάπη σας σ’ εκείνους που κρατάτε πολύτιμους στη ζωή σας».
Ο Νίκος Μαστοράκης με τη μικρή αδελφή του, Τζένη. Τη φωτογραφία ανέβασε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο Νίκος Μαστοράκης. |
Πληροφορούμενη την απώλεια της Τζένης Μαστοράκη, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η απώλεια της Τζένης Μαστοράκη μας στερεί μία από τις μεγαλύτερες μορφές των σύγχρονων Γραμμάτων μας», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη πληροφορούμενη την απώλεια της σπουδαίας ποιήτριας. «Εκπρόσωπος της Γενιάς του 70, μας καταλείπει ένα ποιητικό έργο, το οποίο πέρασε τα σύνορα και γνώρισε πολλές ξενόγλωσσες εκδόσεις. Διακρίνεται για το απόλυτα προσωπικό του στίγμα, αναδεικνύοντας την άρρηκτη σχέση γραφής και ανάγνωσης αλλά και την πολύχρονη βιωματική εμπλοκή της δημιουργού με τη γλώσσα, την ιστορία και τη λογοτεχνία.
Η Τζένη Μαστοράκη υπήρξε κορυφαία μεταφράστρια. Αναμετρήθηκε με κλασικά και σύγχρονα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από την πεζογραφία, την ποίηση, το θέατρο, αλλά και εμβληματικά δοκίμια, από διαφορετικές γλώσσες. Μας πρόσφερε μεταφράσεις που αποτελούν σημεία αναφοράς, τόσο για τα ίδια τα έργα, όσο και για τον επανακαθορισμό του μεταφραστικού είδους. Το μεταφραστικό corpus της Τζένης Μαστοράκη, το οποίο συγκρότησε επί δεκαετίες, με αφοσίωση, επίμονη και επίπονη δουλειά, διακρίνεται για τη γλωσσική του ακρίβεια και το ξεχωριστό αισθητικό του αποτύπωμα.
Μέσω της μακράς πορείας της αναδείχθηκε σε μοναδική περίπτωση των ελληνικών Γραμμάτων, που τίμησε με την αδιάλειπτη και ποιοτική, χωρίς εκπτώσεις, προσφορά της. Στο έργο της συνδύασε την ασυμβίβαστη μέριμνα για τη γλώσσα με τη δημιουργική ανάπλαση του παρελθόντος, τη χαρτογράφηση της μνήμης και τη σιωπηλή, αλλά εκφραστικότατη αφομοίωση του βιώματος.
Η Τζένη Μαστοράκη σπάνιος άνθρωπος, σπάνιος δημιουργός, με παραδειγματική αφοσίωση στην Τέχνη, δεν επεδίωξε ποτέ την περιττή και άσκοπη δημοσιότητα. Πρόλαβε, όμως, να χαρεί την αναγνώριση του έργου της, όπως πιστοποιούν οι πολυάριθμες βραβεύσεις της, με εξέχουσα την απονομή του Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων 2020. Στην οικογένειά της και στους φίλους της, απευθύνω τα πιο ειλικρινή μου συλλυπητήρια», καταλήγει η υπουργός Πολιτισμού.
H ανακοίνωση της Εταιρείας Συγγραφέων και της Έρης Σταυροπούλου
«Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο της διακεκριμένης ποιήτριας και μεταφράστριας, μέλους της Εταιρείας Συγγραφέων, Τζένης Μαστοράκη. Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε το 1949 στου Ζωγράφου. Σπούδασε Βυζαντινή Φιλολογία στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με το "Συναξάρι της Αγίας Νιότης", ποιήματα που περιλήφθηκαν στην "Αντι-ανθολογία" του Δημήτρη Ιατρόπουλου, το 1971. Δημοσίευσε τέσσερεις ποιητικές συλλογές: Τα διόδια (1972), Το σόι (1978), Ιστορίες για τα βαθιά (1983), Μ' ένα στεφάνι φως (1989). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες και περιοδικά στο εξωτερικό. Ανήκε στη Γενιά του '70.
Υπήρξε συστηματική μεταφράστρια από την αγγλική, τη γερμανική, την ιταλική και την ισπανική γλώσσα. Το 1989 βραβεύθηκε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια με το βραβείο Thornton Niven Wilder για το μεταφραστικό της έργο. Το 1992 βραβεύτηκε επίσης από τη Διεθνή Επιτροπή Παιδικού Βιβλίου (ΙΒΒΥ, International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου Ο ταξιδιώτης της αυγής του Κλάιβ Στέιπλς Λιούις. Το 2020 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Εκ μέρους του Δ.Σ. και των μελών της Εταιρείας Συγγραφέων εκφράζουμε τα βαθύτερα και ειλικρινή μας συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους της.
Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει αύριο Πέμπτη 1.8 στον Ιερό Ναό της Αγίας Ζώνης (Επτανήσου 70, Κυψέλη) στις 11.30 π.μ. , και θ' ακολουθήσει η ταφή στο Νεκροταφείο Ζωγράφου».
Η Έρη Σταυροπούλου, αντιπρόεδρος της Ε.Σ., γράφει:
«Για την Τζένη, τη φίλη από τα παλιά
Με την Τζένη Μαστοράκη μάς συνδέουν πολλά με πρώτο το ότι γεννηθήκαμε την ίδια μέρα της ίδιας χρονιάς. Ήταν λοιπόν εύκολο να θυμόμαστε να ανταλλάζουμε ευχές στα γενέθλιά μας! Μας βάφτισαν με μεγαλοπρεπή ονόματα, Ιφιγένεια εκείνη, Ερασμία-Λουίζα εμένα, που γρήγορα τα κρύψαμε πίσω από δισύλλαβα υποκοριστικά.
Πρωτοσυναντηθήκαμε στα έδρανα της Φιλοσοφικής της Αθήνας πρωτοετείς το 1967, εγώ στη Νεοελληνική και εκείνη στη Βυζαντινή Φιλολογία. Με γοήτευσε η φωτεινή και ταυτόχρονα σοβαρή σχεδόν δωρική μορφή της και το υποδόριο χιούμορ της. Αργότερα στην εικόνα της προστέθηκαν το τσιγάρο στο χέρι και η εντυπωσιακή σεμνότητα μαζί με την απλόχερη τρυφερότητα.
Χρόνια αργότερα μου έγραφε: «Αγαπημένη μου Έρη, παλιά μου φίλη. Έχει περάσει καιρός από τότε που κρατούσαμε πυρετωδώς σημειώσεις στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, και που το Συναξάριον του Τιμημένου Γαϊδάρου ήταν (συν-πλην) όλη η λογοτεχνία των φοιτητικών μας θρανίων. Κι ωστόσο, μου φαίνεται σαν χτες. Το πολύ, προχτές. Γιατί αυτά που μοιραστήκαμε, από μακριά κι από κοντά, τόσα και τόσα χρόνια, ήταν απείρως περισσότερα. Και πρώτα πρώτα τα γενέθλιά μας!»
Χρόνια δίσεκτα, τα βουβά πρώτα χρόνια της δικτατορίας στο πανεπιστήμιο, με τον απόηχο του Μάη του '68 και των κινητοποιήσεων στα αμερικανικά πανεπιστήμια να φτάνουν διαθλασμένα και με δυσκολία ως εμάς. Φτάνανε πάντως.
Η επιστήμη μας στραμμένη όλως διόλου στο παρελθόν και ανάμεσα στους καθηγητές ελάχιστες μικρές οάσεις πνευματικής και ψυχικής προσφοράς. Τις διαφυγές του τις όριζε και τις αναζητούσε ο καθένας από μας μόνος του. Η Μαστοράκη είχε ανοίξει από χρόνια το παράθυρο της ποίησης. Στους στίχους της βρίσκουμε σοφά τοποθετημένα τα ψήγματα από όσα είχε τότε σπουδάσει.
Όταν ξανασυναντηθήκαμε στα χρόνια της ωριμότητας, ξέραμε ότι υπήρχαν κοινοί δεσμοί φιλίας, αμοιβαίας κατανόησης, καθώς κι ένα επιπλέον θέμα συζήτησης, οι κόρες μας και η ενασχόληση τους με το θέατρο.
Όταν ξανασυναντηθήκαμε στα χρόνια της ωριμότητας, ξέραμε ότι υπήρχαν κοινοί δεσμοί φιλίας, αμοιβαίας κατανόησης, καθώς κι ένα επιπλέον θέμα συζήτησης, οι κόρες μας και η ενασχόληση τους με το θέατρο. Ωστόσο, ένα θέμα που δεν προέκυψε ποτέ στις φιλικές μας συναντήσεις ήταν η ποίηση. Ακόμη κι όταν εγώ ρωτούσα, η Τζένη δεν απαντούσε. Δεν θα χρειαζόταν ίσως, την παρουσία της ποίησης την αισθανόμασταν βαθιά κι οι δυο. Άλλωστε η ίδια έχει πει: «Δεν κουβεντιάζονται τα ποιήματα».
Από τις εμβληματικές ποιήτριες της γενιάς του '70, δηλώνει εκ των υστέρων για τα κοινά χαρακτηριστικά εκείνης της σειράς ποιητών, που ήταν όμως και τα χαρακτηριστικά της γενιάς μας: «Τα μόνα 'συστατικά' που μπορώ να σκεφτώ, αφορούν την κοινή καταγωγή μας: Γεννηθήκαμε από ανθρώπους της Κατοχής και του Εμφύλιου. Βρεθήκαμε φορτωμένοι με κληρονομικά τραύματα, πολιτικά και κοινωνικά, που δεν πολυξέραμε τι να τα κάνουμε. Διανύσαμε σχεδόν συνειδητά (στις διάφορες ηλικίες μας) δύο ανεπανάληπτες δεκαετίες, του '60 και του '70. Γνωρίσαμε παράλογες απαγορεύσεις κάθε είδους. Μεθύσαμε με όλα τα απαγορευμένα: βιβλία, μουσικές, ταινίες, ιδέες. Νιώσαμε από τις ίδιες τις συνθήκες την ανάγκη να μιλήσουμε δυνατά, δημοσιεύοντας, άλλοι μέσα σε μια στρατιωτική δικτατορία (σπρωγμένοι από τον άνεμο της «Συνέχειας» και των «Δεκαοχτώ Κειμένων»), άλλοι στο χάος μιας μεταπολίτευσης που ήταν απελπισμένη και κοσμογονική. Προλάβαμε να ζήσουμε, τότε παλιά, μια εποχή όπου τα ποιήματα μπορούσαν ν' αλλάξουν τον κόσμο.»
Η πρώτη συλλογή της εκδόθηκε το 1972, χρονιά αποφοίτησής της από το Πανεπιστήμιο. Τίτλος άμεσα δηλωτικός: Διόδια, η αναγκαία πληρωμή για να αρχίσει κανείς μια νέα διαδρομή. Σε αυτή τη διαδρομή προχώρησε σταδιακά οικοδομώντας με τα δικά της ποιητικά υλικά έναν χώρο που περιχαρακώνει και «κατοικεί». Στις δύο πρώτες συλλογές φρόντισε να αποδομήσει τον υπάρχοντα κόσμο της και στις δύο επόμενες να συνθέσει τον καινούργιο. Στην ποιητική γενιά του '70, που έχει χαρακτηριστεί ως γενιά της «αμφισβήτησης» ή της «άρνησης» η κατάθεση αυτή της Μαστοράκη θεωρώ ότι συνιστά τη δική της πρόταση, την οποία κατόρθωσε να ολοκληρώσει μέσα στις τέσσερεις ποιητικές της συλλογές.
Από την εξωτερική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, την οποία σχολιάζει με λόγο λιτό, πέρασε στο ζήτημα των ενδοοικογενειακών σχέσεων, για να καταβυθιστεί κατόπιν στο πιο ιδιωτικό συναίσθημα, τον έρωτα, μέσα σε ένα εξαιρετικά σκηνογραφημένο και εντυπωσιακά σκηνοθετημένο δράμα. Η συνολική κίνηση είναι σαφώς ελικοειδής από έξω προς τα μέσα, προς τον πυρήνα της ύπαρξης. Παράλληλα εντείνεται η συνομιλία της με τον ξένο ποιητικό λόγο, ο διάλογος με τους ομότεχνους που φαίνεται να λειτουργεί επιβοηθητικά για τη δημιουργία εντέλει ενός σταθερού στοιχείου, ενός προστατευτικού πλέγματος για την ψυχή και τον συναισθηματικό κόσμο.
Από την άποψή αυτή δεν μπορώ να μιλήσω για το τέλος της ποιητικής δημιουργίας της Τζένης Μαστοράκη αλλά για την ολοκλήρωση της ποίησής της και την κατοπινή σχεδόν ολοκληρωτική αφιέρωσή της στη μετάφραση με λαμπρά κι εδώ αποτελέσματα».
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.