Με ανακοίνωσή της η Εταιρεία Συγγραφέων ενημερώνει για τον θάνατο της Άντειας Φρατζή. «Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε την αιφνίδια απώλεια του μέλους της Εταιρείας μας, ποιήτριας και φιλολόγου Άντειας Φραντζή».
Επιμέλεια: Book Press
Η Άντεια Φραντζή γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ήταν διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Σορβόννη. Δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1985-2012). Συνεργάστηκε με το τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ και διετέλεσε προσκεκλημένη καθηγήτρια στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Είχε δημοσιεύσει οκτώ ποιητικά βιβλία (και μια συγκεντρωτική έκδοση), ένα βιβλίο για παιδιά, καθώς και τόμους με άρθρα, φιλολογικές μελέτες, κριτικές εκδόσεις και μεταφράσεις. Μετά το 1975 υπήρξε συστηματική συνεργάτιδα του περιοδικού Αντί.
Ο Αλέξης Ζήρας, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας μας και π. Πρόεδρος του Δ.Σ. της γράφει στη μνήμη της:
Για την Άντεια Φραντζή, την αλησμόνητη.
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από την Άντεια είναι η φιλόξενη και εγκάρδια υποδοχή της στο υπόγειο, λουσμένο στο σκληρό φως από τις λάμπες φθορίου, της Δημοχάρους 60. Τραπέζια με χαρτιά και είδη γραφής φύρδην μίγδην, η βαριά οσμή του καπνού από τα τσιγάρα, βιβλία σε στοίβες στο πάτωμα και τα μόνα ίσως τακτοποιημένα μέσα εκεί, στον μυθικό για πολλούς σήμερα χώρο των γραφείων του Αντί, ήταν τα τεύχη του περιοδικού που ήδη είχαν κυκλοφορήσει, απλωμένα σ΄ ένα μακρύ ράφι πάνω στον τοίχο. Ήταν μια από τις πιο αγαπημένες φροντίδες της. Μια αδιάκοπη προσπάθεια να υπάρξει μια (απαραίτητα) τακτοποιημένη γωνιά μέσα στο πέριξ χάος που πολλές φορές ήταν ο μοιραίος συνοδός του νεανικού ενθουσιασμού που μας κυρίευε. Και πρώτ΄ απ΄ όλα της αυταπάτης μας ότι τώρα γράφουμε ιστορία! 1976. Στα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια που σύχναζα εκεί, γράφοντας πολλές φορές την τελευταία στιγμή, «επί του μαρμάρου» όπως έλεγαν οι χειρώνακτες τυπογράφοι, τις συνεργασίες μου, διασταυρώθηκα αμέτρητες φορές με την συνήθως σιωπηλή, αφοσιωμένη και αφιερωμένη (όπως κατάλαβα αργότερα) σε ό,τι είχε αναλάβει, `Αντεια. Δεν ήθελε να φαίνεται, να τραβάει την προσοχή, ωστόσο όποια και όποιος κατέβαινε τα σκαλιά της Δημοχάρους δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβει ότι εκείνη ήταν από τα ελάχιστα πρόσωπα εκεί μέσα που με την εγκαρτέρησή της απέπνεε ευστάθεια και ηρεμία σ΄ ένα περιβάλλον συνήθως ηλεκτρισμένο, με φωνές και εκρήξεις. Το άλλο πρόσωπο -σκέπτομαι τώρα- που απέπνεε ανάλογη ηρεμία ήταν ο Αντρέας Φραγκιάς, όταν τύχαινε να έρθει, κατευθυνόμενος στο βάθος, στο μικρό γραφείο του Χρήστου Παπουτσάκη. `Η για να θυμηθώ έναν ακόμα: την αλλόκοτη, αφανή σήμερα, μεσοπολεμική φιγούρα του μανιώδους συλλέκτη Διονύση Φλάμπουρα, στον οποίο κανείς πια δεν αναφέρεται.
Αν και δεν ήταν καθόλου απόμακρη η Άντεια από τις λογής στρατεύσεις και πολιτικοποιήσεις, υποστηρίζοντας, όσο τη θυμάμαι, με κοριτσίστικη θέρμη και με τη γυναικεία διάθεση του μέτρου, την «ανανεωτική αριστερά», στην ποίηση που έγραφε τότε, στα ΄76-΄77, διάλεγε να στέκεται μακρύτερα, από τη θέση ενός ψυχραιμότερου παρατηρητή.
Με την Άντεια ήμασταν συνομήλικοι, αλλά εκείνη δεν την είχε παρασύρει η τάση της εποχής για βιασύνη και ευκολία: το να ειπωθούν και να γίνουν όλα, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Η μεταπολίτευση που τότε, έτσι όπως ήμασταν κάτι άλλο, δεν την βλέπαμε με τη διπλή όψη (αισιόδοξη και δυσοίωνη) του Ιανού. Αν και δεν ήταν καθόλου απόμακρη η Άντεια από τις λογής στρατεύσεις και πολιτικοποιήσεις, υποστηρίζοντας, όσο τη θυμάμαι, με κοριτσίστικη θέρμη και με τη γυναικεία διάθεση του μέτρου, την «ανανεωτική αριστερά», στην ποίηση που έγραφε τότε, στα ΄76-΄77, διάλεγε να στέκεται μακρύτερα, από τη θέση ενός ψυχραιμότερου παρατηρητή. Εστιάζοντας περισσότερο στα έσω, ας πούμε στον μετασχηματισμό και όχι στην άμεση περιγραφή ενός συναισθήματος. Κάτι που θα έλεγα πως δεν άλλαξε και στα επόμενα χρόνια. Την συνέπαιρνε, λόγου χάριν, ο «σκορπισμένος βίος» της Μάτσης Χατζηλαζάρου, συμμεριζόταν ίσως το σπαταλημένο αλλά και γόνιμο πάθος για τους άντρες της ζωής της, από τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Ανδρέα Καμπά ως τον Χαβιέ Βιλατό, η ερωτική φλόγα που καίει τα πάντα. Αλλά κρατούσε για εκείνην και πάνω εκεί έχτιζε τη δική της πυκνή ποιητική γλώσσα, το μεταίσθημα του βιώματος, αυτό που απομένει ως πνευματικότητα του σώματος, τουλάχιστον κατά τον τρόπο της ύστερης σονετογραφίας της στο Στεφάνι (1993). Αυτή η έλλειψη βιασύνης, η τήρηση μιας απόστασης, ο δισταγμός, η περίσκεψη, νομίζω ότι καθόρισαν τη «συγκρατημένη» διαδικασία με την οποία κινήθηκαν έπειτα οι σπουδές της στη Σορβόννη όπως και η χαμηλών τόνων σταδιοδρομία της στο πανεπιστήμιο. Καθόρισαν ωστόσο και την ίδια τη ζωή της, ή μήπως συνέβαινε το αντίστροφο και η ιδιοσυγκρασία της ήταν που έδωσε τον δικό της ρυθμό σε όλα; Δεν υπερβάλλω, επαναλαμβάνοντας εδώ ότι μαζί της η Άντεια πήρε και ένα μέρος της νεότητάς μας.
[1 Ιουν.2024] ΑΛΕΞΗΣ Σ. ΖΗΡΑΣ
Εκ μέρους του Δ.Σ. και των μελών της Εταιρείας Συγγραφέων εκφράζουμε τα βαθύτερα και ειλικρινή μας συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους της.