Η συγγραφική κόντρα μεταξύ του Χ.Τζ. Γουέλς [H.G. Wells] και το μέντορά του Χένρι Τζέιμς [Henry James] περιλαμβάνει ορισμένες από τις πιο απολαυστικές περιγραφές στην προσπάθεια κατεδάφισης του κρινόμενου.
Επιμέλεια: Σόλωνας Παπαγεωργίου
Το 1915, ο Χ.Τζ. Γουέλς [H.G. Wells] δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Boon», στο οποίο σατιρίζει το υπερβολικά περίπλοκο ύφος του μέντορά του Χένρι Τζέιμς [Henry James] απεικονίζοντάς τον σαν έναν ιπποπόταμο που προσπαθεί να σηκώσει ένα μικροσκοπικό μπιζέλι που είχε πέσει σε μια γωνιά της φωλιάς του.
«Για εμένα είσαι ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος των γραμμάτων της γενιάς σου – για την ακρίβεια, ο μόνος ενδιαφέρων», είχε γράψει κάποτε ο Χένρι Τζέιμς στον Χ. Τζ. Γουέλς, προτού χωρίσουν οι δρόμοι τους.
Οι δυο συγγραφείς γνωρίστηκαν επισήμως το 1898. Ο Γουέλς, ετών τριάντα δύο, είχε ήδη εκδώσει κάποια από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της πορείας του, όπως τη Μηχανή του χρόνου, τον Αόρατο άνθρωπο, κ.ά., τα οποία είχαν αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό, μα είχαν αγνοηθεί από τους περισσότερους κριτικούς της εποχής, που τα περιφρονούσαν ως «επιστημονικές μυθιστορίες» – ή, έργα «επιστημονικής φαντασίας», όπως ονομάστηκε κατόπιν το συγκεκριμένο είδος. Από την άλλη, ο Τζέιμς, ετών πενήντα πέντε, είχε μόλις ολοκληρώσει Το στρίψιμο της βίδας, μα είχε βυθιστεί σε μελαγχολία, εφόσον οι αναγνώστες δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για τα προηγούμενα βιβλία του, και το θεατρικά του έργα είχαν εισπράξει αρνητικές κριτικές. Για την ακρίβεια, τρία χρόνια νωρίτερα, το 1895, σε μια θεατρική παράσταση την οποία έτυχε να παρακολουθήσει κι ο Γουέλς, οι θεατές είχαν αποδοκιμάσει τον Τζέιμς μόλις εμφανίστηκε επί σκηνής για να υποκλιθεί.
Εκείνη την περίοδο, ο Τζέιμς, ένας δόκιμος συγγραφέας που έδειχνε απόλυτη αφοσίωση στο έργο του, περιτριγυριζόταν συχνά από νεαρούς διανοούμενους. Ο Τζέιμς πήρε υπό την προστασία του τον Γουέλς, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του μέντορά του· οι δυο τους αντάλλασαν συχνά επιστολές κι απόψεις για τον ρόλο και τη σημασία της τέχνης και της λογοτεχνίας. Από αυτές τις πρώτες επιστολές, γίνεται ξεκάθαρο πως οι συγκεκριμένοι συγγραφείς ανέκαθεν ακολουθούσαν διαφορετικές φιλοσοφίες. Ο Τζέιμς ήταν γνωστός για τα πειραματικά βιβλία του, στα οποία υιοθετούσε συχνά τον μακροπερίοδο λόγο. Κατέκρινε όσους πίστευαν πως η λογοτεχνία πρέπει να περνά ηθικά μηνύματα, και ο ίδιος, μέσα από το έργο του, προσπαθούσε κυρίως να χαρτογραφήσει τη συνείδηση των πρωταγωνιστών του. Από την άλλη, ο Γουέλς ενδιαφερόταν για θέματα που αφορούσαν στην ανθρώπινη ηθική και στην αλήθεια, και ισχυριζόταν πως ήταν ένας δημοσιογράφος που προσέγγιζε τη λογοτεχνία με τη ματιά ενός κοινωνιολόγου.
Σύμφωνα με τους κριτικούς λογοτεχνίας Λέοντα Έντελ και Γκόρντον Νόρτον Ρέι:
«Μια ακόμα θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα. Ο Τζέιμς κοιτούσε καταπρόσωπο την πραγματικότητα και την άλλαζε απροκάλυπτα, χαρίζοντάς της τη μορφή που επιθυμούσε ο ίδιος: μετέτρεπε τον κόσμο σε τέχνη. Ο Γουέλς επίσης κοιτούσε καταπρόσωπο την πραγματικότητα – και κάπου εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες μεταξύ τους. Η οπτική του θυμίζει την οπτική ενός πολιτικού ή ενός αρχηγού συνδικαλιστικής οργάνωσης: για αυτόν, η πραγματικότητα δεν γινόταν να υποταχθεί στην αλχημεία της φαντασίας· αντιθέτως, έπρεπε να χειραγωγηθεί με όλα τα μέσα που μας προσφέρει η ανθρώπινη ευφυΐα. Ξέρουμε, για παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο ο Τζέιμς θα παρατηρούσε ένα κτήριο: θα μελετούσε το χρώμα της επιφάνειάς του, θα συλλογιζόταν τη σχέση που είχε με το παρελθόν και τους ανθρώπους, τα συναισθήματα που προξενούσε, τα όμορφα και τα άσχημα στοιχεία του· κι επειδή, χάρη στη φαντασία του, θα λάτρευε το κτήριο για τις ανθρώπινες αρετές που αυτό θα φανέρωνε, δεν θα σκεφτόταν σε καμία περίπτωση να το κατεδαφίσει, όπως δεν θα σκεφτόταν σε καμία περίπτωση να ανατρέψει τις ιεραρχίες που υφίσταντο στον κόσμο. Αν ο Γουέλς κοιτούσε το ίδιο κτήριο, θα επικεντρωνόταν περισσότερο στη χρησιμότητά του για τους ανθρώπους και δεν θα τον ενδιέφεραν ιδιαιτέρως οι άλλοι συσχετισμοί ή οι αισθητικές αρετές του. Αν δεν είχε κάποια χρησιμότητα για τους ανθρώπους, θα το κατεδάφιζε και θα έχτιζε στη θέση του κάτι πιο λειτουργικό».
Για αρκετά χρόνια, ο Γουέλς συνήθιζε να στέλνει τα βιβλία του στον μέντορά του, ο οποίος του απαντούσε γράφοντάς του τις παρατηρήσεις του. Και παρόλο που ο Γουέλς αρχικά σεβόταν τις θέσεις του δασκάλου του, από ένα σημείο κι έπειτα άρχισε να γίνεται πιο περιφρονητικός.
Ο Γουέλς εξέφρασε ανοιχτά τις διαφωνίες του σε μια διάλεξή του, απορρίπτοντας τη νοοτροπία της «τέχνης για την τέχνη» και εξηγώντας, εμμέσως πλην σαφώς, πως οι απόψεις του Τζέιμς ήταν εσφαλμένες. Ως απάντηση, ο Τζέιμς έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Το νέο μυθιστόρημα», στο οποίο επέκρινε την τεχνική πολλών νέων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και του Γουέλς.
Η παραπάνω εικόνα είναι σχέδια από την πρώτη έκδοση του «Boon».
Το 1915, ο Γουέλς αντεπιτέθηκε δημοσιεύοντας το μυθιστόρημα Boon, στο οποίο σατιρίζει το υπερβολικά περίπλοκο ύφος του Τζέιμς, απεικονίζοντάς τον σαν έναν ιπποπόταμο που προσπαθεί να σηκώσει ένα μικροσκοπικό μπιζέλι που είχε πέσει σε μια γωνιά της φωλιάς του.
Αφού ο Τζέιμς διάβασε το βιβλίο του πρώην προστατευόμενου του, ενημέρωσε τον Γουέλς πως ήταν πληγωμένος που ένας συνάδελφός του τον χαρακτήριζε δημόσια «εξαιρετικά ματαιόδοξο και κενό».
Η απάντηση του Γουέλς ήταν η εξής:
«Για εσένα, η λογοτεχνία είναι όπως η ζωγραφική, αποτελεί αυτοσκοπό, για εμένα η λογοτεχνία είναι όπως η αρχιτεκτονική, είναι το μέσο, έχει μια χρησιμότητα. Αισθάνθηκα πως η οπτική σου θεωρείτο υπερβολικά εξέχουσα από τον κόσμο της κριτικής και την αμφισβήτησα, υπό συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού. Γράφοντας αυτά τα πράγματα για εσένα, κατάφερα για πρώτη φορά να λυτρωθώ από την εμμονή αυτής της διαμάχης. Το Boon είναι απλώς ένα καλάθι αχρήστων. Κάποιες σελίδες του γράφτηκαν προτού φύγω από το σπίτι μου στο Σάντγκεϊτ (1911) και καθώς ανέτρεχα σε κάποια παλιά χαρτιά, τις ξαναβρήκα, θεώρησα πως είχαν μια εκφραστική δύναμη κι έτσι, συνέχισα να γράφω το βιβλίο τον περασμένο Δεκέμβριο. Προτιμώ να με αποκαλούν δημοσιογράφο παρά καλλιτέχνη, αυτή είναι η ουσία, και δεν υπήρχε κανένας άλλος πιθανός ανταγωνιστής πέρα από εσένα. Αλλά από τότε που τυπώθηκε, έχω μετανιώσει εκατοντάδες φορές που δεν μίλησα για την έντονη και ανεπίλυτη διαφωνία μας με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο».
Κατόπιν, ο Τζέιμς επανήλθε με μία ακόμα επιστολή:
«Αγαπητέ μου Γουέλς,
Είμαι υποχρεωμένος να σου πω πως δεν πιστεύω πως η επιστολή σου δικαιολογεί τους κακούς τρόπους του Boon, κατά τη γνώμη του κακόμοιρου, γέρου Χένρι Τζέιμς σου – και γράφω “σου” απλώς και μόνο επειδή παλαιότερα ήμουν δικός σου, με τον πιο φιλελεύθερο, αδιάκοπτο, ανιδιοτελή, τον πιο θαυμαστό και άφθονο κριτικό τρόπο από τότε που ξεκίνησες να γράφεις: και υπάρχουν άφθονα τεκμήρια για να το επιβεβαιώσουν αυτό. Η σύγκριση ενός βιβλίου με ένα καλάθι αχρήστων μού φαίνεται πως είναι το αντίθετο της ευτυχίας, γιατί αυτά που πετάμε σε αυτό το καλάθι είναι ακριβώς αυτά που δεν δημοσιεύουμε για να παρουσιάσουμε την εκτίμησή μας για το έργο ενός σύγχρονού μας. […]
Διαφωνώ καθέτως με τον ισχυρισμό πως υπάρχουν αισθητικά καθορισμένες διαφορές όσον αφορά στο πόσο ανοιχτά είναι τα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, και πιστεύω πως η διάκριση μεταξύ μιας μορφής που θυμίζει τη ζωγραφική και μιας μορφής που θυμίζει την αρχιτεκτονική είναι εντελώς άκυρη. Σε καμία περίπτωση η αρχιτεκτονική δεν παραπέμπει σε κάποια αισθητική “χρηστικότητα” περισσότερο από τα υπόλοιπα είδη τέχνης· […] Η τέχνη δημιουργεί τη ζωή, προσδίδει ενδιαφέρον, αναδεικνύει τη σημασία, επιτρέπει την εξέταση και την εφαρμογή όλων των πραγμάτων, και δεν γνωρίζω κανένα υποκατάστατο που να έχει την ίδια δύναμη, την ίδια ομορφιά».
Φαίνεται πως ο ηλικιωμένος Χένρι Τζέιμς αντιμετώπισε με το γάντι τον Χ. Τζ. Γουέλς στην τελευταία επιστολή που του έστειλε. Το Boon, το οποίο ομολογουμένως καυτηριάζει και ορισμένες από τις απόψεις του ίδιου του δημιουργού του, επαινέθηκε από αρκετούς λόγιους της εποχής. Έναν χρόνο μετά από την κυκλοφορία του, ο Τζέιμς έφυγε από τη ζωή.
«Δεν υποστηρίζω καμία άποψη για τη ζωή και τη λογοτεχνία, πέρα από το ότι η μορφή της δεύτερης κυρίως είναι αξιοθαύμαστη, ακριβώς λόγω του εύρους και της ποικιλομορφίας της, της πλαστικότητας και της ελευθερίας της, εφόσον εξαρτάται από τις ειλικρινείς και μεταβαλλόμενες εμπειρίες κάθε μεμονωμένου ασκούμενου. […] Εγώ ζω, ζω έντονα και τρέφομαι από τη ζωή και την αξία μου, όποια κι αν είναι αυτή, χάρη στον δικό μου τρόπο έκφρασης», εξήγησε ο Τζέιμς στον Γουέλς, υπερασπιζόμενος το ιδιαίτερο ύφος του.
Με πληροφορίες από: Henry James and H.G. Wells: A record of their friendship, their debate on the art of fiction and their quarrel (Leon Edel, Gordon Norton Ray, εκδ. Rupert Hart-Davis), Lit Hub, The Marginalian