Στα 97 του χρόνια πέθανε την Τρίτη, 14 Φεβρουαρίου, στη Ρώμη, ο σημαντικότερος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, ο ερευνητής και κορυφαίος νεοελληνιστής Μάριο Βίτι. Μεταξύ πολλών άλλων τιμών και διακρίσεων, ο Μάριο Βίτι ταν επίτιμο μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και βραβευμένος από την Εταιρεία με το βραβείο Διδώ Σωτηρίου.
Επιμέλεια: Book Press
Η εξόδιος τελετή θα γίνει στη Ρώμη, σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως ο ίδιος το θέλησε. Θα τον αποχαιρετίσουν οι δυο γιοί του, Μάσιμο και Πάολο και τα πέντε εγγόνια του. Την Υδραία σύζυγό του, Αλεξάνδρα, με την οποία μοιράστηκαν 70 χρόνια κοινής ζωής την έχασε πριν από έξι μήνες. Την είχε γνωρίσει στην Ύδρα, της οποίας πριν από μερικά χρόνια αναγορεύτηκε επίτιμος δημότης.
Ο Μάριο Βίτι γεννήθηκε το 1926 στην Κωνσταντινούπολη. Από την πλευρά της μητέρας του ήταν ελληνικής καταγωγής. Μεγάλωσε μέσα στην ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και μιλούσε και έγραφε εξίσου καλά στα ελληνικά και στα ιταλικά.
Λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1946, η οικογένεια μετακόμισε από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία, πατρίδα του πατέρα του. Σπούδασε στη Ρώμη όπου ξεκίνησε το έργο του ως ερευνητής της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Εκεί γρήγορα συνδέεται με τον Φίλιππο Μαρία Ποντάνι και τον Μπρούνο Λαβανίνι, δημιουργώντας την πρώτη ιστορική συντροφιά προοδευτικών Ιταλώνν εοελληνιστών, που αργότερα έμελλε να στερεώσουν, ο καθένας από τη σκοπιά του, τις Βυζαντινές και νεοελληνικέςσπουδές στην Ιταλία.
Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μελετητές της Ιταλίας σχετικά με το πλήρες φάσμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Από το 1957 εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης L’Orientale. Το 1968 διορίστηκε μόνιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο. Υπήρξε επίσης επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Παρισιού, Γενεύης και Θεσσαλονίκης. Πρόσφατα δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Τοσκάνης. Ο Βίττι ζούσε στη Ρώμη και ήταν ο πρόεδρος της Ιταλικής Ένωσης των Νέων Ελληνικών Σπουδών (Associazione Nazionale di Studi Neogreci). Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μελετητές της Ιταλίας σχετικά με το πλήρες φάσμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Μάριο Βίτι είχε λάβει τιμητικά διδακτορικούς τίτλους από τα πανεπιστήμια Σορβόνης και Θεσσαλονίκης ενώ στις 20 Νοεμβρίου 2000 αναγορεύτηκε σε Επίτιμο Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ήταν ομότιμος καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Tuscia στο Βιτέρμπο της Ιταλίας.
Η ελληνική λογοτεχνία του οφείλει πολλά
Η Ελληνική λογοτεχνία χρωστά στον Βίτι τη δεύτερη γέννηση του παλαιότερου κειμένου του σύγχρονου Ελληνικού Θεάτρου (ο διάλογος του Νικολάου Σοφιανού), του θρησκευτικού δράματος Ευγένα – (Βενετία 1646) του Θεόδωρου Μοντσελέζε από τη Ζάκυνθο και 2 τόμων κειμένων του Ανδρέα Κάλβου. Ο Βίτι ανακάλυψε κι έκανε γνωστό το βιβλίο ενός ανώνυμου Έλληνα συγγραφέα, που δημοσιεύθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας το 1870, με τίτλο «Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι».
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη γενιά του '30. Θεμελιακής σημασίας είναι η συμβολή του στην ανάδειξη των κορυφαίων μορφών της γενιάς αυτής σε διεθνές επίπεδο. Συνδέθηκε με τους δύο κορυφαίους Έλληνες ποιητές, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη και έγραψε για το έργο τους ‒ και όχι μόνο. Αναδείχτηκε ως ο συστηματικότερος και σημαντικότερος μελετητής της κρίσιμης αυτής περόδου που έφερε τη νεοελληνική λογοτεχνία στο κέντρο του ενδιαφέροντος του διεθνούς αναγνωστικού κοινού. Μετέφρασε στα ιταλικά Έλληνες ποιητές όπως τον Οδυσσέα Ελύτη το 1952, τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Μανόλη Αναγνωστάκη το 1966, όταν δηλαδή δεν ήσαν ακόμη ευρύτερα γνωστοί.
Ο Μάριο Βίτι, εκτός από ότι ασχολήθηκε ως μελετητής με το έργο τους αργότερα, υπήρξε στην παρέα της αφρόκρεμας της διανόησης μιας εποχής: Γιώργος Σεφέρης, Μάνος Χατζηδάκις, Νίκος Γκάτσος, Μαργαρίτα Λυμπεράκη κ.ά. Στην Αθήνα, σε γνωστά στέκια, όπως το Πατάρι του Λουμίδη, ή στο Παρίσι, ένας φτωχός τότε αλλά περιπλανώμενος κοσμοπολίτης κι αυτός.
Η εμβληματική «Ιστορία» του
Σ΄ένα τέτοιο ταξίδι του ήταν που συνάντησε τυχαία τον Βασίλη Βασιλικό, επί χούντας, και συζητώντας αποφάσισε να γράψει το εμβληματικό του έργο «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», αφού στην Ελλάδα όλα περνούσαν πια από τη δαμόκλειο σπάθη της λογοκρισίας και μαζί της πλήρους έλλειψης λογοτεχνικής παιδείας των συνταγματαρχών. Γραμμένη πρώτα στα ιταλικά και αργότερα μεταφρασμένη στα γερμανικά, στα γαλλικά και στα ελληνικά, θεωρείται πολύτιμο εργαλείο για κάθε νεοελληνιστή, απαραίτητο συμπλήρωμα των αντίστοιχων εργασιών των Κ. Θ. Δημαρά και Λίνου Πολίτη. Σ' αυτόν οφείλουμε επίσης μια σειρά από αποκαλυπτικά κείμενα του Ανδρέα Κάλβου και το εντελώς άγνωστο θρησκευτικό δράμα «Ευγένα» του 1646 από τον Ζακυνθινό Θεόδωρο Μοντσελέζε.
Το 1976 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Ο Βίτι και η Κύπρος
Ο εκλιπών είχε μια ουσιαστική, αλλά σεμνή και αθόρυβη σχέση με την Κύπρο, την οποία επισκέφθηκε αρκετές φορές, είτε για να συμπληρώσει την έρευνά του γύρω από την κυπριακή λογοτεχνία, την οποία ενέτασσε οργανικά και μελετούσε στο πλαίσιο της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είτε για να συμμετάσχει σε επιστημονικά συνέδρια και συμπόσια.
Σε αντίθεση με τους άλλους ιστορικούς της νεοελληνικής γραμματείας, έδωσε εξαρχής ιδιαίτερη προσοχή και σημασία στην κυπριακή γραμματεία. Είναι ο μόνος ιστορικός που προσδιορίζει με ευστοχία τον ειδολογικό χαρακτήρα των κυπριακών αναγεννησιακών ερωτικών ποιημάτων του 16ου αιώνα, εντάσσοντάς τα, αφενός, στο καλλιτεχνικό ρεύμα του μανιερισμού, αφετέρου δείχνοντας τη σημασία τους στην εξέλιξη του ελληνικού λυρικού λόγου από την Κύπρο στην Κρήτη και στα Επτάνησα.
Είναι ο μόνος ιστορικός που προσδιορίζει με ευστοχία τον ειδολογικό χαρακτήρα των κυπριακών αναγεννησιακών ερωτικών ποιημάτων του 16ου αιώνα...
Αλλά και οι παρατηρήσεις του για τον Λεόντιο Μαχαιρά, είναι πρωτοποριακές για την εποχή που διατυπώνονται και τοποθετούν σε ορθή βάση την κατανόηση της συγγραφικής προσπάθειας του Κύπριου μεσαιωνικού χρονογράφου.
«Θα μας λείψει το αποστασιοποιημένο βλέμμα του, η τόσο έξυπνη, μοναδική ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός του», είπε με αναφορά στην είδηση του θανάτου του Μάριο Βίτι η ελληνίστρια Πάολα Μαρία Μινούτσι, επί δεκαετίες καθηγήτρια νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης.
«Τον γνώρισα όταν ήμουν 28 ετών, στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών και δημιουργήθηκε μια αμοιβαία σχέση εκτίμησης και φιλίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο, με την προσέγγιση και τα βιβλία του, σε όλη μου την επαγγελματική σταδιοδρομία», πρόσθεσε η Ιταλίδα καθηγήτρια, μιλώντας στο ΑΜΠΕ.
«Θα μας λείψει πολύ σε όλους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ιταλία. Ένας σπουδαίος άνθρωπος και επιστήμονας, η αξία του οποίου αναγνωρίσθηκε ευρύτατα, όπως του έπρεπε», κατέληξε η Πάολα Μαρία Μινούτσι.
«Θα μας λείψει το αποστασιοποιημένο βλέμμα του, η τόσο έξυπνη, μοναδική ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός του», είπε με αναφορά στην είδηση του θανάτου του Μάριο Βίτι η ελληνίστρια Πάολα Μαρία Μινούτσι, επί δεκαετίες καθηγήτρια νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης.
«Τον γνώρισα όταν ήμουν 28 ετών, στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών και δημιουργήθηκε μια αμοιβαία σχέση εκτίμησης και φιλίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο, με την προσέγγιση και τα βιβλία του, σε όλη μου την επαγγελματική σταδιοδρομία», πρόσθεσε η Ιταλίδα καθηγήτρια, μιλώντας στο ΑΜΠΕ.
«Θα μας λείψει πολύ σε όλους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ιταλία. Ένας σπουδαίος άνθρωπος και επιστήμονας, η αξία του οποίου αναγνωρίσθηκε ευρύτατα, όπως του έπρεπε», κατέληξε η Πάολα Μαρία Μινούτσι.
Εκτός από ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας, στον ελεύθερο χρονο του ήταν και φωτογράφος. Με την μηχανή του, είχε απαθανατίσει σε ξένοιαστες στιγμές πολλές γνωστές μορφές των γραμμάτων μας και είχε εκθέσει επανειλημμένα και σε πανεπιστημιακές αίθουσες τις φωτογραφίες του, στο πλαίσιο φιλολογικών συνεδρίων.
Στην ιταλική πρωτεύουσα, και όχι μόνο, θα θυμούνται όλοι τον Μάριο Βίττι ως μια εξέχουσα προσωπικότητα, η οποία εδώ και πολλά χρόνια συνήθιζε να στηρίζει και να δίνει συμβουλές σε νεότερους καθηγητές, λογοτέχνες, δημοσιογράφους, με πολύτιμη γενναιοδωρία και ευστοχία.
Ανακοίνωση για τον θάνατο του Μάριο Βίττι (Mario Vitti) από την Εταιρεία Συγγραφέων
Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του σπουδαίου Ιταλού ελληνιστή και επίτιμου μέλους της Εταιρείας Συγγραφέων Μάριο Βίττι. Ο Μάριο Βίττι είχε τιμηθεί από την Εταιρεία Συγγραφέων, το 2006, με το βραβείο Διδώ Σωτηρίου για την «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας» (εκδ. Οδυσσέας). Το βραβείο, το οποίο είχε απονείμει στον βραβευθέντα η ποιήτρια Κική Δημουλά, δίδεται κάθε χρόνο «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα» για τη συμβολή του στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων - και ο Βίττι υπήρξε ένας κατεξοχήν αφοσιωμένος πρέσβης της ελληνικής λογοτεχνίας σε όλη του τη ζωή.
Στους οικείους του εκφράζουμε τα πιο ειλικρινή μας συλλυπητήρια.
«Μάς χάρισε, δίπλα σε άλλους άξιους, τη μνήμη. Προσέφερε μια συγκροτημένη, καίρια και αυθεντική ερμηνεία του λογοτεχνικού φαινομένου στη χώρα μας», είχε πει γι αυτόν, κατά τη βράβευσή του με το Βραβείο Διδώ Σωτηρίου της Εταιρείας Συγγραφέων, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος.
Ο Mario Vitti (1926-2023) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία μόλις τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκεί σπούδασε και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας. Για τη συμβολή του στις νεοελληνικές σπουδές τιμήθηκε με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, του Παρισιού και της Λευκωσίας. Ολοκλήρωσε την ακαδημαϊκή διδασκαλία στη μεσαιωνική πόλη Βιτέρμπο, στα βόρεια περίχωρα της Ρώμης, όπου τελικά περνούσε τον περισσότερο χρόνο απασχολούμενος, όπως έλεγε, με τα αγαθά της γης και των γραμμάτων. Ο Mario Vitti ανακάλυψε και αξιοποίησε λανθάνοντα έργα, όπως το δράμα του Μοντσελέζε "Ευγένα" (1965) ή πολύτιμα κειμήλια του Κάλβου (δύο τόμοι 1960 και 1963)· κατεύθυνε την προσοχή σε παραγνωρισμένα αριστουργήματα επανεκδίδοντας τη "Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι" (1977) και το "Έρωτος αποτελέσματα" (1993)· ανάλυσε έργα αποφασιστικής σημασίας για την πορεία της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα της ηθογραφίας ("Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας", 1974) και του μοντερνισμού ("Η Γενιά του Τριάντα: ιδεολογία και μορφή", 1977).