
Το Καφέ Φίλιον, το στέκι πολιτικών, καλλιτεχνών, διανοούμενων, ηθοποιών, αλλά και κάθε λογής αθηναίων, κλείνει φέτος 30 χρόνια παρουσίας στην πόλη μας, και το γιορτάζει. Ακολουθεί το Δελτίο Τύπου που εξέδωσαν οι ιδιοκτήτριες του καφενείου ενόψει της επετείου, καθώς και απόσπασμα από το διήγημα του Κ.Β. Κατσουλάρη «Φίλιον πυρ» – ένα σκωπτικό σχόλιο για τους θαμώνες του αλλά και για το ίδιο το ιστορικό καφενείο. Κεντρική φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS, από άρθρο στην Popaganda.
Επιμέλεια: Book Press
Το Καφέ Φίλιον ξεκινάει την διαδρομή του το 1992, αλλά η ιστορία του κτιρίου κρατάει από το 1960, όταν ο πολιτικός μηχανικός Χρήστος Γ. Νέζης, πατέρας των σημερινών ιδιοκτητριών Μαρίας και Ειρήνης, είχε την ιδέα να κατασκευάσει μια ξεχωριστή πολυκατοικία στην οδό Σκουφά και Λυκαβηττού, δίπλα στην Εκκλησία του Αγίου Διονυσίου.
Η θέληση του ήταν στον ισόγειο χώρο των καταστημάτων να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει ένα καφενείο, ως χώρος κοινωνικής συναναστροφής και συνάντησης των Αθηναίων. Στην αρχή ο χώρος λειτούργησε ως ζαχαροπλαστείο-καφέ, με το όνομα Dolce και προσέλκυσε πολλούς ανθρώπους της πόλης που το αγάπησαν και το έκαναν στέκι.
Το 1992, η Μαρία και η Ειρήνη μαζί με την μητέρα τους Αλκυόνη, ξεκινάνε την μεγάλη και ξεχωριστή διαδρομή του Καφέ Φίλιον που φέτος γιορτάζει τα 30 χρόνια της λειτουργίας του, προσκαλώντας τους φίλους του, το Σάββατο 28 Μαΐου, να γιορτάσουν μαζί αυτή την ημέρα.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του χώρου είναι η σχέση που έχει αποκτηθεί ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους θαμώνες, κάτι που από πολλούς θεωρείται σημαντικό στην ταυτότητα του.
Στο Φίλιον συναντά κανείς ατμόσφαιρα βγαλμένη από την ελληνική παράδοση, άρωμα από παριζιάνικο μπιστρό, καθώς και έναν ιδιαίτερο κοσμοπολιτισμό. Χαρακτηριστικό στοιχείο του χώρου είναι η σχέση που έχει αποκτηθεί ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους θαμώνες, κάτι που από πολλούς θεωρείται σημαντικό στην ταυτότητα του.
Το Φίλιον είναι μια όαση στην πολύβουη πόλη, όπου μπορείς να συναντήσεις ανθρώπους κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης που συνυπάρχουν αρμονικά. Εδώ γίνονται συζητήσεις και γεννιούνται ιδέες, που στον χρόνο έχουν συμβάλει στην διαμόρφωση σχέσεων κοινωνικών και πολιτικών αποφάσεων και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Φίλιον πυρ
(απόσπασμα*)
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
«Δύο τρία τραπέζια πιο πέρα κάθεται ο Κωνσταντίνος Τζούμας, τον κοιτάς, σε κοιτάει, γνέφετε ο ένας στον άλλον ευγενικά. Είναι άραγε ο ίδιος ή ο Σωσίας του; Το ερώτημα έχει πάψει πια να σε απασχολεί. Ίσως ο Σωσίας να είναι πιο αυθεντικός από τον ίδιο, αν υποθέσουμε ότι το ζήτημα είναι η αυθεντικότητα. Είναι όμως; Πολύ αμφιβάλλεις. Όλο και περισσότερο αμφιβάλλεις. Ποιο είναι λοιπόν το ζήτημα;
Παραπέρα, ακόμη πιο πέρα από τον Τζούμα κάθεται ο Λαλιώτης. Μιλάει μ’ έναν δημοσιογράφο, φιλική κουβέντα, γελάνε και χαριεντίζονται. Σ’ ένα άλλο τραπέζι κάθεται ο Σταύρος Θεοδωράκης. Μόνος του. Μιλάει συνέχεια στο κινητό. Όταν φύγει θα περάσει μπροστά από το τραπέζι του Λαλιώτη, μάλλον θα χαιρετηθούν. Παραπέρα κάθεται μια παρέα ηθοποιών. Γερασμένοι κι αυτοί, αλλά γελάνε ασταμάτητα. Γελάνε πιο πολύ από κάθε άλλη παρέα. Έχουν πλάκα οι ηθοποιοί. Μάλλον δεν παίρνουν τίποτε ιδιαίτερα στα σοβαρά. Αυτό το μπες βγες στον εαυτό τους τούς έχει κάνει πιο σοφούς. Όχι με το είδος της σοφίας που μεταδίδεται με λόγια, άμα μιλήσεις μαζί τους πήζεις στην ανοησία. Πιο μέσα όμως, στο βάθος, είναι πιο σοφοί. Ξέρουν κάτι.
[...]
Ό,τι και να πεις το Φίλιον παραμένει το πιο ενδιαφέρον μέρος της Αθήνας. Οι παλιοί ομνύουν στο όνομα του Dolce, κάτι θυμάσαι κι εσύ από εκείνη την εποχή, πιστεύεις όμως ότι πρόκειται απλώς για νοσταλγία. Υπάρχουν άνθρωποι, η μεγάλη πλειοψηφία δηλαδή, που δεν τους βγάζεις από το μυαλό ότι αυτό που προηγήθηκε υπήρξε λαμπρότερο, καλύτερο, σημαντικότερο από αυτό που ακολούθησε. Το Φίλιον πάντως είναι μια χαρά. Πουθενά αλλού δεν ανακατεύονται με τόσο ράθυμη κομψότητα πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, εκδότες, ηθοποιοί, άσχετοι, σκηνοθέτες, περαστικοί, επιχειρηματίες, αργόσχολοι. Έχει μακράν τα καλύτερα γκαρσόνια στην Αθήνα, αφού άλλωστε είναι από τα λίγα καφενεία που συναντάς τα ίδια γκαρσόνια για δέκα και δεκαπέντε συναπτά έτη. Όπως ο Ηρακλής, για παράδειγμα, πυλώνας του καταστήματος. Ή ο γλυκύτατος κύριος Κώστας που βγήκε εδώ και λίγα χρόνια στη σύνταξη.
Πουθενά αλλού δεν ανακατεύονται με τόσο ράθυμη χαλαρότητα πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, εκδότες, ηθοποιοί, άσχετοι, σκηνοθέτες, περαστικοί, επιχειρηματίες, αργόσχολοι.
Υπάρχουν δυστυχώς και κάποιοι που λείπουν. Ο Φαληρέας, οριστικά. Ο Βακαλόπουλος, αμετάκλητα. Αυτά όμως είναι νοσταλγία, κι έχουν καταγραφεί σε άλλα βιβλία. Εξακολουθεί να συχνάζει βέβαια ο Χωμενίδης, συμπάθεια του Τάσου, μα ούτε κι αυτό είναι πρόβλημα. Το Φίλιον πάντως γράφει την ιστορία του, έχει δημιουργήσει το μύθο του. Τριγύρω υπάρχουν ένα σωρό καφέ και μπαρ, σε μερικά από αυτά συναντάς σίγουρα μεγαλύτερη κινητικότητα, εξυπνότερες φατσούλες (π.χ. στο Rosebud ή στο Σκουφάκι, για να μην πούμε για Big Apple, Γουρουνάκια, κ.λπ, που είναι άγνωστες χώρες), μα για κανένα από αυτά δεν θα ακούσεις να λένε και να γράφουν «δηλαδή για να είμαι συγγραφέας πρέπει να συχνάζω στο Φίλιον και να μιλάω επιτηδευμένα;» ή πολιτικό να κατηγορείται από συναδέλφους του στην τηλεόραση ότι «έχει μάθει να πολιτεύεται στο Φίλιον». Και φυσικά, όταν κάτι αποκτά μυθικές διαστάσεις, αρχίζει και η παράνοια. Ευπώλητη συγγραφέας, που όμως δεν κρίθηκε ευνοϊκά από τους κριτικούς, έλεγε σε συνέντευξή της ότι εκείνη δεν συχνάζει στο Φίλιον, «να γλείφει ολημερίς τους κριτικούς που ξημεροβραδιάζονται εκεί». Τη συγγραφέα αυτή την έχω δει τριγύρω τουλάχιστον τέσσερις φορές τον τελευταίο μήνα, αλλά από κριτικούς λογοτεχνίας, ελάχιστα πράγματα. Κι όχι πρώτα ονόματα.
Τα πράγματα παίρνουν αξία όταν αρχίζουν να τους αποδίδονται διαστάσεις που, κάτω από ένα ψυχρό φως, δεν διαθέτουν. Όταν τα καφενεία αρχίζουν να σημαίνουν για τους ανθρώπους κάτι περισσότερο από τα ντουβάρια τους.
Πλάκα έχουν αυτά, συνεισφέρουν με τον τρόπο τους σε μια αστική μυθολογία που η Αθήνα τη χρειάζεται. Τα πράγματα παίρνουν αξία όταν αρχίζουν να τους αποδίδονται διαστάσεις που, κάτω από ένα ψυχρό φως, δεν διαθέτουν. Όταν τα καφενεία αρχίζουν να σημαίνουν για τους ανθρώπους κάτι περισσότερο από τα ντουβάρια τους. Όταν δηλαδή οι άνθρωποι αρχίζουν, από λίγο ως πολύ, να παρανοούν σε σχέση με τη σημασία που έχουν διάφοροι χώροι. Ειδάλλως, όλα είναι απλώς καρέκλες, τραπέζια και τασάκια, σε διάφορους σχηματισμούς.
Ίσως αυτό να είναι και το μοναδικό καλό πια με το Κολωνάκι. Υπάρχει ένας κόσμος που πιστεύει ότι «κάτι παίζεται» εδώ. Το πιστεύει τόσο, που στο τέλος ίσως και κάτι να παίζεται. Λίγα πράγματα, βέβαια. Τι να παιχτεί άλλωστε όταν συνευρίσκονται ένα τσούρμο καλοαναθρεμένοι λευκοί ιθαγενείς και τρώνε και πίνουνε; Όσο παθιασμένοι, έξυπνοι ή ερωτύλοι να είναι, πόσο μακριά να πάει το καράβι; Πόσο να αγριέψουν τα πράγματα λίγες δεκάδες μέτρα από το σπίτι του Σημίτη; Και του Ψυχάρη; Και του Λαμπράκη; Και του Αρσένη; Λίγα πράγματα, πολιτισμένα πράγματα.
[...]
Ο Λαλιώτης σηκώθηκε, χαιρετάει, ετοιμάζεται να φύγει. Δουλεύει ακόμη στον Λιβάνη; Τι στον κόρακα κάνει εκεί; Τον βιβλιοπώλη; Τέλος πάντων, μυστήριος άνθρωπος. Το πρόσωπό του δεν αποκαλύπτει τίποτε. Σφίγγα. Καλός ή κακός; Άγνωστο. Από αυτόν σου έχει μείνει η φράση «εγώ δεν θα γίνω πατροκτόνος!» Κρίμα. Η γυναίκα του, ως ψυχίατρος, θα μπορούσε να του εξηγήσει ότι αν δεν διαπράξει, συμβολικά, την πατροκτονία, το παιδί παραμένει πάντοτε παιδί. Ένα παιδί που το 2000 θα ήταν πενήντα, μα που σε λίγο θα πατήσει τα εξήντα. [...] Τελευταία ο Γιώργος τον έχει ξαναβάλει στο κόλπο, αλλά κρύβεται κάπου στη Χαριλάου Τρικούπη. Μόλις μυρίσουν εκλογές, θα σκάσει μύτη. Μέχρι τότε, θα τον βλέπουμε μονάχα στο Φίλιον, τόσο το καλύτερο.
[…]»
* Από τη συλλογή διηγημάτων Μικρός Δακτύλιος (Ελληνικά Γράμματα, 2007)