
Για την περσινή ταινία του Ζακ Οντιάρ (Jacques Audiard) «Εμίλια Πέρεζ» (2024) που παίχτηκε ξανά στις ελληνικές αίθουσες πρόσφατα.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο βραβευμένο έργο «Εμίλια Πέρεζ» έχουμε έναν παλαίμαχο Γάλλο σκηνοθέτη, τον Ζακ Οντιάρ, που δημιουργεί μια τεράστια σαπουνόπερα βασισμένη σε τέσσερις καλές ερμηνείες: της Ζόε Σαλντάνια, της Κάρλα Σοφία Γκασκόν, της Σελένα Γκόμεζ και της Αντριάνα Παθ. Το «Emilia Pérez» δεν είναι ένα έργο μεξικανικό, ωστόσο αφορά το Μεξικό και επιστρατεύει την ιστορική πραγματικότητα αυτής της χώρας με σχηματικό τρόπο ώστε να υποστηρίξει ένα προκλητικό λιμπρέτο, μια μουσική φαντασμαγορία. Πρόκειται για μια ναρκο-όπερα εξωφρενικής σύλληψης, που διαθέτει αρκετό απόθεμα σεναριακού υλικού ώστε να στηθεί ένα άριστο δράμα χαρακτήρων, ωστόσο παραμένει σε μιαν επιφανειακή σκιαγράφηση των ηρώων και προσιδιάζει σε μια κλασική όπερα τεσσάρων πράξεων.
Ναρκο-όπερα
Ο αδίστακτος, κυνικός και ζάμπλουτος ναρκέμπορος Μανίτας ντελ Μόντε επιθυμεί διακαώς να «περάσει» τα σύνορα του φύλου, εγκαταλείποντας τον αρσενικό, βίαιο εαυτό του και μετατρεπόμενος σε μια τρυφερή θηλυκή ύπαρξη – αναθέτει, λοιπόν, σε μια δικηγόρο να διαδραματίσει τον ρόλο της μεσολαβήτριας ανάμεσα στα καρτέλ του εγκλήματος (όπου κυριαρχεί με τη σύζυγό του και τα δυο παιδιά του) και στον κόσμο της χειρουργικής επιστήμης. Πληρώνοντας (για ακατανόητους λόγους) το μυθικό ποσόν των $2.000.000 για την ορμονοθεραπεία, τη φυλομετάβαση και τους πλαστικούς χειρουργούς, στήνει μια παρωδία θανάτου για τον εαυτό του και κάνει έναρξη μιας νέας, υποτίθεται, ζωής, απαλλαγμένης, υποτίθεται, από τη δυσφορία φύλου. Ωστόσο, αρνείται (για επίσης ακατανόητους λόγους) να μοιραστεί το μυστικό του με τη σύζυγό του Τζέσι και τα δυο παιδιά του, «μετεμφυτεύοντάς» τους μακριά του, στην Ελβετία. Η αλλαγή φύλου επιτελείται μουσικοχορευτικά, ενώ μια πλειάδα χειρουργών, νοσοκόμων και ασθενών σε φορεία τραγουδούν το γελοίο τραγούδι «from penis to vagina» με τους αντιαισθητικούς όρους «Mammoplasty! Vaginoplasty! Rhinoplasty!»

Μέσα στο μετεγχειριτικό του δέμας -σώμα και πρόσωπο-, ο φοβερός και τρομερός Μανίτας ντελ Μόντε εφεξής θα ονομάζεται Εμίλια Πέρεζ και θα φέρεται ως φιλάνθρωπη δημόσια φιγούρα, επικεφαλής μη-κερδοσκοπικής οργάνωσης για την αποκατάσταση οικογενειών των οποίων τα παιδιά έχουν χαθεί στα δίκτυα της ναρκο-εγκληματικότητας. Με αφελέστατο σενάριο και ελάχιστα αληθοφανείς επινοήσεις, η ταινία ολοκληρωτικά αγνοεί τις ορδές λατινοαμερικανών που χάθηκαν για πολιτικούς λόγους και -με επίσης ακροθιγή τρόπο- εξαντλεί τη φιλανθρωπική δραστηριότητα της Εμίλια Πέρεζ στην ανακάλυψη των απολεσθέντων λόγω δικής της υπαιτιότητας: δηλαδή λόγω της υπαιτιότητας του πάλαι πότε νονού Μανίτας ντελ Μόντε. Γίνεται, δηλαδή, μια ακτιβίστρια πρώτης τάξεως, που επιπλέον συνάπτει λεσβιακή σχέση με την κακοποιημένη σύζυγο ενός εκ των απολεσθέντων, την Επιφάνια: εκμεταλλεύεται την κακοποιημένη αυτή γυναίκα μετατρέποντάς τη σε ερωμένη της, και αυτό είναι κανιβαλικό όσο τίποτε άλλο.
Ρόλοι σχηματικοί
Ο δεύτερος γυναικείος ρόλος, της δομινικανής δικηγόρου Ρίτας, που έχει βαρεθεί να υπερασπίζεται ενόχους γυναικοκτονιών και δέχεται να ταχθεί στην υπηρεσία του ναρκέμπορα, ανήκει στη Ζόε Σαλντάνια, ο πρωταγωνιστικός και διπλός ως προς τα φύλα ρόλος ανήκει στην ισπανίδα τρανς ηθοποιό Κάρλα Σοφία Γκασκόν, ενώ τον ρόλο της Τζέσι ερμηνεύει η αμερικανίδα τραγουδίστρια Σελένα Γκόμεζ και τον δευτερεύοντα ρόλο της Επιφάνια τον ερμηνεύει η μόνη μεξικανή ηθοποιός του cast, η Αδριάνα Παζ.
Εκτελεσμένα με σκόπιμα θεατρικό τρόπο, τα μουσικοχορευτικά μέρη περιλαμβάνουν έναν κεντρικό χαρακτήρα που «σχεδόν μιλά» αντί να τραγουδά και ένα σύνολο από χορευτές που τον συνοδεύουν, σαν να παίζουν σε βιντεοκλίπ.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι ο κινηματογραφιστής Πολ Γκιγιόμ φτιάχνει πλάνα «κατά προσέγγισιν» ακριβή ως προς την ιστορικότητα, γεμάτα όμως συμμετρία, πολύ περιεκτικά ως προς τις ανθρώπινες παρουσίες και ιδιαίτερα δυναμικά στα χορευτικά μέρη. Εκτελεσμένα με σκόπιμα θεατρικό τρόπο, τα μουσικοχορευτικά μέρη περιλαμβάνουν έναν κεντρικό χαρακτήρα που «σχεδόν μιλά» αντί να τραγουδά και ένα σύνολο από χορευτές που τον συνοδεύουν, σαν να παίζουν σε βιντεοκλίπ. Τα vocals και τα «sprechgesang» είναι ομολογουμένως πρωτότυπα, ενώ οι χορογραφίες είναι συγκλονιστικές. Υπό μιαν έννοια, οι χορογραφίες θυμίζουν το «All that Jazz» του Μπομπ Φος, γιατί δεν αποβλέπουν στη θεαματικότητα, αλλά στον ρυθμό, την υποβολή και τη συγκίνηση.
«Ηalf he, half she»
Το ζήτημα είναι πως όλα αυτά τα φιλμικά στοιχεία συντιθέμενα δεν δομούν ένα πειστικό storyboard, εφόσον υποτίθεται ότι η φυλομετάβαση προς το γυναικείο φύλο συνδέεται με μιαν αμιγώς γυναικεία αυτοαντίληψη και αντίληψη του κόσμου. Στην ταινία κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αντιθέτως ο βίαιος χαρακτήρας παραμένει τέτοιος και στην «αντιπέρα» όχθη, και μάλιστα συνοδευόμενος από τραμπουκισμούς, εκβιασμούς, χειραγώγηση και αμιγώς «ανδρική» συμπεριφορά και φωνή (πάντα, βεβαίως, εναρμονισμένη με τα πλέον παραδοσιακά στερεότυπα περί «ανδρικού» και «γυναικείου»). Όπως ξέρουμε, το φύλο δεν είναι μια κραταιά βιολογική δύναμη που καθορίζει τον χαρακτήρα και την επιθυμία, που επιβάλλει στους γονείς «πατρικά» και «μητρικά» ένστικτα, ή που προσδιορίζει την επιθετικότητα: αυτά τα παραμύθια περί βιολογικού φύλου τα έχει προ πολλού καταρρίψει η επιστήμη. Το «μισο-άντρας/μισο-γυναίκα» στην ταινία παρουσιάζεται ως τραγική κατάσταση, ενώ πρόκειται για την καθημερινή πραγματικότητα όλου του πληθυσμού της γης.

Ως εκ τούτου, το να αποδίδεις σε μια τρανς γυναίκα αμιγώς «ανδρικά» χαρακτηριστικά είναι, εννοείται, προσβλητικό για τη woke κουλτούρα και για την πολιτικώς ορθή αντίληψη περί της τρανς σεξουαλικότητας – μοιάζει με την οπτική γωνία ενός αντιδραστικού και τρανσφοβικού cis-gender άνδρα, δηλαδή ακριβώς με την οπτική γωνία της Εμίλια Πέρεζ. Επιπλέον, οι τύψεις που οδηγούν έναν κατά συρροήν δολοφόνο σε πράξεις φιλανθρωπίας και αποκατάστασης των θυμάτων του δεν αρκούν για την εξιλέωσή του με το συγχωροχάρτι της φυλομετάβασης (που, σημειωτέον, δεν θα ’πρεπε να φορτίζεται με το παραμικρό ηθικό κατηγόρημα). Σαν να μην έφτανε, λοιπόν, η «αθωωτική» στάση που υιοθετεί η ταινία απέναντι σ’ έναν τέτοιο σεσημασμένο χαρακτήρα, το trash λιμπρέτο βρίθει κενών νοήματος και σαχλών στίχων τύπου: «Αλλάζοντας το κορμί σου αλλάζεις την κοινωνία. Αλλάζοντας την κοινωνία αλλάζεις την ψυχή σου. Και, αλλάζοντας την ψυχή σου, αλλάζεις την κοινωνία. Αλλάζοντας την κοινωνία τα αλλάζεις όλα!»
Στο Χόλιγουντ η ταινία του Οντιάρ, ενώ είχε το προβάδισμα με συνολικά 13 υποψηφιότητες, κέρδισε μόνο δύο βραβεία (Β’ Γυναικείου Ρόλου για τη Ζόι Σαλντάνια και Καλύτερου Τραγουδιού για το «El Mal»). Επιπλέον, κέρδισε το Bραβείο της Επιτροπής και του Α' Γυναικείου ρόλου για τις τρεις του πρωταγωνίστριες στις Κάννες. Όμως, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί στα 37α Ευρωπαϊκά Βραβεία το «Εμίλια Πέρεζ» σάρωσε πέντε χρυσά αγαλματίδια (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, μοντάζ και α' γυναικείου ρόλου για την Κάρλα Σοφία Γκασκόν). Από αυτά θεωρώ λογικά τα βραβεία μοντάζ και α’ γυναικείου ρόλου, όμως επισημαίνω με ανησυχία μια υπερβολή στην προσέγγιση των κριτικών επιτροπών στην Ευρώπη, με τις Χρυσές Σφαίρες, τα BAFTAS και τα CESAR να πέφτουν βροχή σε μια ταινία που, παρά το πρωτοποριακό της μοντάζ, τη θεματική της τόλμη και τα ρηξικέλευθα μουσικοχορευτικά της μοτίβα, άφησε μεγάλο μέρος του κοινού άναυδο με τη σεναριακή της ασυναρτησία.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου και χορού.





















