Το 2017, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Γουίλιαμ Φρίντκιν [William Friedkin], ο δημιουργός μεταξύ άλλων του «Εξορκιστή», που έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές ημέρες, περιέγραψε σε άρθρο του στους New York Times το οδοιπορικό του στη Γαλλία του Μαρσέλ Προυστ, στους τόπους και στις περιοχές που ενέπνευσαν τη δημιουργία του σπουδαίου μυθιστορήματος «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» (εκδ. Εστία, μτφρ. Παύλος Ζάννας).
Επιμέλεια: Book Press
Ο Γουίλιαμ Φρίντκιν, δημιουργός του πολυβραβευμένου «Εξορκιστή» (1973), του «Sorcerer» (1977) κ.ά. σημαντικών ταινιών, ήταν αφοσιωμένος αναγνώστης του Μαρσέλ Προυστ, όπως είχε εξηγήσει σε άρθρο του στους New York Times το 2017. Αφού διάβασε το magnum opus του Προυστ, με τίτλο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, ο Φρίντκιν, που είχε στένη σχέση με τη Γαλλία -άλλωστε επί δύο χρόνια υπήρξε παντρεμμένος με τη Γαλλίδα ηθοποιό Ζαν Μορό με μάρτυρα τη φίλη τους Φλοράνς Μαρλό, κόρη του Αντρέ Μαρλό ενώ τον γάμο είχε τελέσει ο τότε δήμαρχος του Παρισιού Ζακ Σιράκ- ταξίδεψε στα μέρη που ενέπνευσαν τη δημιουργία του πολύτομου, μοντερνιστικού μυθιστορήματος του Προυστ.
Στο τέλος της περιήγησής του, ο Φρίντκιν φαίνεται πως συνειδητοποίησε μια μεγάλη αλήθεια για τον Προυστ και το αριστούργημά του, την οποία κατέγραψε στο άρθρο του.
Βαδίζοντας στα χνάρια του Μαρσέλ Προυστ
«Παντρεύτηκα τη Ζαν Μορό το 1977 σε ένα δημαρχείο στο Παρίσι. Η Μορό ήταν μια από τις πιο αξιοσέβαστες ηθοποιούς της γενιάς της και στον γάμο μας παρευρέθηκαν επιφανή πρόσωπα: ο Ζακ Σιράκ, ο δήμαρχος της πόλης, τέλεσε τον γάμο, και οι μάρτυρές μας ήταν ο σκηνοθέτης Αλέν Ρενέ, που μου είχε γνωρίσει τη Ζαν, και η σύζυγός του, Φλοράνς Μαλρό, κόρη του συγγραφέα Αντρέ Μαλρό.
(...) σε έναν πέτρινο τοίχο της πόλης έγραφε: «Παριζιάνοι, επιστρέψτε στα σπίτια σας». Μπορούσα να φανταστώ πώς θα ένιωθαν για τους Αμερικανούς.
Μετά από κάποιες γουλιές σαμπάνιας και μια σύντομη τελετή, από την οποία δεν κατάλαβα ούτε λέξη, η Ζαν και εγώ κάναμε μια μεγάλη βόλτα στον Κήπο του Κεραμεικού, συνοδευόμενοι από μια ομάδα από παπαράτσι. Ήταν ο πρώτος μου γάμος, ο δεύτερος δικός της. Έχω δει τις φωτογραφίες μου από εκείνη την ημέρα και φαίνομαι σοκαρισμένος και μπερδεμένος. Την πρώτη χρονιά, περάσαμε το καλοκαίρι μας στον πύργο της στο Λα Γκαρντ Φρενέ, ένα μεσαιωνικό χωριό, σε εκατόν πενήντα στρέμματα καλλιεργήσιμης γης στους λόφους πίσω από το Σαιντ Τροπέ. Δεν είχα την παραμικρή ελπίδα να βρω δουλειά. Η τελευταία ταινία μου, με τίτλο «Sorcerer», η καλύτερή μου, όπως πίστευα, είχε αποδοκιμαστεί από τους κριτικούς και το κοινό. Αφέθηκα στην καθιστική ζωή της γαλλικής επαρχίας, και κάθε ημέρα ξεκινούσε με έναν μεγάλο περίπατο ως το χωριό, για καφέ και κρουασάν. Ο ιδιοκτήτης του καφέ και οι θαμώνες ήταν στριφνοί και ένα μεγάλο γκράφιτι σε έναν πέτρινο τοίχο της πόλης έγραφε: «Παριζιάνοι, επιστρέψτε στα σπίτια σας». Μπορούσα να φανταστώ πώς θα ένιωθαν για τους Αμερικανούς.
(...) η Ζαν διάβαζε το επτάτομο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αρχικά, μου διάβαζε στα γαλλικά και κατόπιν, μετέφραζε στα αγγλικά.
Τα βράδια, μετά από το δείπνο, η Ζαν διάβαζε το επτάτομο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αρχικά, μου διάβαζε στα γαλλικά και κατόπιν, μετέφραζε στα αγγλικά. Με μάγευε σταδιακά η γλώσσα του μυθιστορήματος, η πολύπλοκη δομή του και οι αλληλένδετες ζωές των πολλών χαρακτήρων. Δύο χρόνια μετά, η Ζαν και εγώ συνειδητοποιήσαμε πως ο καθένας μας ήταν ξένος στον κόσμο του άλλου. Ο γάμος μας τελείωσε, σε αντίθεση με την αγάπη μου για τον Προυστ. Συνέχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα, συχνά με δυσκολία, μέχρι τον τελευταίο τόμο του, που ήταν μια θεϊκή αποκάλυψη. Κατόπιν, έβρισκα χρόνο σε καθημερινή βάση για να ξαναδιαβάζω κάποια μέρη του, κάποια σύντομα αποσπάσματα, όπως θα έκανα με κάποιο αγαπημένο μου μουσικό κομμάτι.
Αυτή η συνήθεια κράτησε για δέκα χρόνια, στα οποία καταβρόχθισα κάθε βιογραφία και δοκίμιο για τον Προυστ που μπόρεσα να βρω και έμαθα τα πάντα για τη ζωή του, η οποία σχετίζεται στενά με το έργο του. Ήταν μια μοναχική ενασχόληση. […]
Στα τέλη της δεκαετίας του '80, επέστρεψα στο Παρίσι με μοναδικό σκοπό να βαδίσω στα χνάρια του Προυστ, να δω τα μέρη στα οποία ζούσε και για τα οποία έγραφε. Ως επί το πλείστον, τα αριστουργήματα με τρομοκρατούν, ποτέ δεν θέλησα να δημιουργήσω κι εγώ ένα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να συνθέσω μουσική έχοντας προηγουμένως ακούσει τη μουσική του Μπετόβεν ή να παίξω κάποιο όργανο έχοντας ακούσει τη Μάρτα Άργκεριτς ή τον Μάιλς Ντέιβις. Λατρεύω πολλά λογοτεχνικά έργα, αλλά δεν θα ήθελα να επισκεφτώ το Μακόντο, όπου ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουένδια στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ή το Ηστ Εγκ, όπου ο Γκάτσμπι κοιτούσε το πράσινο φως. Διαβάζοντας, ωστόσο, τον Προυστ και βιώνοντας τον τρόπο με τον οποίο φαίνεται να αποτυπώνει μια ολόκληρη ζωή μέσα από μια συλλογή στιγμών, θέλησα κι εγώ ο ίδιος να βιώσω τη γέννηση αυτών των στιγμών.
Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς στο Λονδίνο του Ντίκενς τη σήμερον ημέρα, αλλά μέρος του κόσμου του Προυστ εξακολουθεί να υπάρχει, ακέραιο, ειδικά στο Ιλιέ-Κομπραί, το οποίο ο συγγραφέας επισκέφτηκε ως παιδί και στο οποίο διαδραματίζεται μεγάλο μέρος του μυθιστορήματός του. Το να επισκεφτώ αυτό τον τόπο θα ήταν, για εμένα, σαν να επισκεπτόμουν κάποιο μνημείο. Όταν επισκέπτεσαι το Μνημείο του Λίνκολν, δεν μαθαίνεις περισσότερα για τον ίδιο τον Λίνκολν, αλλά αρχίζεις να διερωτάσαι περισσότερο για τις αξίες που εκπροσωπούσε. Και παρόλο που δεν πίστευα πως το μυθιστόρημα του Προυστ ήταν αυτοβιογραφικό, ήλπιζα πως, βλέποντας την πηγή της έμπνευσής του από κοντά, θα μπορούσα να εντοπίσω την πηγή της δύναμης του σπουδαίου μυθιστορήματός του.
Έτσι ξεκίνησα το ταξίδι μου, πριν από πολλά χρόνια, στο Ritz στο Παρίσι, όπου έμεινα στη σουίτα «Μαρσέλ Προυστ», που ήταν προηγουμένως μια ιδιωτική τραπεζαρία στον δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου, όπου ο Προυστ δειπνούσε τακτικά. Ο Προυστ ήταν φίλος με τον μετρ του Ritz, στον οποίο βασίζεται εν μέρει ο χαρακτήρας του Aimé στο μυθιστόρημά του. Η σουίτα είχε ένα μαρμάρινο μπάνιο και ένα μεγάλο παράθυρο με θέα τον κήπο. Στο δωμάτιο, ένας κομψός πολυέλαιος κρεμόταν από μια οροφή τύπου trompe l'oeil, όπου φαινόταν ένας γαλάζιος ουρανός με αφράτα σύννεφα. Τα λιγοστά έπιπλα ήταν απομιμήσεις των επίπλων του Λοδοβίκου XV. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν σε κάποιο ιερό, που διατηρούσε τη γοητεία του παρόλο που είχε υποστεί πολλές αλλαγές από την εποχή του Προυστ. (Η μεγάλη τηλεόραση, τοποθετημένη σε ένα τραπέζι με κάλυμμα, έμοιαζε παράταιρη.) Ο διευθυντής του ξενοδοχείου μού είπε πως το συγκεκριμένο δωμάτιο προοριζόταν για τον Προυστ, ώστε να διασκεδάζει όποτε κατάφερνε να βγαίνει από την κρεβατοκάμαρά του, με επένδυση από φελλό, στο 102 στο Μπουλβάρ Οσμάν, όπου αναπαυόταν, συνήθως καταβεβλημένος από το άσθμα. Αναμφιβόλως, οι συζητήσεις που άκουγε στο ξενοδοχείο τού πρόσφεραν έμπνευση και τις χρησιμοποιούσε στα γραπτά του. Ήταν γεμάτος περιέργεια όσον αφορά στις προσωπικές ζωές των χαρακτήρων του, και ήταν ασκημένος ώστε να ανιχνεύει ερεθίσματα που δεν θα πρόσεχε ο οποιοσδήποτε.
Κατόπιν, πήρα το παρισινό μετρό μέχρι τον σταθμό Σαιντ-Λαζάρ, και περπάτησα ως το λύκειο Κοντορσέ, όπου φοίτησε ο Προυστ από το 1882, όταν ήταν έντεκα ετών, ως το 1889. Ανάμεσα στους εκατοντάδες αξιόλογους αποφοίτους του ήταν οι ζωγράφοι Πιέρ Μπονάρ και Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ο συγγραφέας Αλέξανδρος Δουμάς, και ο φωτογράφος Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν. Χτισμένο τον 18ο αιώνα γύρω από μια κεντρική αυλή, το σχολείο ήταν παλαιότερα μοναστήρι Καπουτσίνων. Μπήκα στο αρχικό διώροφο κτίριο με την επικλινή στέγη διασχίζοντας ένα μεγάλο, μπλε προστώο, που στηριζόταν σε δυο κίονες τοσκανικού ρυθμού. Δεν είχα κλείσει κάποιο ραντεβού. Συνάντησα μια καλοντυμένη μεσήλικη γυναίκα, την υπεύθυνη για το αρχείο το σχολείου.
«Μπορώ να σας βοηθήσω;» με ρώτησε επιφυλακτικά.
«Γνωρίζατε πως ο Μαρσέλ Προυστ ήταν μαθητής σε αυτό το σχολείο;» ρώτησα χαμηλόφωνα.
Αντιμετώπισε την αιδημοσύνη μου με περιφρόνηση. «Πρέπει να είστε Αμερικανός», είπε, κι εγώ την επιβεβαίωσα αγχωμένος. Φαινόταν καχύποπτη.
«Γιατί σας ενδιαφέρει ο Μαρσέλ Προυστ;»
Της είπα πως το έργο του με ενέπνευσε και πως ήθελα να μάθω ό,τι μπορούσα για εκείνον.
«Γιατί δεν διαβάζετε κάποια βιογραφία του; Πρέπει να υπάρχουν μεταφράσεις». Της είπα πως είχα διαβάσει ό,τι μπορούσα να βρω.
«Και δεν είστε ικανοποιημένος;»
«Είμαι ακόμα πιο περίεργος να μάθω».
«Είστε συγγραφέας;»
«Όχι».
Με ρώτησε ποιος ήμουν και της είπα πως ήμουν σκηνοθέτης, αλλά δεν ήθελα να γυρίσω κάποια ταινία για τον Προυστ.
Με κοίταξε σαν να αναρωτιόταν αν της έκανα πλάκα. Πρέπει να αποφάσισε πως δεν αστειευόμουν, γιατί άρχισε να με αντιμετωπίζει με περισσότερη συμπάθεια. «Θα θέλατε να δείτε κάποια κείμενα που έγραψε όσο ήταν εδώ;»
Δεν το περίμενα αυτό. Δεν ξέρω τι περίμενα, αλλά έφυγε απότομα από το δωμάτιο. Για πολλή ώρα έβλεπα τους μαθητές να παίζουν ποδόσφαιρο στην αυλή ή να συζητούν σε ομάδες ή να διαβάζουν μοναχοί τους.
Επέστρεψε, κρατώντας με περηφάνια μια στοίβα από φωτοτυπίες και μου τις έδωσε. Το πάχος της καθεμιάς έφτανε τη μία ίντσα περίπου.
«Αυτά είναι κάποια από τα γραπτά του. Τα περισσότερα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, αυτά είναι αντίγραφα των λιγοστών εγγράφων που παραμένουν στην κατοχή μας».
Ήταν κάποια πρώιμα διηγήματα που είχε γράψει στα δεκατρία του, μερικές εργασίες, στα λατινικά και στα ελληνικά, για το μάθημα της βιολογίας και της χημείας. Στον απολογισμό του τελευταίου έτους, ο καθηγητής του στο μάθημα της φιλοσοφίας, Alphonse Darlu, είχε γράψει μια αξιολόγηση, την οποία μετέφρασα ως εξής: «Δουλεύει όσο σκληρά του επιτρέπει η ταλαιπωρημένη κατάστασή του». Ήταν ένας επουσιώδης έπαινος, μια εκπληκτική απόρριψη του νεαρού που κάποια μέρα θα γινόταν ένας από τους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους όλου του κόσμου, το έργο του οποίου θα άντεχε στον χρόνο. Την ευχαρίστησα ξανά και της έσφιξα το χέρι. «Δεν θα βρείτε σελίδες από το Αναζητώντας σε αυτή τη στοίβα», είπε χαμογελώντας καθώς έφευγα.
Το 1971, εκατό χρόνια μετά από τη γέννηση του συγγραφέα, η πόλη Ιλιέ άρχισε να χρησιμοποιεί επισήμως το όνομα που της είχε δώσει ο Προυστ στο μυθιστόρημά του - Κομπραί.
Το 1971, εκατό χρόνια μετά από τη γέννηση του συγγραφέα, η πόλη Ιλιέ άρχισε να χρησιμοποιεί επισήμως το όνομα που της είχε δώσει ο Προυστ στο μυθιστόρημά του - Κομπραί. Έκτοτε, είναι γνωστή ως Ιλιέ-Κομπραί. Δεν γνωρίζω κανένα άλλο μέρος στον κόσμο που να έχει αναγνωρίσει με τόση επισημότητα τη μυθοπλαστική εκδοχή του. Ταξίδεψα για δύο ώρες, από το Παρίσι ως το Ιλιέ-Κομπραί. Καθώς πλησίαζα, είδα από μακριά, να στέκεται σαν φρουρός, την εκκλησία του Σαιντ-Ζακ, που ενέπνευσε την εκκλησία του Σαιντ-Ιλέρ.
Σήμερα, οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης είναι περίπου 3.400, την εποχή του Προυστ ήταν σχεδόν ισάριθμοι. Ο Μαρσέλ και ο μεγαλύτερος αδερφός του, Ρομπέρ, γεννήθηκαν στο Οτέιγ, στο δυτικό Παρίσι, αλλά εκείνο το σπίτι έχει από καιρό κατεδαφιστεί.
Στο Ιλιέ-Κομπραί ταξίδεψα πραγματικά στον κόσμο του Προυστ. Είχε επισκεφτεί αυτή την κοινή πολίχνη τουλάχιστον τρεις φορές ως παιδί, η οποία του είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Παρόλο που οι χαρακτήρες και οι τοποθεσίες του βιβλίου είναι μυθοπλαστικές, με τον Προυστ να ζωγραφίζει όπως θα έκανε στη σελίδα κάποιου μπλοκ, το μέρος μού φάνηκε αμέσως οικείο. Εκεί, κατά μήκος της Rue de Saint-Esprit (τώρα ονομάζεται Rue du Docteur Proust), βρίσκεται το παλιό σπίτι της θείας και του θείου του, του Ζιλ και της Ελιζαμπέτ Αμιότ. Αυτό ενέπνευσε το σπίτι της θείας Λεονί στο μυθιστόρημα, και μπορούσα να μπω σε κάθε δωμάτιό του. Παρόλο που είναι πλέον μουσείο, μου φάνηκε ίδιο με το σπίτι του βιβλίου. Οι τοποθεσίες του μυθιστορήματος επισημαίνονται σε όλη την πόλη, αλλά ευτυχώς το Ιλιέ-Κομπραί δεν έχει μετατραπεί σε τουριστική Μέκκα. Αν μη τι άλλο, είναι ένας υποτιμημένος προορισμός.
Όπως παρατήρησε ο Σάμιουελ Μπέκετ: «Όλος ο κόσμος του Προυστ πηγάζει από ένα φλιτζάνι τσαγιού».
Κατά τη διάρκεια των διακοπών της οικογένειας στο Ιλιέ, ο Μαρσέλ, ο Ρομπέρ, η μητέρα τους, Ζαν, και ο πατέρας τους, δρ. Αντριάν Προυστ, έκαναν μεγάλες βόλτες μετά από το δείπνο τους, ακολουθώντας ένα από τα δύο μονοπάτια της πόλης, που οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις, ώσπου σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο και ενώνονται. Από το σπίτι των Αμιότ, μπορούσαν να περπατήσουν κατά μήκος της οδού Méréglise (Méséglise στο μυθιστόρημα), προς μια αχανή πεδιάδα, προς το Τανσονβίλ, όπου ο Προυστ έστησε το σπίτι του Σουάν. Ή, μπορούσαν να περπατήσουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, κατά μήκος του ποταμού Λουάρ, στο μονοπάτι που τώρα είναι γνωστό ως «Ο δρόμος του Γκερμάντ». Για τον Προυστ, οι δύο δρόμοι, ή «οδοί», συμβόλιζαν τις διαφορετικές πιθανότητες και τις ποικιλομορφίες της ζωής.
Χάρη σε αυτό το όμορφο αλλά όχι εντυπωσιακό τοπίο, ο Προυστ δημιούργησε έναν ειδυλλιακό, πρωτότυπο κόσμο. Οποιαδήποτε άλλη πολίχνη, από τις εκατοντάδες γύρω από το Ιλιέ, από τις χιλιάδες της γαλλικής εξοχής, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για το Κομπραί. Είναι πιθανό η απεικόνισή του να ήταν εξίσου επηρεασμένη από τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας του Προυστ στο Οτέιγ. Τα μέρη στα οποία ζούσε ήταν σαν ένα γιγάντιο πηγάδι από το οποίο αντλούσε έμπνευση. Όπως παρατήρησε ο Σάμιουελ Μπέκετ: «Όλος ο κόσμος του Προυστ πηγάζει από ένα φλιτζάνι τσαγιού».
Γράφοντας αυτό το άρθρο, πέρασα ώρες ολόκληρες προσπαθώντας να περιγράψω το Κομπραί της εποχής του Προυστ, καθώς και το σημερινό. Οι διαφορές είναι επουσιώδεις, αλλά ο σκοπός της αναζήτησής μου δεν είχε να κάνει με την ακίνητη περιουσία. Έχω φωτογραφίσει τα τοπία και, σύμφωνα με τον Προυστ, «το μικρό σαλόνι, την τραπεζαρία... την αίθουσα μέσω της οποίας θα οδηγούμουν στο πρώτο σκαλί της σκάλας... και, στην κορυφή, την κρεβατοκάμαρα, με το μικρό πέρασμα με τη γυάλινη πόρτα από την οποία θα έμπαινε η μαμά...» Έχω δει τον σκοτεινό χώρο έξω από την πόρτα, όπου ο νεαρός αφηγητής του Προυστ περίμενε εναγωνίως το φιλί της μητέρας του για καληνύχτα, και τον κράταιγο που άνθιζε στον κήπο του θείου Ζιλ, τον οποίο ονόμαζε Pré Catalan, και έμοιαζε με «μια σειρά από παρεκκλήσια».
Αλλά η αλχημεία του έργου του δεν εντοπίζεται στα πάρκα, στους δρόμους, στα ανθισμένα λουλούδια ούτε στην εκκλησία της πόλης ή στο ίδιο το σπίτι. Οφείλεται στη μεγαλοφυΐα ενός ατόμου που κατάλαβε πως υπήρχε μια σύνδεση μεταξύ όλων των πραγμάτων - πως οι δρόμοι που διανύουμε οδηγούν αναπόφευκτα στο ίδιο μέρος, το οποίο βρίσκεται μέσα μας.
Ο Προυστ μάς παροτρύνει να παρατηρούμε και να εκτιμούμε κάθε φαινομενικά ασήμαντο μέρος ή αντικείμενο ή άτομο στη ζωή μας· να συνειδητοποιήσουμε πως η ίδια η ζωή είναι ένα δώρο και πως όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζουμε έχουν χαρακτηριστικά που αξίζει να εξετάσουμε και να επαινέσουμε - με το πέρασμα του χρόνου».