
Στον εκλιπόντα αρχισυντάκτη μας Μισέλ Δημόπουλο.
Γράφει ο Θόδωρος Σούμας
Η κινηματογραφική αίθουσα αποτελεί πάντοτε μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη εμπειρία. Ο σινεφίλ μπαίνει στην αίθουσα όπως ο πιστός στην εκκλησία. Ο κινηματογράφος λειτουργεί για τον θεατή σε ένα πεδίο ψυχολογικό, ηδονοβλεπτικό, αισθητηριακό, σε ένα πεδίο συγκρότησης του εγώ και της άποψης του ατόμου για τον κόσμο, ιδίως αν είναι νεαρό, άρα και στο κοινωνικό, κοσμοθεωρητικό-φιλοσοφικό, ιδεολογικό, ερωτικό και ψυχολογικό επίπεδο.
Είναι άραγε σινεμά όλες οι μεταδόσεις φιλμ μεγάλων ή μικρών, πειραματικών ή εικαστικών ή ντοκιμαντέρ ή μουσικών φιλμ ή ταινιών για την τέχνη, ακόμη και μέσω της παρουσίασης έργων άλλων μορφών τέχνης, π.χ. της εικαστικής τέχνης, των εγκαταστάσεων ή της μουσικής; Δεν έχει μεγάλη σημασία με ποιες λέξεις θα ονομάσουμε αυτά τα οπτικοακουστικά έργα και τη συνεπαγόμενη οπτικοακουστική εμπειρία. Χάρη στη χρήση του οπτικοακουστικού μέσου και γλώσσας, ντοκιμαντερίστικης ή αφηγηματικής, έχουμε τη διήγηση μιας ιστορίας και την αναπαράσταση, στις μυθοπλασίες, ή την έκθεση και περιγραφή μιας κατάστασης, ενίοτε ντοκιμαντερίστικης, στον δεδομένο χωροχρόνο.
Δεν χρειάζεται να βλέπουμε μόνο Μπέργκμαν, Αντονιόνι, Παζολίνι και γενικά art house, για να βεβαιωθούμε για την αξία του κινηματογράφου.
Πολύ δύσκολα θα ονομάσεις τη θέαση της Οδύσσειας του διαστήματος του Στ. Κιούμπρικ σε ένα κινητό, κινηματογραφική εμπειρία και σινεμά. Ένα συμπέρασμά μας είναι πως δεν διαχωρίζουμε κάθετα το οπτικοακουστικό έργο ανάλογα με το ποιος είναι ο τεχνικός φορέας που μεταδίδει αυτό το έργο ή ανάλογα με κάποιο άλλο τεχνολογικό χαρακτηριστικό. Βέβαια το μέσο προσδιορίζει το μήνυμα και το έργο. Όμως οι απόλυτοι διαχωρισμοί θολώνουν την πραγματικότητα και αμβλύνουν την εμβέλεια των παραγόμενων οπτικοακουστικών έργων. Το φιλμ, το έργο που διοχετεύεται μέσω της αίθουσας, των πλατφορμών streaming, της τηλεόρασης και των άλλων ιντερνετικών οδών, εξακολουθεί να είναι ένα οπτικοακουστικό σύνολο, αφηγηματικό και μυθοπλαστικό ή όχι, δηλαδή ντοκιμαντερίστικο ή άλλο, υβριδικό. Ένα οπτικοακουστικό έργο ενδιαφέρον, αξιόλογο ή προβληματικό, ένα μέτριο ή άσχημο φιλμ.
Η αξία του σινεμά και της οπτικοακουστικής αφηγηματικής γλώσσας επιβεβαιώνεται καθημερινά, ακόμη κι από ένα ψυχαγωγικό φιλμ που βλέπουμε στο ίντερνετ, στην τηλεόραση και στο DVD. Tην πίστη μας στο σινεμά δεν επιβεβαιώνουν μόνο οι καλλιτεχνικές ταινίες ποιότητας, έχουν ενδιαφέρον και αξία ακόμη κι οι απλές, καλές ψυχαγωγικές, εμπορικές και διασκεδαστικές ταινίες, οι καλές κωμωδίες, τα αστυνομικά, τα crime movies, τα πολεμικά, οι καλές περιπέτειες, τα γουέστερν, τα μιούζικαλ και οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας· καθώς και τα καλά ντοκιμαντέρ κάθε είδους και προσανατολισμού. Δεν χρειάζεται να βλέπουμε μόνο Μπέργκμαν, Αντονιόνι, Παζολίνι και γενικά art house, για να βεβαιωθούμε για την αξία του κινηματογράφου.
Το μεταμοντέρνο σινεμά
Στον αντίποδα του ηθικού σινεμά του Ροσελίνι και του νεορεαλισμού, του Ρενουάρ, και του βωβού σοβιετικού σινεμά, βρίσκουμε ένα νεότερο, κάπως αμοραλιστικό κι ανηθικολογικό, παρωδικό και σκεπτικιστικό, σχετικιστικό και κυνικό κινηματογραφικό ρεύμα, το μεταμοντέρνο σινεμά. Ένα νεότερο κεφάλαιο της φιλμικής αισθητικής που έχει ανοίξει σχετικά πρόσφατα είναι η είσοδος και επιρροή του μεταμοντερνισμού στην αισθητική των ταινιών. Το σχετικά πρόσφατο αυτό κεφάλαιο απαιτεί ιδιαίτερη, εκτεταμένη και σε βάθος αντιμετώπιση, εντοπισμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μεταμοντέρνων ταινιών, ανίχνευση του πότε εγκαινιάστηκε αυτή η κινηματογραφική τάση, κι εκτίμηση των προοπτικών και του μέλλοντός της, σχετική με την εξάπλωση της μεταμοντέρνας, μαζικής, pop κουλτούρας για όλους. Οι Έλληνες, κινηματογραφικοί συγγραφείς και θεωρητικοί που αναφέρονται σ' αυτό το ζήτημα είναι η θεωρητικός και καθηγήτρια του σινεμά Ελευθερία Θανούλη στη διδακτορική διατριβή της και η Αφροδίτη Καϊράκη στο Μεταμοντερνισμός και Νέο Χόλιγουντ (εκδ. Αιγόκερως) κ.ά.
Το μεταμοντέρνο σινεμά αντιγράφει τα κινηματογραφικα φιλμ και όχι τη ζωή, όπως υποτίθεται πως κάνει το κλασικό σινεμά. Όπως εξηγεί αναλυτικά το βιβλίο της Αφροδίτης Καϊράκη, το μεταμοντέρνο σινεμά είναι υβριδικό, συγκολλάει ετερόκλιτα κομμάτια με έντονες μεταξύ τους διαφορές και συγκρούσεις, πριμοδοτεί την ασυμμετρία και το χάος, την ασυνεχή αφήγηση και την απαξίωση του νοήματος. Νομιμοποιεί το συνονθύλευμα, τον υβριδισμό και το πέρασμα από τη μια αφηγηματική ενότητα/κομμάτι/κεφάλαιο στο άλλο, από το ένα αισθητικό και κινηματογραφικό είδος σε άλλο μέσα στο ίδιο φιλμ.
Το μεταμοντέρνο σινεμά προάγει το σχόλιο σε όποια αφηγηματικά, δραματουργικά και πραγματολογικά δεδομένα/στοιχεία προηγούνται, μια γλώσσα που κρίνει την προγενέστερη γλώσσα, ήτοι μια μεταγλώσσα. Ανακυκλώνει τα διαφορετικά υλικά του και παράγει remake, sequels, prequels και spin-off. Χρησιμοποιεί ορισμένες φορές την έλλειψη αφηγηματικής γραμμικότητας, τις επαναλήψεις, τη διαστολή και χαλάρωση της αφήγησης, τη διηγηματική ασυνέχεια, το τυχαίο και την κατάργηση της αιτιότητας. Βρίσκουμε ενίοτε στη μυθοπλασία, θεωρίες συνωμοσίας, κατάργηση της ιστορικότητας και της ιστορικής αλήθειας και συνείδησης, συναντάμε ακόμη και τον φουτουρισμό. Εμφανίζονται, συνηθίζονται η παραποίηση και η επανεγγραφή της ιστορικής αλήθειας. Διασταυρώνονται κόσμοι φανταστικοί και «πραγματικοί», δηλαδή οι αναφερόμενες από πραγματολογική σκοπιά πραγματικότητες. Αντιπαρατίθενται διαφορετικές και απόκοσμες πραγματικότητες και δυστοπικοί κόσμοι.
Το μεταμοντέρνο σινεμά υιοθετεί τη στυλιζαρισμένη υπερβολή, υποδεικνύει πως το σινεμά είναι μια τεχνητή, ψευδαισθητική κατασκευή και όχι η πραγματικότητα.
Παρουσιάζονται, εκτίθενται εναλλακτικές αφηγηματικές συνέχειες και λύσεις έτσι ώστε ο θεατής σχεδόν να μπορεί να επιλέξει την αφήγηση που προτιμά. Βασικό αφηγηματικό άξονα μας προσφέρει η ειρωνική ματιά, ο αυτοσχολιασμός και ο σαρκασμός που αποδομούν το αμερικάνικο όνειρο. Μας προτείνεται ένα σύμπαν - φιλμικό κείμενο, επανεγγραμμένο πάνω στην επιφάνεια των άλλων προηγούμενων κειμένων, το οποίο καταλήγει σε ένα σκωπτικό σχόλιο για την τέχνη και το στυλ που το παρήγαγε. Το μεταμοντέρνο σινεμά υιοθετεί τη στυλιζαρισμένη υπερβολή, υποδεικνύει πως το σινεμά είναι μια τεχνητή, ψευδαισθητική κατασκευή και όχι η πραγματικότητα.
Το σύνολο αφομοιώνεται στη μαζική, κυρίαρχη, συχνά αμερικάνικη, pop κουλτούρα. Ένα ερώτημα που κατά συνέπεια διατυπώνεται είναι εάν η όλη καλλιτεχνική διαδικασία οδηγεί στον εκδημοκρατισμό της κουλτούρας, μιας κουλτούρας για όλους, στην αποκαθήλωση της τέχνης από το βάθρο στο οποίο την τοποθέτησαν εξιδανικεύοντάς την οι διανοούμενοι και οι μοντέρνοι καλλιτέχνες, ή στην ισοπέδωση, σε μια μαζικοποιημένη κι αυθαίρετη, ψευδοοικουμενική, παγκοσμιοποιημένη βιτρίνα, σε έναν μαζικοποιημένο εξισωτισμό. Ο μεταμοντερνισμός καταργεί τα στεγανά μεταξύ υψηλής τέχνης και λαϊκής pop κουλτούρας και χρησιμοποιεί τα κόμικς, τη φθηνή λογοτεχνία, τις ετερόκλιτες, ψηφιακές οπτικοακουστικές αναπαραστάσεις, την ψηφιοποίηση των πολιτιστικών δεδομένων και περιεχομένων, την εμπορευματοποίηση της πληροφορίας, την κουλτούρα του ομοιώματος, την αποδυνάμωση της ιστορικότητας, το ξεπέρασμα της αρμονίας και τελειότητας της μοντέρνας τέχνης, τα αστυνομικά αναγνώσματα, τα pulp fiction, τα κινούμενα σχέδια, το νουάρ μυθιστόρημα και φιλμ, τις αναφορές σε και τους σχολιασμούς άλλων μορφών, τα δάνεια, την ανάμιξη του οικείου και του μη οικείου, τους τεχνολογικούς κόσμους προσομοίωσης, τον χλευασμό, τις παραδοξότητες, το κιτς και την παρωδία, τις υπερβολικές, φετιχοποιημένες και πρόδηλα κατασκευασμένες σκηνές βίας, τα λαϊκά καταναλωτικά αντικείμενα και τα πλαστά αντίγραφα, την εμπορευματοποίηση, τον καταναλωτισμό και τον (κυρίως αμερικάνικο) μηδενισμό, τις ετερόκλιτες εθνολογικές, πολυπολιτισμικές, ethnic αναπαραστάσεις, τις παραπομπές σε ποικίλα κινηματογραφικά και καλλιτεχνικά είδη, την ανακύκλωση υλικών, τις επανεγγραφές, την αποδόμηση και τις προσμίξεις, καθώς και την ανάδειξη της κατασκευής και του πεποιημένου του παζλ των οπτικοακουστικών έργων.
Μερικές φορές μπορούμε πιθανώς να μπερδέψουμε τα μεταμοντέρνα και μεταδομιστικά στοιχεία με τα μοντερνιστικά και στρουχτουραλιστικά στοιχεία των ταινιών...
Ορισμένα χαρακτηριστικά φιλμ του συγκεκριμένου ρεύματος ήταν ίσως Οι 12 πίθηκοι (1995) του Τέρι Γκίλιαμ, οι τρεις ταινίες Matrix (1999 έως 2003) των αδελφών Γουατσόφσκι, το Back to the Future I-III (1985-1990), Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερτ Ράμπιτ (1988) και Forest Gump (1994) του Ρ. Ζεμέκις. Μερικές φορές μπορούμε πιθανώς να μπερδέψουμε τα μεταμοντέρνα και μεταδομιστικά στοιχεία με τα μοντερνιστικά και στρουχτουραλιστικά στοιχεία των ταινιών... Παραθέτουμε παρακάτω ανά χώρα παραγωγής (ΗΠΑ, Γαλλία) και κινηματογραφικό ρεύμα, ορισμένες ταινίες που εμπεριέχουν πλευρές και στοιχεία κινηματογραφικού μεταμοντερνισμού, που θα μπορούσαν όμως να ερμηνευτούν και διαφορετικά...
Ως μεταμοντέρνο λογαριάζεται το εξαιρετικό Pulp Fiction (1994) και οι επόμενες, σπουδαίες ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο: Κάποτε στο Χόλυγουντ (2019), Άδωξοι μπάσταρδη (2009), Οι μισητοί οκτώ (2015), Kill Bill I & II (2003-04), Jackie Brown (1997). Καθώς και ταινίες του συνεργάτη του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, Sin Sity (2005), Planet Terror (2007), Αμαρτωλή πόλη: Η κυρία θέλει φόνο (Sin City: A Dame to Kill For, 2014), Από το σούρουπο ως την αυγή (From Dusk Till Dawn, 1996).
Καθοριστικό ήταν Το πέμπτο στοιχείο (1997), μα και άλλα φιλμ του Λυκ Μπεσόν, όπως τα Lucy (2014), Οι απίθανες περιπέτειες της Αντέλ (2010), Ο Βαλέριαν και η πόλη με τους χίλιους πλανήτες (2017) και Νικίτα (1990). Mερικά άλλα γαλλικά φιλμ: του Φρανσουά Οζόν (Πέντε φορές το δύο, 5X2, του 2004, Ο διπλός εραστής, 2017, Sitcom,1998, 8 γυναίκες, 2002, Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο, Dans la maison, 2012, κ.α.)· του Γκασπάρ Νοέ (Irrevrsible, Μη αναστρέψιμος, 2002, Enter the Void, 2009, Climax, 2018, Love, 2015), του Ζαν-Πιερ Ζενέτ (H πόλη των χαμένων παιδιών, 1995, Ντελικατέσεν, 1991, Aμελί, 2001)· του Λεό Καράξ (Holly Motors, 2012, Annette, 2021, Mauvais sang,1986, Οι εραστές της γέφυρας, 1991).
![]() |
Pierrot le Fou (1965). |
Εν μέρει, τα φιλμ του Γκοντάρ περιέχουν πλευρές μεταμοντέρνου κινηματογράφου, ιδιαίτερα τα τελευταία φιλμ του, όπως τα Notre musique, 2004, Adieu au langage, 2014, Film Socialisme, 2010, Η ελεγεία του έρωτα, 2001, κ.ά. Ξεκινώντας από τα Tout va bien και Lettre a Jane, του 1972 αμφότερα, έως το Soigne ta droite, του 1987, και περνώντας από τα περίφημα τηλεοπτικά του έργα, Six fois deux/Sur et sous la communication (1976) και France/tour/détour/deux/enfants (1980), μπορούμε να πούμε πως φτιάχνει φιλμ που έχουν μεταμοντέρνα στοιχεία. Το ίδιο ισχύει για τις πειραματικές και πρωτοποριακές Histoire(s) du cinéma (1989-98). Από τα παλιότερα φιλμ του, της εποχής της nouvelle vague, μπορούμε να σημειώσουμε τα Pierrot le fou (1965), Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν (1967), Η Κινέζα (1967), και αρκετά άλλα. Ακόμη, ορισμένες ταινίες του Αλέν Ρενέ, O θείος απ' την Αμερική, 1980, La vie est un roman (1983), το υπέροχο Smoking/No smoking, 1993, κ.ά.
Επίσης μερικά φιλμ του Λαρς φον Τρίερ (Dogville, 2003, και Manderlay, 2005), του μεταμοντέρνου, μεγάλου Αυστριακού, Μίκαελ Χάνεκε (Funny Games, του 1997 και του 2007, Κρυμμένος, 2005, Benny's Video, 1992, 71 αποσπάσματα μιας χρονολογίας της σύμπτωσης, 1994, Happy End, 2017), του Τομ Τίκβερ (Τρέξε Λόλα, τρέξε, 1998), του Αλμοντοβάρ (Mala education, 2004, Volver, 2006, κ.ά.), του Νάνι Μορέτι (Αγαπημένο μου ημερολόγιο, 1994), του Γ. Λάνθιμου (The Lobster, 2015, The Favourite, 2018, Kυνόδοντας, 2008). Tαινίες των Άγγλων σκηνοθετών Π. Γκριναγουέι (Η κοιλιά του αρχιτέκτονα, 1987, To κρυφό ημερολόγιο, 1996, Tα βιβλία του Πρόσπερο, 1991, Drowning by Numbers, 1988, Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της, 1989, και πολλές ακόμη ταινίες του), Ντάνι Μπόιλ (Slumdog Millionaire, 2008, T2 Trainspotting, 2017) και Μ. Γουιτερμπότομ (24 Hour Party People, 2002).
![]() |
Requiem for a Dream (2000). |
Ορισμένα αμερικάνικα φιλμ ποιότητος, ταινίες του Ντάρεν Αρονόφσκι (Η πηγή της ζωής, 2006, π, 1998, Ρέκβιεμ για ένα όνειρο, 2000, Machine Man, 2014), του Τζιμ Τζάρμους (Mistery Train, 1989, Ghost Dog: Ο τρόπος των σαμουράι, 1999, Dead Man, O νεκρός, 1995), του Γκας Βαν Σαντ (Η γη της επαγγελίας, 2012, Μην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια, 2018, Elephant, 2003, Aκόμη και οι καουμπόισσες μελαγχολούν, 1993), του Τοντ Χέινς (I'm not there, 2007), του Μπαζ Λούρμαν (Moulin Rouge!, 2001, O Υπέροχος Γκάτσμπυ, 2013), του Τιμ Μπάρτον (O ψαλιδοχέρης, 1990), του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ (Εγκλήματα του μέλλοντος, 2022, eXistenZ, 1999, Crash, 1996, Εγκλήματα του μέλλοντος, 1970, Videodrome, 1983, κ.ά.), του Χαλ Χάρτλεϊ (Το κορίτσι της Δευτέρας, 2005, Fay Grim, 2006, To βιβλίο της ζωής, 1998, Amateur, 1994), του Ντέιβιντ Λιντς (Inland Empire, 2006, Malholland Dr., 2001, Twin Peaks, 1989-91), και The Big Lebowski (1998) των αδελφών Κοέν· οι ταινίες σε σενάρια του Φίλιπ Κάουφμαν, ήτοι Η συνεκδοχή της Ν. Υόρκης (2008) και Σκέφτομαι να βάλω τέλος (2020) σε σκηνοθεσία του ίδιου του Τσάρλι Κάουφμαν, Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού (2004) σε σκηνοθεσία του Μισέλ Γκοντρύ, φιλμ του Σπάικ Τζονζ (Adaptation, 2002, Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς, 2009, και τα δυο σε σενάριο του Φ. Κάουφμαν, και Her, 2013)· το The Truman Show (1998) του Πίτερ Γουίαρ· πολλά φιλμ του Γουές Άντερσον (Η γαλλική αποστολή, 2021, Ξενοδοχείο Grand Budapest, 2014, O απίθανος κύριος Φοξ, 2009, Το νησί των σκύλων, 2018, Οικογένεια Τενενμπάουμ, 2001)· του Στίβεν Σόντερμπεργκ (Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες, 1989). Aκόμη και μερικά φιλμ του Γούντι Άλεν (Melinda and Melinda, 2004, Hollywood Ending, Παίζοντας στα τυφλά, 2002, Midnight in Paris, 2011, Purple rose of Cairo, 1985, Zeling, 1983, Διαλύοντας τον Χάρι, 1997).
Eπιπλέον ορισμένες αμερικάνικες, έκδηλα κατασκευασμένες, «πεποιημένες» περιπέτειες του Μπράιαν Ντε Πάλμα (Snake Eyes, 1998, Blow Out, 1981, Οι αδιάφθοροι, 1987), του Ντέιβιντ Φίντσερ (Fight Club, 1999, The Game, 1997, Mank, 2020), ταινίες του Ρίντλεϊ Σκοτ (Blade Runner, 1982), του Κρίστοφερ Νόλαν (Inception, 2010, Tenet, 2020), του Τζέιμς Κάμερον (Avatar, 2009, Avatar: The Way of Water, 2022), του Π. Βερχόφεν (Oλική επαναφορά, 1990), του Γουές Κρέιβεν (η σειρά των ταινιών Scream), του Τζακ Σνάιντερ (300, 2006), του Μπράιαν Σίνγκερ (X-Men, 2000), του Σαμ Ράιμι (Spiderman, 2002), κ.ά. Eπίσης ο μεξικανικοϊσπανικός Λαβύρινθος του Πάνα (2006), του ευφάνταστου Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.
Οι σειρές στις πλατφόρμες
Το σινεμά αποτελεί ένα συνεχές, που συγκροτείται από την οπτικοακουστική έκθεση/παρουσίαση/περιγραφή ή και αφήγηση μιας πεπερασμένης, μικρής ή μεγάλης διάρκειας, ας πούμε από λίγα λεπτά οι μικρού μήκους, έως 4-5 ώρες οι μεγάλου μήκους. Η μεγαλύτερη συνολική διάρκεια και σε συνέχειες, σε συνεχόμενα επεισόδια, είναι χαρακτηριστικό των τηλεοπτικών σειρών, ενός άλλου ακμάζοντος είδους, ιδίως στις πλατφόρμες streaming. Επισημαίνουμε πως υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια και κινηματογραφικές σειρές. Οι σύγχρονες, καλές, ποιοτικές σειρές που παίζονται στις διάφορες πλατφόρμες streaming έχουν ορισμένες ιδιαιτερότητες: Ενδιαφέροντα θέματα και κυρίως καλά σενάρια που έχουν υποστεί μεγάλη επεξεργασία από αρκετούς ειδικευμένους σεναριογράφους. Σκηνοθεσίες κινηματογραφικού επιπέδου. Επιλογές γνωστών και καλών ηθοποιών. Ιδιαίτερη επεξεργασία στο σύνθετο μοντάζ τους, το οποίο υιοθετεί προχωρημένους, μοντέρνους μονταζικούς τύπους στις συνδέσεις των πλάνων και στις εναλλαγές των σκηνών, τους οποίους συναντάμε στο σύγχρονο σινεμά (αυτή η εργασία έχει ιδιαίτερη σημασία στην κατασκευή επεισοδίων, που θυμίζουν ταινίες, των ποιοτικών σειρών). Ένα συνολικό στυλ κινηματογραφικών ταινιών, σε μεγέθυνση της διάρκειάς τους.
Οι σειρές αποτελούν ένα καλό φάρμακο για μια από τις ψυχικές ασθένειες που ταλανίζουν τον δυτικό άνθρωπο της μαζικής, καταναλωτικής κοινωνίας και κουλτούρας, την κατάθλιψη.
Για να πάρουμε μια απόσταση από τα κατασκευαστικά και σκηνοθετικά ζητήματα των ποιοτικών σειρών, πρέπει να τονίσουμε τα διαχρονικά χαρακτηριστικά τους: Οι σειρές προσφέρουν στον θεατή ένα ολόκληρο σύμπαν, παράλληλο προς το καθημερινό, βαρετό, άτακτο και κουραστικό σύμπαν μας. Οι θεατές επιθυμούν να δραπετεύσουν από τον ρουτινιέρικο και πεζό κόσμο της μίζερης κι απογοητευτικής πραγματικότητάς τους και να εισέλθουν, την ώρα της ξεκούρασης και χαλάρωσή τους, σε έναν κόσμο διαφορετικό, πιο ελκυστικό και συναρπαστικό, με μεγαλύτερη αισθητική τάξη. Έναν άλλο κόσμο που θα τους τέρψει, θα τους συγκινήσει και θα τους διασκεδάσει πολύ περισσότερο από τη ζωή, χωρίς να χάνουν καθόλου το αίσθημα ασφάλειας που λειτουργεί σαν προστατευτική ασπίδα κατά τη θέαση της σειράς. Η τεράστια διάρκειά της παίζει σημαντικό ρόλο στην αίσθηση πως συνυπάρχει, παράλληλα με την καθημερινότητα, μια όαση και μια διαφορετική, συνταρακτική ζωή στην οποία μπορούμε να καταφύγουμε για να ψυχαγωγηθούμε χωρίς ρίσκα. Οι σειρές αποτελούν ένα καλό φάρμακο για μια από τις ψυχικές ασθένειες που ταλανίζουν τον δυτικό άνθρωπο της μαζικής, καταναλωτικής κοινωνίας και κουλτούρας, την κατάθλιψη. Οι θλιμμένοι και κουρασμένοι από την κενή, προβληματική, ψυχοφθόρα, άσχημη, οδυνηρή ή ανιαρή, καθημερινή πραγματικότητα, καταφεύγουν στους τεχνητούς κινηματογραφικούς-τηλεοπτικούς κόσμους που έχουν περισσότερη αρμονία, ακόμη και αν περιγράφουν το ιστορικό ή κοινωνικό κακό.
Το μελλοντικό οικονομικό, ψηφιακό σινεμά
Το μελλοντικό σινεμά αναζήτησης, που θα εφευρίσκει, θα ψάχνει και θα ανακαλύπτει νέες μεθόδους κατασκευής των φιλμ και νέες δυνατότητες διανομής τους, θα είναι ψηφιακό, οικονομικότερο χάρη στα ψηφιακά μέσα εικονοληψίας και μοντάζ, θα τείνει περισσότερο προς το DIY (Do It Yourself), και θα είναι πιο ανεξάρτητο, πιο αδέσμευτο από τους μεγάλους και βαρείς τρόπους παραγωγής και διανομής, πιο αυτόνομο στην πορεία του στα πεδία της παραγωγής, σκηνοθεσίας, θεματολογίας, προβληματισμού και διανομής· προσανατολισμένο σε μεγάλο βαθμό στην προώθηση/ διαφήμιση στον κυβερνοχώρο και στα κοινωνικά δίκτυα, και κυρίως προς τη ψηφιακή διανομή. Στον σύγχρονο και αυριανό κινηματογράφο ενισχύονται ορισμένες τάσεις, ιδιαίτερα λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.
Ενισχύεται η χρήση των ψηφιακών σκηνικών στις εμπορικές παραγωγές. Καθώς και τα ψηφιακά ειδικά εφέ. Παράλληλα, στο καλλιτεχνικό σινεμά και ειδικότερα στις μικρότερες ανεξάρτητες παραγωγές δυναμώνει η ευκολία των γυρισμάτων με πιο ελαφρές ψηφιακές κάμερες, φθηνότερο ψηφιακό υλικό εικόνας και ήχου, μεγαλύτερη ευκινησία και αυτονομία, ευκολότερα γυρίσματα και συνεργεία. Μπορείς να γυρίσεις περίπου τα ίδια πράγματα όπως παλιά με πολύ μικρότερο κόστος. Οι νέοι άνθρωποι μπορούν να υλοποιήσουν τα projects τους με λίγα χρήματα. Έτσι ισχυροποιούνται οι ανεξάρτητες, φθηνότερες παραγωγές. Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη απεξάρτηση από τα κέντρα χρήματος και εξουσίας, μεγαλύτερη πολιτική ανεξαρτησία. To σύγχρονο σινεμά μπορεί να γυριστεί με απλούστερες, αμεσότερες, πιο αυθόρμητες και πειραματιζόμενες μεθόδους, και πιο ανεξάρτητους τρόπους από την παραδοσιακή, κανονική παραγωγή, από ό,τι παλιά, με μικρή ψηφιακή κάμερα, ακόμη και με κινητό. Αλλά και να διανεμηθεί με διαφορετικούς τρόπους και μέσα, μέσω ίντερνετ, από τις πλατφόρμες streaming και το youtube, στο PC, στο τάμπλετ, ακόμη και στο κινητό την ώρα που κάποιος ταξιδεύει. Πολλές καλλιτεχνικές και ανεξάρτητες ταινίες θα είναι, ως ψηφιακές, πιο οικονομικές παραγωγές, πιο ευέλικτες και απλές, αυτοσχεδιαστικές, «διαφορετικές», ποικιλόμορφες και πολυπληθείς.
Γενικά θα προκύψουν κινηματογραφικές αλλαγές λόγω των κοινωνικών, πολιτικών, φυλετικών, επιδημιολογικών, σεξουαλικών, ταυτοτικών, αλλά κι οικονομικών και τεχνολογικών μεταβολών.
Τα κινηματογραφικά «είδη» θα διευρυνθούν και θα ποικίλουν. Φιλμ για τις μουσικές, τις τέχνες, την ψηφιακή και ιντερνετική τέχνη (web art), την καθημερινότητα, για κομμάτια του κοινωνικού γίγνεσθαι, ντοκιμαντέρ διαφόρων προσανατολισμών, φιλμάκια για το ίντερνετ, τηλεοπτικά, φιλμ κι οπτικοακουστικά έργα μικρής ή μεγάλης διάρκειας, κ.α. Πιθανά όλα αυτά δεν θα λέγονται ή δεν θα είναι σινεμά, θα αποτελούν ψηφιακά φιλμ, παραγωγές οπτικοακουστικών συνόλων με αφήγηση ή χωρίς, δηλ. ντοκιμαντερίστικου και «άμεσου» χαρακτήρα ή ρεπορτάζ και παρουσιάσεις πολιτιστικών, κοινωνικών και άλλων έργων. Ο πλουραλισμός και το εύρος των σημερινών ντοκιμαντέρ υποδεικνύουν τη μελλοντική προοπτική του σινεμά και του τηλεοπτικού και ψηφιακού-ιντερνετικού φιλμ. Γενικά θα προκύψουν κινηματογραφικές αλλαγές λόγω των κοινωνικών, πολιτικών, φυλετικών, επιδημιολογικών, σεξουαλικών, ταυτοτικών, αλλά κι οικονομικών και τεχνολογικών μεταβολών.
Οι αναθεωρήσεις είναι συνεχείς, είναι βέβαιη και αναπότρεπτη διαδικασία, είτε αφορούν την κοινωνία, είτε τις φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές, πληθυσμιακές, μειονοτικές κι σεξουαλικές ταυτότητες. Όπως συμβαίνει με τη παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση ευρωπαϊκών χωρών, όσο κι αν ορισμένοι δεν τις θέλουν, είναι αναπόφευκτες διαδικασίες. Άρα το σινεμά και οι άλλες τέχνες οφείλουν να προσαρμόζονται σε αυτές τις αναθεωρήσεις και να συμβάλλουν στην ώθησή τους προς γόνιμες, εποικοδομητικές, δημοκρατικές και δημιουργικές κατευθύνσεις. Ο Νίκος Αλέτρας συνέταξε στο πολύ καλό, μεταμοντέρνο και κατατοπιστικό βιβλίο του Streaming και ψηφιακή διανομή (εκδ. Αιγόκερως), το ενδιαφέρον κι εύστοχο μανιφέστο του σύγχρονου, ανεξάρτητου, «full service», ψηφιακού κινηματογραφιστή και τις ευκταίες προδιαγραφές του κινηματογράφου του.
Promotion των φιλμ
Αυτό που θα έχει ακόμη ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα θα είναι πώς η προώθηση και διαφήμιση των ταινιών θα περνούν ολοένα και περισσότερο μέσω του ίντερνετ και των social media. Oι παραγωγοί κι οι δημιουργοί, οι οπαδοί, οι fan της εκάστοτε ταινίας μπαίνουν σε ένα κίνημα, ένα ρεύμα προώθησης και διαφήμισης της ταινίας και δημιουργούν μια πολυμεσική (transmedia) αφήγηση, η οποία διοχετεύεται σε πολλά μέσα του ίντερνετ, στα κοινωνικά δίκτυα, σε πλατφόρμες sreaming, στo youtube, στον πολυδιαπλατφορμικό χώρο γενικότερα, κ.τ.λ. και διηγούνται μια ενιαία ιστορία ή εμπειρία σχετική με το φιλμ (υπάρχει όμως αυτοτέλεια της κάθε αφήγησης του κάθε μέσου). Όλες αυτές οι σχετικές με το φιλμ αφηγήσεις ενώνονται σε έναν ενιαίο αφηγηματικό ποταμό, ένα κοινό ρεύμα που προωθεί την ταινία, πρόκειται άρα για transmedia καμπάνια, για transmedia marketing, που περιλαμβάνει από μπλουζάκια, κόμικς, videogames και διαφημίσεις έως φεστιβάλ, παιχνίδια και κατασκευές εικονικής πραγματικότητας (Virtual Reality).
Η διανομή
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το τι είναι σινεμά δεν καθορίζεται μόνο από τον φορέα, το υλικό των οπτικοακουστικών στοιχείων, αναλογικών ή ψηφιακών, μα και από το μέσο απ' το οποίο μεταδίδεται και δίνεται σε εμάς, κινηματογραφική αίθουσα και προβολή, τηλεόραση, home video, υπολογιστή, laptop, tablet ή κινητό.
Το σύγχρονο και μελλοντικό σινεμά μάλλον θα διανέμεται ολοένα και περισσότερο από τα νέα τεχνολογικά μέσα που προανέφερα, και αρκετά από αυτά θα έχουν εικόνα κι οθόνη μικρότερη από τη μεγάλη οθόνη των αιθουσών, άρα αυτό θα επηρεάσει την κατασκευή των φιλμ (πλανάρισμα/ντεκουπάζ, κλίμακα των πλάνων, πλησίασμα της κάμερα στους ηθοποιούς). Η παραγωγή τους, επίσης, θα επηρεαστεί από αυτό, θα είναι ενδεχομένως απλούστερη. Θα χρησιμοποιούνται περισσότερο τα ειδικά εφέ μέσω των κομπιούτερς, για τη δημιουργία ντεκόρ των κατοικημένων και των φυσικών χώρων, και άλλων στοιχείων της εικόνας (η υπερβολική επεξεργασία μέσω κομπιούτερ δεν θέλγει πολύ). Θα εξακολουθούν οπωσδήποτε να υπάρχουν τα πολύ εμπορικά φιλμ, ανεξαρτήτως μέσω ποιου φορέα θα μεταδίδονται, μέσω πλατφορμών streaming, αιθουσών ή άλλων οδών, που ποντάρουν στη μεγάλη επένδυση παραγωγής και στην αποτύπωσή της στην εικόνα και στον ήχο, και κυρίως στις πολλές θεάσεις από τα διάφορα μέσα, στα πολλά εισιτήρια, στα μεγάλα έσοδα και στο κέρδος.
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, το πεζογράφημα – πολιτική μαρτυρία «Ο Βασίλης –ψευδώνυμο Γιάννης– στην αριστερά (1971 - 2008)» (εκδ. Επίκεντρο).