Το Avatar: The way of water αποδεικνύει ότι όσο εκπληκτικό κι αν είναι το οπτικό θέαμα, ένα κακό σενάριο οδηγεί πάντα σε μια κακή ταινία.
Γράφει ο Αντώνης Κάπας
Δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη προβολή του blockbuster επιστημονικής φαντασίας, Avatar, ο Τζέιμς Κάμερον [James Cameron] επιστρέφει στην Πανδώρα δίνοντας μας το πολυαναμενόμενο (και κατά τα φαινόμενα πρώτο από μια σειρά πολλών ακόμα) σήκουελ, Avatar: The way of water. Πρόκειται για μια παραγωγή στην οποία είχανε επενδυθεί απίστευτα υψηλές προσδοκίες τις οποίες μεγέθυναν τα πολλά χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη ταινία του franchise.
Οι Άνθρωποι του Ουρανού επιστρέφουν στην Πανδώρα
Η ταινία διαδραματίζεται πάνω από μια δεκαετία αργότερα από το τέλος της πρώτης, όπου βλέπουμε ότι ο πρωταγωνιστής Τζέικ Σάλι (Sam Worthington) έχει πλέον αποκτήσει οικογένεια με πολλά παιδιά, και ζει τη ζωή του ευτυχισμένος με τη φυλή του. Ώσπου μια μέρα οι άνθρωποι (Οι Άνθρωποι του Ουρανού) επιστρέφουν στην Πανδώρα και κηρύσσουν ξανά πόλεμο στους Νάβι, αναγκάζοντας τον Τζέικ να διοικήσει τον λαό του και να αντισταθεί για άλλη μια φορά. Μέχρι που η εμφάνιση ενός παλιού εχθρού (Stephen Lang) τον οδηγεί να αφήσει το δάσος και να αναζητήσει άσυλο μαζί με την οικογένεια του σε μια παραθαλάσσια φυλή Νάβι.
Είναι σχεδόν δυσάρεστο να σκέφτεται κάνεις τον απίστευτο κόπο που έχει δοθεί στα ειδικά εφέ αυτής της ταινίας, και βέβαια το κόστος, όταν αυτός ο κόπος χάνεται γρήγορα μέσα στο χάος που είναι το δυσάρεστα κακογραμμένο σενάριο.
Όπως και το πρώτο Avatar, κι αυτή η ταινία βασίζεται σε επαναστατικά οπτικά εφέ. Η απίστευτη λεπτομέρεια στα χαρακτηριστικά των προσώπων, ο ρεαλισμός με τον οποίο αλληλεπιδρά η θάλασσα με τους χαρακτήρες, και η φοβερή δημιουργικότητα της θαλάσσιας πανίδας που έχει σχεδιάσει ο Τζέιμς Κάμερον, συνθέτουν ένα από τα πιο εντυπωσιακά θεάματα στην ιστορία των ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Είναι σχεδόν δυσάρεστο να σκέφτεται κάνεις τον απίστευτο κόπο που έχει επενδυθεί στα ειδικά εφέ αυτής της ταινίας, και βέβαια το κόστος, όταν αυτός ο κόπος χάνεται γρήγορα μέσα στο χάος ενός δυσάρεστα κακογραμμένου σεναρίου.
Και μόνο η περιγραφή της πλοκής αρκεί για να προβληματίσει τον παρατηρητικό θεατή: Για ποιον λόγο η εμφάνιση ενός εχθρού κάνει τον πρωταγωνιστή να νομίζει ότι η θέση του σαν αρχηγός είναι επικίνδυνη για τον πληθυσμό ενός χωριού το οποίο είναι υπό επίθεση εδώ και χρόνια; Γιατί είναι τόσο σημαντικό για τους ανθρώπους να εξοντώσουν ένα εχθρό ο οποίος έχει φύγει από το κύριο πεδίο μάχης; Και για ποιον λόγο να στείλουν τον «αναστημένο» συνταγματάρχη ο όποιος είχε αποτύχει παταγωδώς στην τελευταία του αποστολή;
Όλες αυτές οι τρύπες του σεναρίου δεν είναι τίποτα μπροστά στο γεγονός ότι οι θεατές είναι αναγκασμένοι να περάσουν τρεις ώρες παρακολουθώντας μια απόπειρα κατασκευής ενός teen drama ανάμεσα στον πρωταγωνιστή, τα παιδιά του και τους «νταήδες» τους, με την κουραστική χρήση μιας παρωδίας εφηβικού διάλογου, στην οποία, για κάποιο λόγο, η λέξη bro βασιλεύει.
[...] το Avatar: The way of water αποδεικνύει ότι όσο εκπληκτικό κι αν είναι το οπτικό θέαμα, ένα κακό σενάριο οδηγεί πάντα σε μια κακή ταινία.
Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά δεν είναι απλά ακαταλαβίστικα, καθώς μπορείς να εντοπίσεις την προσπάθεια του Κάμερον να σχεδιάσει μια συναισθηματική ιστορία χτίζοντας έναν παραλληλισμό ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και τον κακό, όπου και οι δυο χαρακτήρες έχουνε μια δύσκολη σχέση με τον γιο τους. Η υπόθεση αυτή όμως όχι μόνο βρίσκεται σε εντελώς λάθος πλαίσιο, μια και πρόκειται στην ουσία για μια πολεμική ταινία, άλλα αποπροσανατολίζει τον θεατή, ο οποίος δύσκολα θα πειστεί ότι ένας νεαρός θα δενότανε με έναν άνθρωπο τον οποίο δεν γνωρίζει καθόλου, αγνοώντας το γεγονός ότι είναι ένας αδίστακτος δολοφόνος, και ότι και μόνο η ανάσα του νεαρότερου γιου του πρωταγωνιστή θα ήταν «ντροπή για την οικογένεια».
Όλο αυτό το αχρείαστα μακροσκελές κομμάτι της ταινίας αποτυγχάνει εντελώς, πράγμα εντυπωσιακό όταν συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για μια απόπειρα χτισίματος ενός τυπικού και όχι ιδιαίτερα πρωτότυπου συναισθηματικού climax.
Εν κατακλείδι, το Avatar: The way of water αποδεικνύει ότι όσο εκπληκτικό κι αν είναι το οπτικό θέαμα, ένα κακό σενάριο οδηγεί πάντα σε μια κακή ταινία.