Για την ταινία Fabelmans του Στίβεν Σπίλμπεργκ που παίζεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες.
Γράφει ο Θόδωρος Σούμας
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι ένας από τους μάγους σκηνοθέτες και αφηγητές της οπτικοακουστικής, κλασικής γλώσσας του κινηματογράφου, που θυμίζει συχνά τους μεγάλους σκηνοθέτες του κλασικού, αμερικάνικου, χολιγουντιανού σινεμά (από τον Τζον Φορντ και τον Σεσίλ Ντε Μιλ έως μια χιουμοριστική εκδοχή των «εξωτικών» φιλμ του Φριτς Λανγκ). Έχει όπως και αυτοί, περιπλανηθεί στα διάφορα είδη του σινεμά, στις περιπέτειες (τέσσερα φιλμ με τον Ιντιάνα Τζόουνς, δύο Τζουράσικ Παρκ, 1993 και 1997, Τα σαγόνια του καρχαρία, 1975), τα αστυνομικά (Το εξπρές του Σούγκαρλαντ, 1974, Πιάσε με αν μπορείς, 2002), τα κοινωνικά φιλμ (The Terminal, 2004), οι κωμωδίες (1941, από πού πάνε στο Χόλιγουντ παρακαλώ; 1979), αντιρατσιστικά κοινωνικά (Amistad, 1997, Η λίστα του Σίντλερ, 1993), τα κατασκοπικά (Η γέφυρα των κατασκόπων, 2016), τα αντιπολεμικά (To άλογο του πολέμου, 2011, Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, 1998, Η λίστα του Σίντλερ, 1993, Η αυτοκρατορία του ήλιου, 1987, 1941, από πού πάνε στο Χόλιγουντ παρακαλώ; 1979 ), τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας (Ο πόλεμος των κόσμων, 2005, A.I.: Minority report, 2002, Στενές επαφές τρίτου τύπου, 1977, Ε.Τ., ο εξωγήινος, 1982), τα φιλμ φαντασίας (Για πάντα, 1989), oι παιδικές ταινίες (Ο μεγάλος φιλικός γίγαντας, 2016, Κάπτεν Χουκ, 1991) ή φιλμ για την παιδική και εφηβική ηλικία (Η αυτοκρατορία του ήλιου, 1987, Ε.Τ., ο εξωγήινος, 1982, The Fabelmans, 2022), τα δράματα (Το πορφυρό χρώμα, 1985), τα μιούζικαλ (West Side Story, 2021), τα πολιτικά φιλμ (The Post: Απαγορευμένα μυστικά, 2017, Lincoln, 2012, Μόναχο, 2005), τα κινούμενα σχέδια (Οι περιπέτειες του Τεν Τεν: Το μυστικό του Μονόκερου, 2011) ή τα βασισμένα στα ψηφιακά μέσα, φτιαγμένα εν πολλοίς στα κομπιούτερ, φιλμ (Ready Player One, 2018), συν τα φίλμ που έχει κάνει για την τηλεόραση και για σειρές (H ζώνη του λυκόφωτος). Αρκετά από τα φιλμ του εντάσσονται, εκτός των άλλων, στο είδος των καλλιτεχνικών ή σινεφίλ ταινιών (H λίστα του Σίντλερ, Η αυτοκρατορία του ήλιου, Το πορφυρό χρώμα, The Post: Απαγορευμένα μυστικά, Armistad, The Terminal, Η γέφυρα των κατασκόπων, κ.α.), όλα του τα φιλμ φτιαγμένα με δραματικότητα ή χιούμορ ή και τα δύο. Οι ταινίες του είναι χρωματισμένες με τα έντονα, δικά του, φαντασμαγορικά, θεαματικά πλάνα και τις εντυπωσιακές κινήσεις της κάμερα, όλα κατασκευασμένα με τρομερή αφηγηματική δεινότητα και οπτικό, χρωματικό πλούτο, με πολύ συναίσθημα, ενίοτε βασισμένο σε απλούς μηχανισμούς παραγωγής του, με αστεία, συγκίνηση, δράση, κίνηση, και εν γένει θυελλώδεις οπτικοακουστικές, φιλμικές συλλήψεις και ιδέες...
Τα λόγια είναι φτωχά για να αναδείξουν την ακρίβεια, την κραταιότητα, την κομψότητα και τον πλούτο όλης αυτής της σφιχτοδεμένης και φορτισμένης αφηγηματικής διεργασίας.
Η αφήγηση
Είδα πρόσφατα το The Fabelmans και θαύμασα τη μεγάλη ικανότητα του Σπίλμπεργκ να αφηγείται επιδέξια, προκαλώντας το ενδιαφέρον και τα συναισθήματα του θεατή, δημιουργώντας του κίνητρα για να παρακολουθήσει την ιστορία της οικογένειας του Σπίλμπεργκ και την πορεία του νεαρού, που αργότερα θα γίνει μεγάλος σκηνοθέτης. Παρακολουθούμε έκθαμβοι την τεράστια και λεπτομερειακή εργασία του Σπίλμπεργκ πάνω στο πώς εμφανίζει τα συναισθήματα των ηρώων του, του νεαρού κινηματογραφόφιλου, της στριμωγμένης σε ένα (α)ερωτικό αδιέξοδο μητέρας του και του ανεκτικού, συγκαταβατικού, έξυπνου μηχανικού που είναι ο πατέρας· στο πώς ξετυλίγει και αναπτύσσει αυτά τα συναισθήματα, πώς δένει τα αισθήματα του ενός με τα αισθήματα του άλλου (πρόκειται για μια οικογένεια όπου οι γονείς σταδιακά απομακρύνονται και τελικά χωρίζουν). Η ανέλιξη, η ανάπτυξη του σεναρίου του Σπίλμπεργκ και του σεναριογράφου του Τόνι Κούσνερ, είναι για σεμινάριο. Το πώς οι καταστάσεις εξελίσσονται, αλληλοεπηρεάζονται και μεταβάλλονται απαιτεί πολλή λεπτοδουλειά ακριβείας που παίρνει υπόψη της όλες τις προδιαγραφές για σωστή και κλιμακούμενη μυθοπλασία και δραματουργία. Τα λόγια είναι φτωχά για να αναδείξουν την ακρίβεια, την κραταιότητα, την κομψότητα και τον πλούτο όλης αυτής της σφιχτοδεμένης και φορτισμένης αφηγηματικής διεργασίας. Όχι όμως υπερβολικά φορτισμένης, γιατί η διακριτικότητα και οι ηθελημένα χαμηλοί τόνοι αποτελούν χαρακτηριστικά της μυθοπλασίας και του χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα, του νεαρού Εβραίου Σαμ, του εκκολαπτόμενου σκηνοθέτη.
Το The Fabelmans, χάρη στην παντοδύναμη, εκφραστική σκηνοθεσία του Σπίλμπεργκ, μας ωθεί ανάλαφρα στον ρομαντισμό, στη χαρά, στη θλίψη, στη διασκέδαση, χειρίζεται επιδέξια τα συναισθήματα των θεατών, περνά συνειδητά και πανέξυπνα από το δραματικό στο αστείο και αντίστροφα, συγκινεί και ψυχαγωγεί. Οι τρόποι της πιο προσωπικής, αυτοβιογραφικής κι εξομολογητικής ταινίας του Σπίλμπεργκ είναι η τρυφερότητα, η ειλικρίνεια, η φρεσκάδα, η διεισδυτικότητα, ο συναισθηματισμός, η γλυκύτητα και η ανάδειξη της λύπης και της στεναχώριας στα κομμάτια της ζωής – και του φιλμ – όπου υπερισχύουν.
Η κινηματογραφική γλώσσα
Το The Fabelmans είναι η ανάμειξη «αυτομυθοπλασίας» (autofiction) και ημερολογίου, διαποτισμένη από αισιοδοξία, πίκρα, κωμικότητα και παραμύθι. Ο Σπίλμπεργκ είναι ο καλύτερος, εν ζωή αφηγητής και παραμυθάς του σύγχρονου σινεμά, ένας υπέροχος, δεξιοτέχνης story-teller μέσω της κινηματογραφικής γλώσσας και σκηνοθεσίας, μα όχι μόνο αυτό. Υπερβαίνει την εκπληκτική αυτή ικανότητά του γιατί μέσα από τις ιστορίες, τα παραμύθια, τις περιπέτειες και τις αστυνομικές ή αντιπολεμικές ή δραματικές ή αστείες φιξιόν που μας διηγείται εκφράζει έναν μεγάλο πλούτο ανθρώπινων συναισθημάτων, παίρνοντας τον θεατή από το χέρι και οδηγώντας τον στη λύτρωση και στη χαρά (όπως κάνει συχνά με τους ίδιους τους ήρωές του, με τον νεαρό σωσία του στους Fabelmans). Πρόκειται δηλαδή για έναν κινηματογράφο που κεραυνοβολεί κι εντυπωσιάζει την όραση και την ακοή του θεατή, ευφραίνει την καρδιά και διασκεδάζει την ψυχή του. Ο Σπίλμπεργκ αγγίζει, ταρακουνάει, συγκινεί και συνταράσσει τον θεατή με σκηνές θεαματικής περιπέτειας και δραματικού κοινωνικού φιλμ, με αστυνομικό σασπένς και με φαντασμαγορικά παραμύθια. Διατηρώντας την αμεσότητα, αθωότητα και καλπάζουσα φαντασία της παιδικής, άδολης ματιάς του.
Στην ταινία διαπιστώνουμε την απόλυτη γνώση και κατοχή εκ μέρους του Σπίλμπεργκ της κινηματογραφικής γλώσσας, την πλήρη κυριαρχία του στα μέσα και στα εργαλεία της σκηνοθεσίας. Το φιλμ αποτελεί ένα σημαντικό μάθημα αισθητικής, σκηνοθεσίας και τεχνικής κινηματογράφου. Βρίσκουμε μια διεγερτική και διασκεδαστική διήγηση, απολαυστικές κωμικές καταστάσεις και διαλόγους, πετυχημένα ζωγραφισμένους χαρακτήρες, όπως η θερμή, μα χριστιανή πρώτη γκόμενα του νεαρού ήρωα, και ο γεμάτος ιδέες, αποφθέγματα, εμπειρίες και διδασκαλίες, καμποτίνος θείος του που εργάστηκε στο τσίρκο και στο παλιό χολιγουντιανό σινεμά, δηλαδή στην κατασκευή της μαγείας του θεάματος, των κωμικών νούμερων και των εικόνων.
The Fabelmans αποδίδουν φόρο τιμής στον κινηματογράφο με την πλαστικότητα και εικαστικότητα των πλάνων τους. Η βιρτουόζικη χρήση των σκηνοθετικών, ντεκουπαζικών και μονταζικών μέσων, και οι ευαίσθητες κι ενίοτε αισθαντικές ποιητικές εικόνες καθιστούν τη λεπταίσθητη κι ερεθιστική οπτικά, δήλωση αγάπης του Σπίλμπεργκ προς το σινεμά και την οικογένειά του, συγκινητική και γλυκιά.
Σχετικά με την ύπαρξη της κινηματογραφοφιλίας και ειδικότερα των αναφορών σε άλλες ταινίες του ίδιου του Σπίλμπεργκ, ένας πολύ προσεκτικός παρατηρητής θα έβρισκε ομοιότητες ή αναφορές σε παλιότερα φιλμ του, από τις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου, ως τον Ε.Τ., Εξωγήινο και το Πιάσε με αν μπορείς, το Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν και το Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία σταυροφορία.
Πολλοί κινηματογραφόφιλοι μπορούν να ξεγελαστούν άνετα, να συνταυτιστούν με την απρόσκοπτη αφηγηματική ροή του έργου, και να μη δουν τίποτε από την τεράστια μυθοπλαστική/αφηγηματική/δραματουργική επεξεργασία που έγινε, γιατί είναι παρασυρμένοι από αυτό το «σινεμά της διαφάνειας» όπως αποκαλούσαν στη Γαλλία κάποτε το κλασικό, χολιγουντιανό, αφηγηματικό σινεμά ορισμένοι κριτικοί. Τι διέκρινε το κλασικό, λεγόμενο «σινεμά της διαφάνειας»; Το ότι είχε μια αδιάλυτη σκηνοθετική, ντεκουπαζική, δηλαδή οπτικοακουστική κι αφηγηματική ροή και ανέλιξη, η οποία δεν σου επέτρεπε καν να ξεχωρίσεις το ένα πλάνο από το άλλο, να αντιληφθείς τις παρεμβάσεις του μοντάζ (όπως αντιθέτως επιδιωκόταν στο σοβιετικό, βωβό σινεμά του Αϊζενστάιν με το «μοντάζ των συγκρούσεων» και στον Γκοντάρ και τους μεταγκονταρικούς σκηνοθέτες). Το κλασικό αμερικάνικο σινεμά της «διαφάνειας» και της δεξιοτεχνικής, αόρατης «ραφής» των πλάνων, το οποίο υπηρετεί στους The Fabelmans ο Σπίλμπεργκ, διασφαλίζει την απόλυτη αίσθηση συνέχειας, που διευκολύνει την ταύτιση και δεν αφήνει περιθώρια για ψυχρές αποστασιοποιήσεις των θεατών· εδώ κυριαρχεί η αναπόδραστη, αναπόφευκτη ροή των πραγμάτων και της ζωής, κι η ταύτιση με τις συγκινήσεις των προσώπων του δράματος και της ταινίας. Όλα με αισθητική ισορροπία, με κορυφούμενο ενδιαφέρον και με την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης του θεατή.
Από νοηματική και μυθοπλαστική σκοπιά
Η ματιά πάνω στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία απετέλεσε ένα από τα αγαπημένα θέματα του Σπίλμπεργκ, που έζησε μια προβληματική εφηβική ηλικία στα πλαίσια μιας εσωτερικά κλυδωνιζόμενης οικογένειας, στον Ε.Τ., το Πιάσε με αν μπορείς, την Αυτοκρατορία του ήλιου, στην Α.Ι.: Τεχνητή νοημοσύνη, στο Ο μεγάλος φιλικός γίγαντας, τον Κάπτεν Χουκ και αλλού. Οι αναμνήσεις, οι νύξεις και οι συγκαλυμμένες σκέψεις του σκηνοθέτη για την παιδική κι εφηβική ηλικία του, θα βρουν στους The Fabelmans, μέσω της αυτομυθοπλασίας, την ελεύθερη και χωρίς (αυτο)περιορισμούς, εξωτερίκευση κι έκφραση.
Γινόμαστε μάρτυρες του τραύματος του μικρού από τη θέαση στη μεγάλη οθόνη της κινηματογραφικής αίθουσας, της σύγκρουσης του τρένου, και το πώς επιχειρεί να το δεχτεί και να το ξεπεράσει, με τη δική του κινηματογραφική αναπαράσταση. Ο μικρός Σαμ, αφού υποστεί το σοκ του τρόμου βλέποντας στην οθόνη το τρομακτικό τρακάρισμα του τρένου σε μια παλιά χολιγουντιανή, εντυπωσιακή ταινία του Σεσίλ Ντε Μιλ, θα επιχειρήσει να ξαναδημιουργήσει τις εικόνες που είδε και τον σόκαραν, και να τις φιλμάρει με την Super 8 κάμερα του μπαμπά, για να τις αποτυπώσει, να τις φυλακίσει δια παντός στο φιλμ, να τις ελέγξει, και να κυριαρχήσει έτσι στις συγκινήσεις, στο δέος και στον φόβο που του προκάλεσαν. Kάτι που καταλαβαίνουμε πως θα συνεχίσει να κάνει σε όλη τη ζωή του και με αυτό τον τρόπο θα γίνει ο πασίγνωστος, σπουδαίος σκηνοθέτης. Το The Fabelmans μας δείχνει πώς, μέσα από ποιες ψυχικές διεργασίες έγινε σκηνοθέτης ο μικρός· πώς, από ποιες διαδικασίες εξιδανίκευσης, μετουσίωσης και άρα ελέγχου της πραγματικότητας και της ζωής, οδεύουμε προς την τέχνη!
Ο νεαρός πρωταγωνιστής της μυθοπλασίας,ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ μικρός, αντιλαμβάνεται βαθμιαία πως το να κάνει σινεμά έχει λυτρωτική δύναμη επούλωσης των τραυμάτων του, ομορφαίνει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει και τον κάνει να ελέγχει τη ζωή και να κυριαρχεί επ' αυτής κατά τη διάρκεια της δύσκολης, προβληματικής εφηβείας του. Γίνεται το παιδί που εφευρίσκει έναν τρόπο να χειραγωγεί τη ροή της ζωής, του χρόνου που προχωρά αμείλικτος ανεπιστρεπτί και των ανθρωπίνων αισθημάτων στη ζωή.
Ο Σπίλμπεργκ ξαναζωντανεύει και αναδομεί τις αναμνήσεις του, τις αναλύει και ουσιαστικά αυτοψυχαναλύεται, ξαναζεί τα τραύματά του, ατομικά και οικογενειακά, παιδικά και εφηβικά, εξιλεώνεται και δικαιώνεται.
Ο Σπίλμπεργκ ξαναζωντανεύει και αναδομεί τις αναμνήσεις του, τις αναλύει και ουσιαστικά αυτοψυχαναλύεται, ξαναζεί τα τραύματά του, ατομικά και οικογενειακά, παιδικά και εφηβικά, εξιλεώνεται και δικαιώνεται. Συγχωρεί τα σφάλματα των γονιών του. Η σταδιοδρομία του Σπίλμπεργκ ταυτίζεται με τη σταδιακή κατασκευή ενός όμορφου, γλυκού και διασκεδαστικού κουκουλιού, μιας άνετης, γοητευτικής κάψουλας που ταξιδεύει στον χρόνο και που επινόησε κι έφτιαξε από έφηβος, για να προφυλαχτεί εκεί κι αυτός και ο θεατής του, από τις αδυσώπητες αλήθειες του κόσμου και της κοινωνίας. Η εποχή που αναγκάστηκε να αποδεχτεί ότι η οικογένειά του διαλυόταν, τον άλλαξε ριζικά, η αθωότητά του τερματίστηκε, μα έτσι ανακάλυψε ότι μπορούσε να ξαναζωντανέψει νοσταλγικά την παλιά, χαμένη θαλπωρή κι ευτυχία και την απόσυρση κι απουσία του πατέρα του, μέσα από τη δημιουργία του οικογενειακού σινεμά σε Super 8...
Το θετικό και τρυφερό στοιχείο του στοργικού και ψυχοθεραπευτικού αυτού φιλμ είναι η έμφαση που δίνει ο Σπίλμπεργκ στην επουλωτική, απελευθερωτική δυνατότητα του κινηματογράφου, ως μηχανισμού ψυχικής έκφρασης, είτε αν τον φτιάχνεις εσύ, μέσω της λυτρωτικής, καλλιτεχνικής, δημιουργικής εργασίας, είτε εάν τον απολαμβάνεις καθισμένος στην πολυθρόνα. Τα φιλμ αποτελούν οάσεις αρμονίας, συνεκτικότητας και εύμορφης τάξης μεσ' στο χάος της ζωής και του κόσμου. Ο νεαρός Σαμ ανακαλύπτει την ψυχοθεραπευτική δράση του να κάνεις σινεμά και τέχνη, το οποίο αντιπαραθέτει στην αφερεγγυότητα, την ασχήμια, την αναξιοπιστία και κακία της κοινωνίας, στη διάλυση του ζεύγους των γονιών του και στον αντισημιτικό ρατσισμό των συμμαθητών του στο κολέγιο.
Μετά το πρώτο μέρος της ταινίας, αυτό της αγαθότητας και της ζεστής αφέλειας των συναισθημάτων του Σάμι, έρχεται, αργότερα, πάλι χάρη στο φιλμάρισμα και ιδίως χάρη στο μοντάζ κάποιων σκηνών που τράβηξε κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής εκδρομής με φίλους, η πικρή, απομυθοποιητική και μελαγχολική συνειδητοποίηση της πραγματικότητας της διάλυσης του γάμου των γονιών του. Η κάμερα έχει αποτυπώσει, παρά τη θέλησή του, την αλήθεια της ερωτικής σχέσης της μητέρας με τον στενό φίλο του πατέρα, σκηνή την οποία καλείται να μοντάρει! Ο Σαμ αφού διαπιστώνει πως η κινηματογράφηση αναδημιουργεί μια πραγματικότητα που έχεις βιώσει ή φανταστεί, καταλαβαίνει πως μπορεί να αποκαλύψει τη μισοκρυμμένη αλήθεια μέσα στην πραγματικότητα. Με αυτό τον τρόπο αντιλαμβάνεται τη δύναμη και τη σημασία του μέσου που αρχικά χειριζόταν ως παιχνίδι. Αργότερα, φτιάχνοντας ένα φιλμ για την εκδρομή της τάξης του όταν πάει στη θάλασσα, κατανοεί πως μπορεί επίσης να αναπλάσει όπως θέλει, ακόμη και να παραχαράξει την αλήθεια... Η ματιά του φιλμ γίνεται τότε οξυδερκής και διαυγής. Ο Σπίλμπεργκ φτιάχνει άρα μια ταινία πάνω στη δημιουργική μα και την αλλοτριωτική ικανότητα ξεγελάσματος κι απάτης που έχει το αφηγηματικό-οπτικοακουστικό μέσο.
H υφή και ουσία του σινεμά
Η τελευταία ταινία του Σπίλμπεργκ προβληματίζει σχετικά με την κατασκευή των κινηματογραφικών ταινιών και την αλήθεια που αποκαλύπτουν ή κρύβουν. Ο μικρός Σαμ μαθαίνει την αξία πειθούς και την ισχύ των φιλμαρισμένων εικόνων ανάλογα με τη μεταχείρισή τους και τον σκοπό της χρήσης τους.
Το φιλμ αποτελεί μια ωδή, έναν ύμνο στο σινεμά και ένα γράμμα αγάπης προς τον κινηματογράφο και τους εκλιπόντες γονείς του, από την εδώ μεριά της ζωής και του κόσμου. Αποτελεί το πορτρέτο ενός νεαρού καλλιτέχνη, παράλληλα με το οικογενειακό χρονικό, το οικογενειακό δράμα και το ομαδικό πορτρέτο της οικογένειας Σπίλμπεργκ στα οποία τοποθετείται. Ταινία πολύ προσωπική, σε τόνους ενδόμυχους, εσωστρεφείς και χαμηλούς σε σύγκριση με τα έπη και τις παλιές αχαλίνωτες περιπέτειες του Σπίλμπεργκ, τους Ιντιάνα Τζόουνς και τα Τζουράσικ Παρκ...
Έχουμε, άρα, να κάνουμε με μια κλασικότροπη αφήγηση της μαθητείας στη ζωή και της διάπλασης του χαρακτήρα ενός νεαρού παιδιού, μέσα σε ένα, αν το δεις επιφανειακά, success-story, του ανερχόμενου, νεαρού κινηματογραφιστή. Εντάσσεται στο σύνηθες αμερικάνικο είδος της “ταινίας με εφήβους”, με θέματα τις διαφορές και συγκρούσεις των εφήβων με τους γονείς τους, την ανακάλυψη του πρώτου έρωτα και του πρώτου σεξ, τις αξέχαστες, ζεστές, φιλικές παρέες και τους καυγάδες με τους επιθετικούς μάγκες του σχολείου.
Γινόμαστε μάρτυρες της ανάπτυξης του εξελισσόμενου πλέγματος σχέσεων αγάπης των τεσσάρων χαρακτήρων, του πλέγματος της τετραγωνικής, πλούσιας, συναισθηματικής και υποδόρια δραματικής σχέσης γιου – πατέρα – μητέρας – εραστή, του πώς η ανεκτικότητα του πατέρα θα δώσει κάποια δυνατότητα στην πιανίστρια μητέρα, που έχει παρατήσει τη μουσική, να ανθίσει ερωτικά και να απλωθεί· του πως η τέχνη του γιου θα αποκαλύψει την αλήθεια, όπως συνήθως κάνει η τέχνη, αλήθεια φορτισμένη από συναισθήματα συμπάθειας, αγάπης, απιστίας, προδοσίας, υικής και μητρικής αγάπης και που αναδεικνύει την περιπαθή σχέση μητέρας – πατέρα – γιου – εραστή. Γινόμαστε, ακόμη, μάρτυρες των αναμνήσεων μιας επώδυνης ενηλικίωσης, του κρυφού, παράνομου έρωτα της μητέρας και της αγάπης των συζύγων, και του πώς αυτοί οι έρωτες δίνουν πνοή, ανάσες στο φιλμ. Η ιδιοσυγκρασία κι ο χαρακτήρας του Σαμ εξελίσσονται όσο μεγαλώνει, αμφιταλαντευόμενος μεταξύ της εφευρετικής, ορθολογικής και νεωτεριστικής έφεσης προς την επιστήμη του πατέρα και το καλλιτεχνικό ταλέντο, τη φαντασία κι ευαισθησία της πρώην μουσικού, μητέρας.
Γινόμαστε, ακόμη, μάρτυρες των αναμνήσεων μιας επώδυνης ενηλικίωσης, του κρυφού, παράνομου έρωτα της μητέρας και της αγάπης των συζύγων, και του πώς αυτοί οι έρωτες δίνουν πνοή, ανάσες στο φιλμ.
Στο φιλμ παρακολουθούμε τέσσερα εκπληκτικά κομμάτια κινηματογραφικής ανθολογίας που αποδεικνύουν την τεράστια εκφραστική κυριαρχία, την ήρεμη δύναμη και τον πανίσχυρο έλεγχο των συναισθημάτων των θεατών του Σπίλμπεργκ. Η πιο καθοριστική, καθηλωτική σκηνή είναι αυτή όπου ο μικρός σκηνοθέτης συλλαμβάνει με την κάμερά του και, κατάπληκτος, μοντάρει σε ένα φιλμάκι super 8 όλες τις ενδείξεις και τις εικόνες όπου η μητέρα ερωτοτροπεί και τα έχει με τον στενό φίλο του πατέρα... Εκπληκτική είναι κι η ιστορία της τραυματικής θέασης από τον μικρό, της σύγκρουσης του τρένου στο σινεμά και η συνεχόμενη αναπαράστασή της με τα τρενάκια που του αγόρασε ο πατέρας, για να ξαναζήσει το τραύμα και να το ελέγξει, μέχρι τελικά να το γυρίσει σε φιλμ με την κάμερα του μπαμπά και να το αποθανατίσει, να το καταγράψει και αποθηκεύσει δια παντός, για να ξεπεράσει τον τρόμο και το τραύμα οριστικά...
Τρίτη εξαίρετη, σαγηνευτική σκηνή είναι αυτή του αισθησιακού, νυχτερινού χορού της πανέμορφης μητέρας μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου, που καθιστούν διαφανές το λεπτότατο φόρεμά της και ορατό όλο το σέξι κορμί της και το κιλοτάκι της, μπροστά στο ευρύ κοινό όλης της οικογένειας και του εραστή της!
Μεγάλο ενδιαφέρον από κοινωνική, πολιτική και δραματουργική σκοπιά, παρουσιάζει η σύγκρουση του ήρωα, μαθητή του γυμνασίου, με τους αντισημίτες, ρατσιστές και μπρατσωμένους συμμαθητές του, που διακρίνονται στον αθλητισμό, η οποία εξελίσσεται σε μπούλινγκ εκ μέρους τους. Μα τελικά επισφραγίζεται από τη διανοητική, πνευματική και καλλιτεχνική κυριαρχία του Σαμ μέσω της προβολής της ταινίας του με θέμα την τάξη και τους συμμαθητές του, στη γιορτή αποφοίτησης... Ο Σάμι νιώθει ότι μόνο μέσω των λήψεων και του σινεμά καταλαβαίνει και αποδέχεται τον κόσμο και πως το σινεμά του έχει τη δύναμη να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους, καλούς ή κακούς, να θεραπεύσει τις άρρωστες ψυχές τους, να τους κάνει καλύτερους ή να τους παρηγορήσει. Η τέταρτη, λοιπόν, εξαιρετική ενότητα του φιλμ είναι αυτή της προβολής της ταινίας του Σαμ με θέμα την τάξη του και οι επακόλουθες, αναπάντεχες αντιδράσεις των σκληρών, αρσενικών συμμαθητών του...
The Fabelmans είναι άρα, εκτός των άλλων, ταινία για την κατάσταση των Εβραίων στην Αμερική, τη συνείδηση της καταγωγής τους, τις ρατσιστικές καταπιέσεις και τις επιτυχίες τους στις ΗΠΑ. Αντίστοιχα φιλμ δημιούργησαν επίσης, ο Γούντι Άλεν με το Radio days, το 1987, και οι αδελφοί Κοέν το 2009, με το θαυμάσιο εβραϊκό φιλμ τους, Ένας σοβαρός άνθρωπος.
Ο Θόδωρος Σούμας είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου.