
Για την ταινία «Drive my car» του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι [Ryusuke Hamaguchi]. Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία.
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιουσούκε Καφούκου (Hidetoshi Nishijima) μαθαίνει κατά σύμπτωση πως η σύζυγός του τον απατά, μα προτού προλάβει να συζητήσει μαζί της, εκείνη πεθαίνει ξαφνικά. Μερικά χρόνια αργότερα, ενώ θρηνεί ακόμα, ο Καφούκου αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει μια θεατρική παράσταση του Θείου Βάνια και ταξιδεύει στη Χιροσίμα, μια πόλη που στην ουσία είναι ολόκληρη ένας τόπος μνήμης, όπου θα έλθει αντιμέτωπος με τα προσωπικά του τραύματα.
Ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι σκηνοθετεί μια ταινία βραδείας καύσεως, εμπνευσμένη από το ομότιτλο διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Men Without Women. Ο Χαμαγκούτσι δεν δημιουργεί μια διασκευή που είναι απολύτως πιστή στη λογοτεχνική πρώτη ύλη, αλλά αντιθέτως προσπαθεί να αποδώσει το πνεύμα της ιστορίας του Μουρακάμι, δίνοντας έμφαση στην προσπάθεια του πρωταγωνιστή όχι μόνο να αποδεχθεί την απώλεια ενός δικού του ανθρώπου αλλά και να καταλάβει αν αυτός ο άνθρωπος πραγματικά τον αγαπούσε.
Βασίζεται στους ηθοποιούς του ώστε να δώσει την απαραίτητη ένταση στην κάθε σκηνή, χωρίς να επιδεικνύει συνεχώς τις σκηνοθετικές του ικανότητες...
Είναι εντυπωσιακό πως ενώ το «Drive my car» είναι μια ταινία για το παρελθόν και για τη μνήμη, ο σκηνοθέτης επιμένει σε μια αυστηρώς γραμμική αφήγηση, χωρίς να καταφεύγει ποτέ στην εύκολη λύση του flashback. Ο Χαμαγκούτσι μαρτυρά το παρελθόν μέσα από τους διαλόγους του σεναρίου. Βασίζεται στους ηθοποιούς του ώστε να δώσει την απαραίτητη ένταση στην κάθε σκηνή, χωρίς να επιδεικνύει συνεχώς τις σκηνοθετικές του ικανότητες, χωρίς να εντάσσει πολλά ευρηματικά πλάνα στο ντεκουπάζ του, χωρίς να χρησιμοποιεί τη μουσική επένδυση για να συγκινήσει.
Αντιθέτως, ο Χαμαγκούτσι βασίζεται στη σιωπή, γνωρίζοντας πως αυτή συχνά ξεγυμνώνει τον άνθρωπο, κυρίως φανερώνει παρά κρύβει. Οι σκηνές έντασης είναι γεμάτες με σιωπές. Οι χαρακτήρες είναι λιγομίλητοι, σκεφτικοί και υποφέρουν σιωπηλά. Όταν εντέλει έρχεται η λύτρωση, οι δύο πρωταγωνιστές αγκαλιάζονται σε έναν απομακρυσμένο, έρημο τόπο, έχοντας απομονωθεί από όλους τους άλλους. Σε μία από τις τελευταίες σκηνές, ο γνωστός μονόλογος της Σόνιας από τον Θείο Βάνια («Θα ζήσουμε, θείε Βάνια…») «απαγγέλλεται» από την κωφή ηθοποιό του θιάσου, με τη χρήση της νοηματικής γλώσσας.
Οι χαρακτήρες είναι λιγομίλητοι, σκεφτικοί και υποφέρουν σιωπηλά. Όταν εντέλει έρχεται η λύτρωση, οι δύο πρωταγωνιστές αγκαλιάζονται σε έναν απομακρυσμένο, έρημο τόπο, έχοντας απομονωθεί από όλους τους άλλους.
Το σενάριο χαρακτηρίζεται από μια τσεχοφική λιτότητα, εφόσον δεν υπάρχουν περιττές σκηνές και όλα τα στοιχεία εξυπηρετούν έναν σκοπό, την προώθηση της ιστορίας. Κάποια σημεία δεν είναι τόσο πειστικά: η κακή πράξη που κάνει εκτός κάμερας ο νεαρός, οξύθυμος συμπρωταγωνιστής δεν προκύπτει οργανικά, είναι μάλλον μια σεναριακή διευκόλυνση ώστε να χαθεί από το προσκήνιο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ο συγκεκριμένος χαρακτήρας• αντίστοιχα, η εξιστόρηση του παρελθόντος της νεαρής οδηγού κατά κύριο λόγο συμπυκνώνεται στις τελευταίες σκηνές της ταινίας.
Παρά τους κάποιους -ελάχιστους- αδέξιους χειρισμούς, το βραβευμένο με Όσκαρ διεθνούς ταινίας «Drive my car» είναι μια ταινία με χαρακτήρες που θυμίζουν πραγματικούς ανθρώπους και όχι καρικατούρες, μια ταινία από έναν δημιουργό που έχει πολλά να πει, για τον άνθρωπο και την αδυναμία του να καταλάβει και να αποδεχθεί τις καταστάσεις παρά τις καλές προθέσεις του, για την ίδια τη μυθοπλασία και τη λύτρωση της ψυχής μέσω της Τέχνης.
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι φοιτητής Φαρμακευτικής και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του «Ονειρεύομαι πίνακες» (εκδ. Στίξις).