
Γοητεύτηκα από την ποιότητα, τη σκέψη και την αισθητική του καλού κι ευαίσθητου, σκανδιναβικού φιλμ του δοκιμασμένου Νορβηγού σκηνοθέτη Γιοακίμ Τρίερ.
Του Θόδωρου Σούμα
Ο Γιοακίμ Τρίερ με αυτό το τελευταίο φιλμ του ολοκλήρωσε την πετυχημένη “τριλογία του Όσλο” (“Reprise”, 2006, “Όσλο, 31 Αυγούστου”, 2011, “Ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο”, 2021). Ο τίτλος υπονοεί πως η κοντά στα 30 ηρωίδα της μυθοπλασίας είναι κάπως κακιά, στρίγγλα και στρυφνή, γιατί δεν χαρίζεται εύκολα στους άλλους και επιδιώκει, κυρίως, με κάποια σχετική απολυτότητα, να ακολουθεί τα δικά της "θέλω" ακόμη κι αν, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της για ατομική χειραφέτηση, κακοκαρδίζει ή πληγώνει δικούς της ανθρώπους που την αγαπούν.
Ο τίτλος υπονοεί πως η κοντά στα 30 ηρωίδα της μυθοπλασίας είναι κάπως κακιά, στρίγγλα και στρυφνή, γιατί δεν χαρίζεται εύκολα στους άλλους και επιδιώκει, κυρίως, με κάποια σχετική απολυτότητα...
Το βασικό ζήτημα είναι όμως πως δεν έχει ξεκαθαρίσει τα "θέλω" της: ποιον εργασιακό, επαγγελματικό δρόμο θέλει να πάρει, με τι θέλει πραγματικά να ασχοληθεί σοβαρά και μακροπρόθεσμα στη ζωή της και ποιες είναι η βαθύτερες επιθυμίες της. Δυσκολεύεται πολύ να βρει μια σταθερή πορεία στις σπουδές, στους έρωτες και τους εραστές, και στα πραγματικά ενδιαφέροντά της. Ανήκει στη μάλλον κινητική, ρευστή κι αγχώδη γενιά των millennials.
Κυριότερα εργαλεία της στο να χαράζει τον δικό της, προσωπικό δρόμο της είναι η εξαιρετική ομορφιά της, η δυνατή ακτινοβολία του προσώπου και του κορμιού της, η δυναμική προσωπικότητά της πίσω από τα πήγαινε έλα και τα ζιγκ ζαγκ των πολλών διαδρομών της. H νεανική ορμή και ο διάχυτος ερωτισμός (ενεργοποιούμενος από την πρωταγωνίστρια) προσδίδουν στο φιλμ περισσότερα ατού. Η περσόνα και η άμεση, δυνατή ερμηνεία της Ρενάτε Ρέινσβε στολίζουν το φιλμ και του χάρισαν βραβείο γυναικείου ρόλου στις Κάννες.
Η αξία του φιλμ δεν εντοπίζεται μόνο στην απεικόνιση της δύσκολης, δύσβατης πορείας της κοπέλας προς την ατομική -και γυναικεία- ελευθερία κι απελευθέρωσή της. Παρατηρείται και στην πλαστική κι ευέλικτη σκηνοθεσία, που ίσως έχει κάτι από τη γαλλική νουβέλ βαγκ και το νέο γερμανικό σινεμά. Τα χρώματα, τα πλάνα και η φωτογραφία συνθέτουν ένα σαγηνευτικό αισθητικό σύνολο. H ταινία ισορροπεί μεταξύ συναισθήματος, εγωκεντρισμού, σκεπτικισμού και κριτικής. Με θεματικές τον έρωτα, την οικογένεια, τη δημιουργική έκφραση και τις υπαρξιακές ανησυχίες. Υπό ένα κινηματογραφικό βλέμμα άλλοτε ρεαλιστικό, άλλοτε συναισθηματικό, άλλοτε ρομαντικό, άλλοτε εξεγερσιακό και συχνά υποκειμενικό.
Τα χρώματα, τα πλάνα και η φωτογραφία συνθέτουν ένα σαγηνευτικό αισθητικό σύνολο.
Η μυθοπλασία διαιρείται σε έναν πρόλογο, δέκα κεφάλαια και επίλογο. Η αφήγηση υιοθετεί αυτόν τον τεμαχισμό και τις ελλείψεις. Η αξία, η χαμηλότονη πυκνότητα και ο πολύ ουσιώδης χαρακτήρας της θεματικής & προβληματικής της ταινίας εντοπίζονται επίσης στην ικανότητα του σεναρίου και της ταινίας να διατρέχει θέματα απομακρυσμένα από τον κεντρικό άξονα. Για παράδειγμα, την αναζήτηση από τους νέους εναλλακτικών τρόπων ζωής, την οικολογία, τη φυσική ζωή, το new age και τον φεμινισμό, τη σχέση τους με τους γονείς και την οικογένεια, καθώς και το αναπόφευκτο τέλος του θανάτου που αναμένει στη στροφή τη νιότη, όλους, νέους και γέρους.
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, ο τόμος «Κινηματογραφικοί δημιουργοί» (εκδ. Αιγόκερως).