
Της Εύας Στάμου
Η ταινία "Μέχρι να σε βρω", που βγήκε στις ελληνικές αίθουσες αυτή την εβδομάδα, είναι η νέα δουλειά του Ροντρίγκο Γκαρσία (γιού του Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές). O Γκαρσία στο διπλό ρόλο σκηνοθέτη/σεναριογράφου επιχειρεί να παρουσιάσει
από διαφορετικές οπτικές γωνίες το ζήτημα της υιοθεσίας. Όπως και στις προηγούμενες δουλειές του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η ταινία ‘Εννέα Ζωές’ και η τηλεοπτική σειρά ‘In Treatment’, o Γκαρσία εστιάζει στη ψυχολογική εμβάθυνση που σκοπό έχει να αναδείξει τις απώτερες αιτίες και τα δυσδιάκριτα κίνητρα πίσω από τις πράξεις των ηρώων του. Ο τίτλος της ταινίας, όμως, τόσο στα ελληνικά όσο και στο πρωτότυπο Mother and child, είναι παραπλανητικός. Το έργο θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είχε ονομαστεί ‘Μητέρες και κόρες’ (όπως συνέβη στην ισπανική διανομή της ταινίας: Madres & hijas) αφού ο ρόλος των ανδρών είναι πολύ περιορισμένος: η δράση τους, με λίγες εξαιρέσεις, είναι περιφερειακή, καθώς λειτουργούν σκηνοθετικά ως απλοί δορυφόροι των γυναικών.
Η ταινία αφορά κατ΄ ουσίαν τη ζωή τριών γυναικών, που αποδίδονται με πειστικότητα από τη Ναόμι Γουότς (Elizabeth), τη Κέρυ Γουόσινγκτον (Lucy), και την εξαιρετική στο ρόλο της ως Karen, Ανέτ Μπένιγκ. Η Karen είναι μια γυναίκα που καταφέρνει να ενηλικιωθεί στα 50, μετά το θάνατο της μητέρας της, αφού ποτέ δεν ξεπέρασε το γεγονός πως όταν ήταν έφηβη αναγκάστηκε να δώσει το μωρό της για υιοθεσία. Στο παρόν, με την βοήθεια ενός άντρα-σωτήρα που εμφανίζεται στο χώρο εργασίας της, η Κaren καταφέρνει για πρώτη φορά να παραδεχτεί την ανάγκη της για στενή επαφή, να αποδεχτεί το παρελθόν, και να προχωρήσει. Η Elizabeth είναι μια σέξυ, δυναμική δικηγόρος της οποίας το άγχος είναι πώς θα παραμείνει και θα δείχνει αυτάρκης. Ο φόβος της συναισθηματικής εγγύτητας και της απώλειας του ελέγχου, που αγγίζει την παράνοια, και πηγάζει από το τραύμα της εγκατάλειψης από τη φυσική της μητέρα και την υιοθεσία, οδηγεί την ηρωίδα σε μια ατέρμονη φυγή με μοιραίες για την ίδια συνέπειες. Η Lucy, μια γυναίκα που δεν μπορεί να κάνει παιδιά και επιθυμεί να υιοθετήσει ένα ορφανό, θα χρειαστεί να υπερβεί μια σειρά εμποδίων, όπως τις προκαταλήψεις της ίδιας της μάνας της και την αδυναμία του άνδρα της να σταθεί πλάι της και να υποστηρίξει το εγχείρημά της.

Οι πολύ καλές ερμηνείες, οι ρέουσες εσωτερικές λήψεις, και οι προσεγμένοι διάλογοι δημιουργούν μια ταινία που αξίζει να δει κανείς, αλλά όχι μία εξαιρετική ταινία, τόσο για τους λόγους που προανέφερα, όσο και για το ότι το σενάριο προτάσσει έναν ψυχο-βιολογικό ντετερμινισμό, ο οποίος υπονομεύει τη σημασία της προσωπικής ευθύνης που ο καθένας φέρει για το πώς στέκεται ανά πάσα στιγμή απέναντι στην πραγματικότητα, και για τις επιλογές με τις οποίες διαμορφώνει την καθημερινότητα και τις σχέσεις του, στο παρόν και στο μέλλον.