Για την όπερα του Ζυλ Μασνέ «Μανόν», σε μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου, η οποία παρουσιάζεται μέχρι και αύριο 30 Δεκεμβρίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Στις 26 Δεκεμβρίου 2018 στην Κεντρική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής παρακολουθήσαμε την όπερα του γάλλου συνθέτη Ζιλ Μασνέ (1842-1912) Μανόν. Πρόκειται για όπερα σε 5 πράξεις, σε λιμπρέτο των Μεϊγιάκ Και Ζιλ βασισμένο στο μυθιστόρημα του αββά Πρεβό «Μανόν Λεσκό». Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους απέδωσαν η υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση (Μανόν) και ο τενόρος Κωνσταντίνος Κληρονόμος (ιππότης Ντε Γκριέ).
Η όπερα περιγράφει την ιστορία του άτυχου έρωτα του ιππότη ντε Γκριέ για την χωριατοπούλα Μανόν, η οποία τον εγκατέλειψε για να ζήσει μια ζωή μέσα στα πλούτη. Το μετανιώνει, επιστρέφει στον Ντε Γκριέ αλλά καταδικάζεται ως κακόφημη γυναίκα, απελαύνεται και πεθαίνει από τις ταλαιπωρίες στην αγκαλιά του αγαπημένου της.
Η αθώα Μανόν
Η πρώτη πράξη εκτυλίσσεται σε σκηνικό αίθουσας αφίξεων αεροδρομίου το οποίο απαρτίζεται από μια ψηλή λευκή κατασκευή με ασύμμετρα κουτιά-δωμάτια που λειτουργούν ως βιτρίνες καταστημάτων και από έναν κινούμενο ιμάντα αποσκευών. Στις βιτρίνες εκτίθενται διάφορα προϊόντα, ενώ σε διάσπαρτα σημεία της κατασκευής διαβάζουμε με καλλιγραφικά γράμματα τη φράση «désirs éphèmères» (εφήμεροι πόθοι). Το σκηνικό γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό όταν ανυψώνεται το εξωτερικό περίβλημα της λευκής κατασκευής και εμφανίζεται το εσωτερικό των κουτιών-δωματίων με τα μέλη της χορωδίας διάσπαρτα να διαφημίζουν τα προϊόντα των καταστημάτων. Το όλο κατασκεύασμα είναι εντυπωσιακό, στυλιζαρισμένο, με κυρίαρχα χρώματα το άσπρο ιβουάρ, το μαύρο και αποχρώσεις του ροζ.
Ο Ντε Γκριέ μπαίνει στο χώρο και ερωτεύεται τη Μανόν με την πρώτη ματιά. Το πρώτο ντουέτο των δύο σολίστ μαρτυρά την καλή τους χημεία και τους εμφανίζει φωνητικά ισοδύναμους και απόλυτα εναρμονισμένους.
Μέσα στο σκηνικό της πρώτης πράξης η Μανόν μάς συστήνεται με την άρια «je suis encore tout étourdie» («είμαι ακόμα ζαλισμένη»), στην οποία ο Μασνέ υφαίνει σύντομες, γλυκές και ρομαντικές φράσεις που διακόπτονται από ξεσπάσματα γέλιου. Ο εξάδερφός της, ο Λεσκώ, που την συναντά στον ίδιο χώρο, ενσαρκώνεται από τον βαρύτονο Βαγγέλη Μανιάτη και εντυπωσιάζει με τη μεστή φωνή του –από την οποία δεν λείπει η κωμική χροιά– ειδικά στην άρια «ne bronchez pas» («μην παρασυρθείτε»). Προσπαθεί να προειδοποιήσει τη Μανόν για την απειλή αυτών που θα προσπαθήσουν να την εκμεταλλευτούν, με κίνδυνο να αμαυρώσει την τιμή της οικογένειάς τους. Ο Ντε Γκριέ μπαίνει στο χώρο και ερωτεύεται τη Μανόν με την πρώτη ματιά. Το πρώτο ντουέτο των δύο σολίστ μαρτυρά την καλή τους χημεία και τους εμφανίζει φωνητικά ισοδύναμους και απόλυτα εναρμονισμένους.
Η διχασμένη Μανόν
Στη δεύτερη πράξη φωτίζεται μόνο ένα μέρος της εντυπωσιακής άσπρης κατασκευής της πρώτης πράξης, το «κουτί» που αποτελεί το δωμάτιο όπου ζουν τον έρωτά τους η Μανόν και ο ντε Γκριέ. Στη δεξιά, σκοτεινή πλευρά της σκηνής, πάνω στον ιμάντα αποσκευών της πρώτης πράξης, βρίσκεται καθισμένος ο πατέρας του ντε Γκριέ, περιτριγυρισμένος από τους μαυροφορεμένους μπράβους του. Άψογος ο Κωνσταντίνος Κληρονόμος στην ρομαντική ερμηνεία της άριας «en fermant les yeux» («κλείνοντας τα μάτια»), όπου περιγράφει πώς φαντάζεται το μέλλον του με την Μανόν. Το πιο εντυπωσιακό σημείο της πράξης αυτής είναι η συγκλονιστική εκτέλεση, από την Χριστίνα Πουλίτση, της άριας «Adieu, notre petite table» («αντίο μικρό μας τραπεζάκι»), όπου εκφράζει την απόφασή της να εγκαταλείψει τον ντε Γκριέ. Πρόκειται για μια άρια γεμάτη διάφανες και λεπτές μελωδικές γραμμές, που κορυφώνονται καθώς μεγαλώνει η θλίψη της, αναπτύσσονται πάνω από μια λιτή κι εύθραυστη ορχηστρική συνοδεία με κυρίαρχα τα έγχορδα και ολοκληρώνονται με ένα σπαρακτικό «adieu».
Η λαμπερή Μανόν
Στη δεύτερη σκηνή της Τρίτης Πράξης η λευκή κατασκευή με τα κουτιά-δωμάτια μετατρέπεται σε αφαιρετικό καθεδρικό ναό. Σε κάθε κουτί υπάρχει ένας λευκός σταυρός και η πασαρέλα της προηγούμενης σκηνής μετατρέπεται σε Αγία Τράπεζα.
Η τρίτη πράξη αποτελείται από δυο σκηνές. Στην πρώτη, η Μανόν ζει τη ζωή που αποζητούσε, μέσα στη χλιδή και τα πλούτη. Αντί για το παραδοσιακό σκηνικό της όπερας που εκτυλίσσεται στους κήπους στις όχθες του Σηκουάνα, μεταφερόμαστε σε ένα ντεφιλέ μόδας στο Παρίσι με χορευτές της Λυρικής να παρελαύνουν σαν μοντέλα απροσδιόριστου φύλου με εκκεντρικά ρούχα και ανάμεσά τους η λαμπερή Μανόν τραγουδά με εντυπωσιακή τεχνική αρτιότητα ένα από τα πιο δύσκολα μέρη της όπερας («obéissons quand leur voix appelle»), γεμάτο περίπλοκες κολορατούρες που εκφράζουν ως φιλοσοφία ζωής τη διασκέδαση, τον έρωτα και τον χορό όσο ο άνθρωπος είναι ακόμα νέος. Στο σταθερό ρυθμικό μοτίβο της gavotte, η Μανόν αντιτάσσει την κυριαρχία της στην αντρική χορωδία παραμένοντας στο επίκεντρο της ερωτικής προσήλωσης όλων και απολαμβάνοντας τον θαυμασμό τους. Στο τέλος της σκηνής μαθαίνει πως ο ντε Γκριέ είναι πλέον αββάς στον Άγιο Σουλπίκιο και νιώθει νοσταλγία.
Στη δεύτερη σκηνή της Τρίτης Πράξης η λευκή κατασκευή με τα κουτιά-δωμάτια μετατρέπεται σε αφαιρετικό καθεδρικό ναό. Σε κάθε κουτί υπάρχει ένας λευκός σταυρός και η πασαρέλα της προηγούμενης σκηνής μετατρέπεται σε Αγία Τράπεζα. Οι χορωδοί δεξιά κι αριστερά από τον βωμό αποτελούν το εκκλησίασμα αλλά στη συνέχεια ο ντε Γκριέ μένει μόνος και, βασανισμένος από την έλλειψη της Μανόν, τραγουδά την άρια «Ah, fuyez douce image» («Φύγε γλυκιά εικόνα»), μια γεμάτη πάθος ικεσία να τον απαλλάξει ο Θεός από την αγάπη του για τη Μανόν. Η Μανόν αποκαλύπτεται μπροστά του ντυμένη με δερμάτινα ρούχα και προσπαθεί να τον σαγηνέψει και να ζητήσει συγχώρηση. Η σκηνή κλείνει με το συγκλονιστικό ντουέτο των δύο πρωταγωνιστών, την άρια «n’ est-ce plus ma main?» («δεν είναι πια αυτό το χέρι μου;»), μια μουσική σύνθεση γεμάτη λυρισμό και πάθος, που οι δυο πρωταγωνιστές κατάφεραν να απογειώσουν, αποδίδοντάς τη με έντονο συναίσθημα και τεχνική αρτιότητα.
Φωτογραφίες © Δημήτρης Σακαλάκης |
Η πλανεύτρα Μανόν και το τέλος της
Εκεί η Μανόν παρακινεί τον ντε Γκριέ να παίξει χαρτιά προκειμένου να κερδίσει χρήματα για να ζήσουν πλουσιοπάροχα. Στη σκηνή αυτή θαυμάσαμε τον Νίκο Κεχρή στο ρόλο του Γκυγιό ντε Μορφονταίν και τον Πέτρο Μαγουλά στον ρόλο του Κόμη ντε Γκριέ, πατέρα του ιππότη ντε Γκριέ.
Στην 4η πράξη το σκηνικό πλημμυρίζει το corps de ballet της Λυρικής με χορευτές ντυμένους στα δερμάτινα και σαδομαζοχιστική, τολμηρή περιβολή που παραπέμπει σε κακόφημο μπαρ, ενώ η Αγία Τράπεζατης προηγούμενης σκηνής μετατρέπεται σε πάγκο χαρτοπαιξίας. Εκεί η Μανόν παρακινεί τον ντε Γκριέ να παίξει χαρτιά προκειμένου να κερδίσει χρήματα για να ζήσουν πλουσιοπάροχα. Στη σκηνή αυτή θαυμάσαμε τον Νίκο Κεχρή στο ρόλο του Γκυγιό ντε Μορφονταίν και τον Πέτρο Μαγουλά στον ρόλο του Κόμη ντε Γκριέ, πατέρα του ιππότη ντε Γκριέ.
Το σκηνικό της τελευταίας πράξης δεν είχε καμιά σχέση με το σκηνικό των προηγούμενων πράξεων. Η ψηλή λευκή κατασκευή στέκει άδεια, χωρίς περίβλημα, μόνο με σκεπασμένες με νάιλον κούκλες βιτρίνας, ενώ επάνω στη σκηνή βρίσκονται κάδοι απορριμμάτων, όγκοι καλυμμένοι με μουσαμάδες και όλα υποδηλώνουν την καταστροφή, το τέλος, την παρακμή, τη φτώχια, την ματαιότητα. Σε αυτή τη σκηνή διαδραματίστηκε το τελευταίο υπέροχο ντουέτο των δύο ερωτευμένων, η άρια «Ah Des Grieux! O Manon» λίγο πριν ξεψυχήσει η Μανόν. Στα χέρια του ντε Γκριέ ξέπνοα ψελλίσει «αυτή είναι η ιστορία της Μανόν Λεσκώ».
Μια εντυπωσιακή παράσταση με πολλά ερωτηματικά
Ο διευθυντής της ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής Λουκάς Καρυτινός κατάφερε να την οδηγήσει σε εξαιρετική απόδοση, μεταφέροντας όλες τις λεπτές αποχρώσεις του έργου στην επιφάνεια. Μπορεί να έλειπε το ρυθμικό σφρίγος, αλλά αναδείχθηκε ο λυρισμός της συγκεκριμένης μουσικής, χάρη στην εν γένει αρτιότητα και εκφραστικότητα των πνευστών. Η κατά τόπους αδεξιότητα και θολότητα των εγχόρδων δεν στάθηκε ικανή να αλλοιώσει το άρτιο ηχητικό αποτέλεσμα. Θέματα συντονισμού δεν υπήρχαν. Ορχήστρα και τραγουδιστές αποτέλεσαν ένα αρμονικό σύνολο.
Η Χριστίνα Πουλίτση ήταν εξαιρετική, όχι μόνο για τις αξεπέραστες φωνητικές ικανότητές της αλλά και για τις εντυπωσιακές μεταμορφώσεις της.
Η Χριστίνα Πουλίτση ήταν εξαιρετική, όχι μόνο για τις αξεπέραστες φωνητικές ικανότητές της αλλά και για τις εντυπωσιακές μεταμορφώσεις της. Σε κάθε πράξη του έργου μεταμορφωνόταν: από τη μια παρουσιαζόταν ως αφελής επαρχιώτισσα και από την άλλη ως αισθησιακή γητεύτρα που εποφθαλμιούσε πλούτη και μεγαλεία. Επίσης εξαιρετικός ήταν, στο πλευρό της, ο Κωνσταντίνος Κληρονόμος στον ρόλο του Ιππότη Ντε Γκριέ.
Η προβληματική που τίθεται όμως από τη συγκεκριμένη παράσταση είναι κατά πόσο μπορεί ένα έργο του 19ου αιώνα, που καταγράφει ήθη πολύ διαφορετικά από τα σημερινά, να μεταφερθεί σ' ένα περιβάλλον αντιπροσωπευτικότου 21ου αιώνα. Μπορεί μια διαφορετική σκηνοθετική προσέγγιση να κατάφερνε να εναρμονίσει αυτά τα τόσο αντιφατικά στοιχεία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως, το λυρικό και ρομαντικό κείμενο πήγαινε κόντρα στην έντονα μοντέρνα αισθητική και, παρά τις εκπληκτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, ίσως να μην ήταν εύκολο σε πολλούς θεατές να βιώσουν το συναίσθημα, την εξέλιξη της υπόθεσης και την ατμόσφαιρα του έργου σε όλο τους το εύρος.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.