Για την Tango Opera του Astor Piazzolla «María de Buenos Aires» με την με την Αmelita Baltar, η οποία παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο στις 25 Σεπτεμβρίου.
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου η Tanguera del Sur Dance Company παρουσίασε την τάνγκο-όπερα Maria de Buenos Aires σε μουσική του Άστορ Πιατσόλα και λιμπρέτο του Χοράσιο Φερρέρ, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την πρώτη παρουσίαση του έργου. Η παράσταση πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Αργεντινής, της Εθνικής Ακαδημίας Τάνγκο της Αργεντινής και του Ιδρύματος Astor Piazzolla.
Αντισυμβατικό υβρίδιο όπερας, τάνγκο και σουρεαλισμού
Το nuevo tango έκανε διάσημο τον συνθέτη και εκτός Αργεντινής, αν και στη χώρα του υπήρξε για μεγάλο διάστημα ανεπιθύμητος, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αλλοίωση του παραδοσιακού τάνγκο της πατρίδας του με την εισαγωγή νέων οργάνων (σαξόφωνο, ηλεκτρική κιθάρα) αλλά κυρίως νέων ρυθμών και ρηξικέλευθης αρμονίας.
Στο πρώτο μέρος αυτής της σουρεαλιστικής όπερας παρουσιάζεται η ζωή και οι εμπειρίες μιας πόρνης του Μπουένος Άιρες μέχρι το θάνατό της. Στο δεύτερο μέρος, το καταδικασμένο σε αιώνια κόλαση πνεύμα της Μαρίας περιφέρεται στην πόλη, παρθένα, μένει έγκυος από το πνεύμα του ποιητή και γεννά τη Μικρή Μαρία. Στους χαρακτήρες της όπερας περιλαμβάνονται η Μαρία και η Σκιά της, ένας τραγουδιστής-αφηγητής, μέλη του υποκόσμου του Μπουένος Άιρες, ένας ποιητής-ξωτικό, μαριονέτες του Kάτω Kόσμου, μια ομάδα ψυχοθεραπευτών, κατασκευαστές μακαρονιών και εργάτες οικοδομών.
Η μουσική της όπερας ανήκει στο είδος nuevo tango, μουσικό ιδίωμα που αναπτύχθηκε αρχικά από τον Άστορ Πιατσόλα μετά το 1950. Το nuevo tango έκανε διάσημο τον συνθέτη και εκτός Αργεντινής, αν και στη χώρα του υπήρξε για μεγάλο διάστημα ανεπιθύμητος, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αλλοίωση του παραδοσιακού τάνγκο της πατρίδας του με την εισαγωγή νέων οργάνων (σαξόφωνο, ηλεκτρική κιθάρα) αλλά κυρίως νέων ρυθμών και ρηξικέλευθης αρμονίας.
Η πρεμιέρα της όπερας ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, αντίστοιχων με αυτές της πρεμιέρας της «Ιεροτελεστίας της Άνοιξης» του Στραβίνσκυ, 55 χρόνια νωρίτερα, και για αρκετά χρόνια η όπερα παρέμεινε στην αφάνεια. Η ουσιαστική αναβίωσή της πραγματοποιήθηκε το 1991, στην Όπερα του Χιούστον, και έκτοτε έχει παρουσιαστεί σε αίθουσες όπερας σε όλο τον κόσμο.
Αναζητείται όπερα
Η βραδιά στο Ηρώδειο ήταν ήδη αρκετά κρύα, λόγω της αιφνίδιας αλλαγής του καιρού, και δυστυχώς η παράσταση δεν κατάφερε να ζεστάνει το ακροατήριο, αφού επιφύλασσε αρκετές δυσάρεστες εκπλήξεις.
Η παρουσία της κας Μπαλτάρ, ως άλλου Ελ Σιντ, δυστυχώς δεν κατάφερε να σώσει τα προσχήματα, αφού η κορυφαία ερμηνεύτρια τραγούδησε μόλις τρία από τα υπέροχα μουσικά θέματα του έργου, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου στη φωνή της.
Σύμφωνα με το δελτίο τύπου, οι θεατές υποτίθεται πως θα είχαν την ευκαιρία «να απολαύσουν επί σκηνής την μαγευτική φωνή της Amelita Baltar, που πλαισιώνεται από 14 χορευτές, 10 ηθοποιούς – χορωδούς και εννεαμελή ορχήστρα». Ωστόσο, οι προαγγελθέντες «10 ηθοποιοί-χορωδοί» δεν εμφανίστηκαν ποτέ στη σκηνή του Ηρωδείου! Έτσι, δεν παρακολουθήσαμε μιαν όπερα, αλλά μια αμιγώς χορευτική παράσταση, στην οποία το άκρως ποιητικό λιμπρέτο του Φερρέρ απλώς δεν εμφανίστηκε. Εμφανίστηκε όμως στη σκηνή του Ηρωδείου η Αμελίτα Μπαλτάρ, πρώτη ερμηνεύτρια του έργου, στα 78 της χρόνια. Η παρουσία της κας Μπαλτάρ, ως άλλου Ελ Σιντ, δυστυχώς δεν κατάφερε να σώσει τα προσχήματα, αφού η κορυφαία ερμηνεύτρια τραγούδησε μόλις τρία από τα υπέροχα μουσικά θέματα του έργου, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου στη φωνή της. Στο πρόγραμμα εντάχθηκε και το Chiquilin de Bachin, αν και δεν περιλαμβάνεται στα τραγούδια της όπερας, εν είδει προγραμματισμένου encore. Ξένισε η επιλογή να μην υποτιτλιστούν τα τέσσερα έστω τραγούδια που ακούστηκαν.
Η εννεαμελής ορχήστρα, αποτελούμενη κατά τα 2/3 από έλληνες μουσικούς, φάνηκε αρκετά αμήχανη και με δυσκολία συντονισμού στην αρχή της βραδιάς, ίσως και λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, ενώ παραμένει ακατανόητη η επιλογή να ακουστεί η εισαγωγή του έργου σε playback. Σταδιακά, η ορχήστρα άρχισε να ζεσταίνεται και να βρίσκει καλό ρυθμό, αποδίδοντας με ακρίβεια την παρτιτούρα του Πιατσόλα. Ωστόσο, σε κανένα σημείο δεν αναδείχθηκε το μοναδικό πάθος που χαρακτηρίζει τη μουσική του αργεντίνου συνθέτη. Με μοναδική εξαίρεση τους εξαιρετικούς Anton Semke στο βιολί και Ivan Talanin στο 1ο μπαντονεόν, η ορχήστρα γενικώς εμφανίστηκε ανασφαλής, καθώς περιορίστηκε στην τεχνικά ορθή ερμηνεία του έργου. Η επιλογή της παραγωγής να χρησιμοποιηθούν ντραμς αντί των κρουστών, του βιμπράφωνου και του μεταλλόφωνου της αρχικής παρτιτούρας καθώς και η χρήση αρμόνιου (!) στη θέση του πιάνου με ουρά συνεισέφερε ίσως θετικά στην οικονομία της παραγωγής αλλά και συνέτεινε αρνητικά στην ποιότητά της.
Ο Astor Piazzolla |
Nuevo tango πρόχειρο και ανομοιογενές
Η όλη παράσταση απέπνεε προχειρότητα και επιστράτευση φτηνών λύσεων, τόσο σε ό,τι αφορά τις ενδυμασίες και τους φωτισμούς, όσο και σε ό,τι αφορά την ηχητική επιμέλεια. Η άδεια σκηνή του Ηρωδείου κάθε άλλο παρά ανέδειξε τις αρκετά δύσκολες χορογραφίες, με τις συνεχείς στροφές και με την υψηλή ταχύτητα που επιβάλλει η μουσική του Πιατσόλα.
Ο σχεδιασμός των φωτισμών του Ηλία Μπινιέρη ήταν μάλλον αδιάφορος, όπως και η ηχητική επιμέλεια του Χρήστου Λαμπρόπουλου. Τα κοστούμια και η σκηνοθεσία της Ναταλία Χιλς και του Αλεχάντρο Ακουίνο (με βοηθό την Έλενα Γκόση και τον Ζαν Λικ Ντον Βίτο) θα χαρακτηρίζονταν μάλλον κακόγουστα και φτηνά. Η όλη παράσταση απέπνεε προχειρότητα και επιστράτευση φτηνών λύσεων, τόσο σε ό,τι αφορά τις ενδυμασίες και τους φωτισμούς, όσο και σε ό,τι αφορά την ηχητική επιμέλεια. Η άδεια σκηνή του Ηρωδείου κάθε άλλο παρά ανέδειξε τις αρκετά δύσκολες χορογραφίες, με τις συνεχείς στροφές και με την υψηλή ταχύτητα που επιβάλλει η μουσική του Πιατσόλα. Η απουσία υπερτίτλων με το κείμενο στα Ελληνικά δυσχέρανε ακόμη περισσότερο την κατανόηση της παράστασης, τουλάχιστον από τους μη ισπανόφωνους.
Οφείλουμε, όμως, να παραδεχτούμε, ότι σε μια τέτοια συνεργασία είναι δύσκολο να συντονιστεί ένα πολυμελές χορευτικό σύνολο στο πλαίσιο του περιορισμένου χρόνου που διατίθεται. Η χορογράφος και ιδρυτής του σχήματος Ναταλία Χιλς επανέλαβε, πενήντα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση της Αμελίτα Μπαλτάρ ως μούσας του Πιατσόλα, την ήδη γνωστή αυτήν τάνγκο-όπερα, χωρίς την απαιτούμενη από το έργο πειθαρχία.
Η προχειρότητα φάνηκε ακόμη και στα soli του πρωταγωνιστή Αλεχάντρο Ακουίνο, που επιχείρησε να κάνει επίδειξη δεξιοτεχνίας παρά την ολοφάνερη κούρασή του. Από τις χορεύτριες ξεχώρισε η Γκλόρια Ζανγκ και από τους χορευτές ο Γκεράρντο Μογιάνο. Η παρουσία των υπόλοιπων χορευτών και των ακροβατών, παρά τα δύσκολα τεχνικά μέρη που έφερε εις πέρας με επιτυχία, παρέμεινε ανομοιογενής. Χωρίς η χορογραφία να αποκλείει τις επιμέρους σολιστικές επιδόσεις, τις εξαφάνιζε μέσα σε μεγάλα ταμπλό άνισα κατανεμημένα επί σκηνής και τις διέλυε με την ίδια ευκολία, για να ανεβάσει την αμέσως επόμενη χορευτική σύνθεση, χωρίς τις απαραίτητες μεταβάσεις, τις απαραίτητες σιωπές και τον απαιτούμενο ρυθμό διαδοχής των σκηνών.
Στα θετικά της παράστασης προσγράφεται η υπέροχη ερμηνεία της Αμελίτα Μπαλτάρ στη «Μπαλάντα για ένα τρελό» (Balada para un loco), που προκάλεσε το παρατεταμένο χειροκρότημα των θεατών, όσων τουλάχιστον παρέμειναν μέχρι τέλους. Ασφαλώς η μία και μοναδική σπουδαία στιγμή της βραδιάς δεν στάθηκε ικανή να αποζημιώσει το κοινό που προσήλθε στο Ηρώδειο με άλλες προσδοκίες. Η ακρωτηριασμένη και κακοστημένη παράσταση της 25ης Σεπτεμβρίου δυστυχώς δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του κοινού, ενώ η ανάκληση της επετείου των πενήντα χρόνων από την πρώτη παρουσίαση του έργου στο Sala Planeta του Μπουένος Άιρες μόνο θλίψη θα μπορούσε να προκαλέσει.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.