
Για την όπερα «Περουζέ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, σε λιμπρέτο του Γεώργιου Τσοκόπουλου, η οποία παρουσιάστηκε από τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών σε μουσική διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή, στο Ηρώδειο για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου 2018, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή, σε συνεργασία με τη Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλη της Χορωδίας του Εθνικού Ωδείου και τη Μικτή Χορωδία Θεσσαλονίκης, παρουσίασε στις 16 και 17 Ιουνίου στο Ηρώδειο την δίπρακτη όπερα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Περουζέ». Εβδομήντα χρόνια μετά το τελευταίο της ανέβασμα από την ΕΛΣ, η τσιγγάνα-μάγισσα Περουζέ αναδύεται και πάλι από τα νερά για να μαγέψει τον πλούσιο καραβοκύρη Θάνο και να οδηγήσει και τους δύο σε βίαιο θάνατο.
Εβδομήντα χρόνια σιωπής
Το έργο σημείωσε τεράστια επιτυχία, οι παραστάσεις συνεχίστηκαν για δύο χρόνια και στη συνέχεια η όπερα ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό μέχρι και το 1950, όταν παίχτηκε για τελευταία φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Η «Περουζέ», σε λιμπρέτο του σημαντικού θεατρικού συγγραφέα της εποχής Γεώργιου Τσοκόπουλου, ανέβηκε για πρώτη φορά στις 9 Αυγούστου 1911 στο θέατρο «Ολύμπια». Στο πρώτο αυτό ανέβασμα τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Περουζέ κράτησε η διάσημη μεσόφωνος της εποχής Ρεβέκκα. Λέγεται ότι ο Σακελλαρίδης ήταν ερωτευμένος με την κόρη της και, για να την πείσει να εγκρίνει τον γάμο τους, της έγραψε αυτό το έργο και τελικά πέτυχε τον σκοπό του. Το έργο σημείωσε τεράστια επιτυχία, οι παραστάσεις συνεχίστηκαν για δύο χρόνια και στη συνέχεια η όπερα ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Βραΐλα, Πάτρα και Θεσσαλονίκη) μέχρι και το 1950, όταν παίχτηκε για τελευταία φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Έκτοτε, λόγω των τεράστιων κοινωνικών και αισθητικών ανακατατάξεων που ακολούθησαν τον Εμφύλιο αλλά και λόγω της μερικής καταστροφής της παρτιτούρας του έργου, η «Περουζέ» σίγησε.
Αρκετά χρόνια αργότερα, οι παρτιτούρες του έργου, λίγο πριν την ολοσχερή τους καταστροφή από την υγρασία, παραδόθηκαν από τον μαέστρο της ΕΛΣ Τότη Καραλίβανο στον γνωστό μουσικολόγο Γιώργο Λεωτσάκο, χάρη στη φροντίδα του οποίου συντηρήθηκαν από ειδικούς και, κατόπιν, η Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» δημιούργησε μικροφίλμ του έργου. Ο μαέστρος Βύρων Φιδετζής, δουλεύοντας σε φωτοτυπίες αυτών των μικροφίλμ, αποκατέστησε πλήρως το έργο και το παρουσίασε σε συναυλιακή μορφή, το 2001, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Το Νεοελληνικό γλωσσικό μουσικό ιδίωμα
Η σύντροφος του βασιλιά των τσιγγάνων, η Περουζέ (που κυριολεκτικά είναι ένας πράσινος, ημιπολύτιμος λίθος), μαγεύει τον Θάνο ο οποίος, αν και αρραβωνιασμένος με την Ανθούλα, την ερωτεύεται. Η Περουζέ τον προειδοποιεί ότι ο έρωτάς τους είναι επικίνδυνος, ωστόσο ο Θάνος τα παρατά όλα για να είναι μαζί της.
Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός συνθέτης. Η εργογραφία του περιλαμβάνει πέντε όπερες και περίπου πενήντα οπερέτες. Αν και ήθελε να γίνει γνωστός ως δραματικός δημιουργός, βάσισε την υστεροφημία του στο κωμικό στοιχείο, όπως στις οπερέτες «Βαφτιστικός» ή στο «Πικ-Νικ», αλλά και σε τραγούδια, όπως το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Από την «Περουζέ» προέρχεται η γνωστή άρια «Νεράιδα του γιαλού» και το ντουέτο «Πιο θερμά». Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος της εργογραφίας του παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό. Μολονότι σπούδασε μουσική στη Γερμανία, ο Σακελλαρίδης βρέθηκε πιο κοντά στη Γαλλική σχολή και ιδιαίτερα στον Ιταλικό βερισμό. Οι μελωδίες ρέουν αβίαστα στη μουσική του και η αρμονία, άλλοτε τονική και άλλοτε τροπική, υποστηρίζει με ιδεώδη τρόπο το μελωδικό χάρισμα του συνθέτη. Και στην «Περουζέ» διακρίνονται έντονα τα ελληνικά στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού αλλά και ιδέες της βιεννέζικης οπερέτας, καθώς και τσιγγάνικα και ανατολίτικα στοιχεία που ήταν στη μόδα την εποχή της Μπελ Επόκ. Ο Σακελλαρίδης καταφέρνει να δέσει μαεστρικά τα ετερόκλητα αυτά μουσικά στοιχεία, εντασσόμενος φυσιολογικά στο νεοελληνικό μουσικό γλωσσικό ιδίωμα που υπηρέτησαν συνθέτες όπως οι Αξιώτης, Λαυράγκας, Λαμπελέτ, Καλομοίρης. Η άρια «Νεράιδα του γιαλού», βασισμένη στον γνωστό Κουβανέζικο ρυθμό Habanera, παραπέμπει στην «Κάρμεν» του Μπιζέ.
Η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται σε ένα παραθαλάσσιο χωριό όπου εμφανίζονται κάποια στιγμή τσιγγάνοι. Οι ντόπιοι τούς αντιμετωπίζουν εχθρικά και απαιτούν να φύγουν. Ο πλούσιος καραβοκύρης Θάνος τούς υπερασπίζεται και πείθει τους ντόπιους να τους αφήσουν να μείνουν. Η σύντροφος του βασιλιά των τσιγγάνων, η Περουζέ (που κυριολεκτικά είναι ένας πράσινος, ημιπολύτιμος λίθος), μαγεύει τον Θάνο ο οποίος, αν και αρραβωνιασμένος με την Ανθούλα, την ερωτεύεται. Η Περουζέ τον προειδοποιεί ότι ο έρωτάς τους είναι επικίνδυνος, ωστόσο ο Θάνος τα παρατά όλα για να είναι μαζί της. Φυσικά, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο: ο τσιγγάνος βασιλιάς εγκαλεί την Περουζέ για την απιστία της, σκοτώνει τον Θάνο και, αφού ρωτά τη φυλή του για την ποινή που πρέπει να επιβληθεί, προτρέπει τους δικούς του να μαχαιρώσουν την Περουζέ μέχρι θανάτου.
Στέρεες ερμηνείες, υπερβολικά αισθησιακή Περουζέ
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη του έργου Θοδωρή Αμπαζή, ο έρωτας της Περουζέ και του Θάνου «συμβολίζει το φως και το σκοτάδι, την τακτοποιημένη ζωή που ονειρεύεται η Περουζέ και το ρίσκο που αναζητά ο συμβατικός Θάνος. Η Περουζέ δεν είναι μια Κάρμεν, δεν είναι μια πριμαντόνα που θα ασκήσει γοητεία σε όλο το κοινό, είναι ένα πλάσμα που την περιφέρουν οι τσιγγάνοι σαν μια αρκούδα για να κάνει το σόου της και να τους αφήσουν να κατασκηνώσουν εκεί. Ο Θάνος ελκύεται από το άγνωστο, από τον κόσμο των τσιγγάνων και πάει εκεί όπου ξέρει ότι θα καεί. Σαν να συναντιούνται το νερό και η φωτιά».
Εξαιρετική ιδέα το ντύσιμο της ορχήστρας σε αποχρώσεις του γαλάζιου, σαν θάλασσα μέσα από την οποία αναδύεται, στην αρχή του έργου, η Περουζέ.
Πράγματι, στη σκηνή του Ηρωδείου εμφανίστηκε ένας συμβατικός Θάνος. Με κοστούμι και καπέλο, κινησιολογικά συνεσταλμένος, κωμικά αμήχανος όταν κλήθηκε να κάνει την τελική επιλογή ανάμεσα στην αρραβωνιαστικιά του και την τσιγγάνα. Η σκηνική εμφάνιση της Περουζέ, ωστόσο, δεν υποστήριξε τις σκηνοθετικές ιδέες του κ. Αμπαζή. Μια Περουζέ προκλητική, σέξι, περισσότερο φάνηκε να κερδίζει τον Θάνο χάρη στα θέλγητρά της παρά χάρη στις μαγικές ιδιότητες της φωνής της.
Οι λοιπές ενδυματολογικές και σκηνογραφικές επιλογές υπηρέτησαν τις ανάγκες του έργου, πλήρως προσαρμοσμένες στη σύγχρονη αισθητική, χωρίς ωστόσο να προδίδουν την ταυτότητα της όπερας. Εξαιρετική ιδέα το ντύσιμο της ορχήστρας σε αποχρώσεις του γαλάζιου, σαν θάλασσα μέσα από την οποία αναδύεται, στην αρχή του έργου, η Περουζέ. Αν και η παράσταση υποστηρίχθηκε κινησιολογικά μόνο από τα μέλη των χορωδιών χωρίς να επιστρατευθούν χορευτές, το τελικό αποτέλεσμα αποδείχθηκε επαρκέστατο. Εξαιρετικοί οι φωτισμοί, συνετέλεσαν ουσιαστικά στις δραματικές κορυφώσεις του έργου.
Ο κ. Φιδετζής καθοδήγησε με ηρεμία και σιγουριά την ορχήστρα, αναδεικνύοντας τον ηχοχρωματικό πλούτο του έργου και δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός οργανικού συνόλου αρκετά μεγαλύτερου, παρά τον περιορισμένο αριθμό των επί σκηνής οργάνων.
Η διανομή του έργου αποδείχθηκε σοφή. Η κα Δημοπούλου μάγεψε το κοινό του Ηρωδείου, ερμηνεύοντας αέρινα τις υπέροχες μελωδικές άριες του ρόλου της. Ο κ. Μοδινός υπηρέτησε και μουσικά τον συγκρατημένο Θάνο και δεν παρασύρθηκε σε αδικαιολόγητες φωνητικές εξάρσεις. Η εξαιρετική άρθρωση της κας Στυλιανάκη κατέστησε περιττή οποιαδήποτε χρήση υπερίτλων, ενώ η στιβαρή παρουσία του κ. Μαγουλά μάς παρέδωσε έναν επιβλητικό Βασιλιά Ατσίγγανο. Η σύντομη παρουσία του εμπειρότατου κ. Χριστογιαννόπουλου, μόνο στην άρια της έναρξης, επιβεβαίωσε τη ρήση «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός».
Ο κ. Φιδετζής καθοδήγησε με ηρεμία και σιγουριά την ορχήστρα, αναδεικνύοντας τον ηχοχρωματικό πλούτο του έργου και δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ενός οργανικού συνόλου αρκετά μεγαλύτερου, παρά τον περιορισμένο αριθμό των επί σκηνής οργάνων. Προβλήματα παρατηρήθηκαν στον συντονισμό ορχήστρας και χορωδίας, αλλά η εμπειρία του κ. Φιδετζή δεν τούς επέτρεψε να πάρουν έκταση.
Η αναβίωση της «Περουζέ» αποτελεί αναμφίβολα μια σημαντική στιγμή για το νεοελληνικό λυρικό θέατρο. Μακάρι να δίνονται συνεχώς ευκαιρίες στο ελληνικό κοινό να γνωρίσει τα λιγότερα γνωστά έργα των σπουδαίων συνθετών μας.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.