Για τη μουσική παράσταση του Simon Steen-Andersen, «Σκηνοθετημένη νύχτα», η οποία παρουσιάστηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης ο δανός συνθέτης και περφόρμερ Σίμον Στην-Άντερσεν μαζί με το οργανικό σύνολο Ascolta παρουσίασε το έργο του «Σκηνοθετημένη νύχτα» (Inszenierte Nacht=Staged night) που περιλάμβανε τέσσερα γνωστά έργα των Μπαχ, Σούμαν, Μότσαρτ και Ραβέλ, αλλά μεταλλαγμένα το καθένα με τρόπο διαφορετικό και εντελώς απρόσμενο, με χρήση installation συγκεκριμένης τεχνολογίας και με μια αντίληψη της μουσικής εντελώς αντισυμβατική.
Ηχητικές μεταμορφώσεις
Δεν είναι ασυνήθιστο, σε όλες τις μορφές τέχνης, να επιχειρούνται από σκηνοθέτες, συνθέτες, λογοτέχνες, παραγωγούς κ.λπ. μετασχηματισμοί και «επικαιροποιήσεις» έργων του παρελθόντος με ποικίλους τρόπους. Όσον αφορά τη μουσική, οι συνθέτες των διαφόρων εποχών, απηύθυναν τα έργα τους στο ακροατήριο της εποχής τους, και οι μεταγενέστεροι εκτελεστές των έργων αυτών προσπαθούν συνήθως να αποτυπώσουν στην ερμηνεία τους, με όσο περισσότερη ακρίβεια γίνεται, το στυλ της κάθε εποχής.
Ο προβληματισμός του είναι πώς η μουσική του παρελθόντος, μεταφερόμενη στο παρόν, επανεκτελείται έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αξιώσεις και να ενεργοποιεί τα αισθητήρια ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου και εξελισσόμενου κόσμου.
Κλασικά, πασίγνωστα έργα παραλλάσσονται/«μεταποιούνται» για να προσαρμοστούν στον 21ο αιώνα και να αγγίξουν μια άλλη αισθητική, μέσα από πρωτοποριακές εκτελέσεις, χρήση νέων μέσων τεχνολογίας, οπτικά εφέ, με σκοπό να ξαναγεννηθούν μέσα από την αποδόμησή τους. Ο Σίμον Στην-Άντερσεν, αναγνωρισμένος και πολυβραβευμένος παγκοσμίως, καταφέρνει με την «Σκηνοθετημένη νύχτα» του να αναθερμάνει το ενδιαφέρον του σύγχρονου κοινού για τον Μπαχ, τον Σούμαν, τον Μότσαρτ και τον Ραβέλ και να δώσει τη δυνατότητα ακρόασης και θέασής τους μέσα από ένα νεωτερικό πρίσμα, αξιοποιώντας τη χρήση νέων μέσων τεχνολογίας, οπτικών εφέ, πρωτοποριακών εκτελέσεων. Ο προβληματισμός του είναι πώς η μουσική του παρελθόντος, μεταφερόμενη στο παρόν, επανεκτελείται έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αξιώσεις και να ενεργοποιεί τα αισθητήρια ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου και εξελισσόμενου κόσμου. Την εκτέλεση αυτού του δύσκολου εγχειρήματος ο συνθέτης την εμπιστεύθηκε στο οργανικό σύνολο Ασκόλτα το οποίο ιδρύθηκε το 2003 και εδρεύει στην Στουτγάρδη. Ειδικεύεται στην μελέτη και εκτέλεση έργων σύγχρονης μουσικής και έχει εμφανιστεί σε μερικά από τα σημαντικότερα φεστιβάλ.
«Ξεκούρδιστος» Μπαχ
Οι μουσικοί έμοιαζαν με υπνοβάτες που κινούνταν στις θέσεις τους στα τυφλά, ενώ η ένταξη concrete στοιχείων στην όλη ενορχήστρωση – σάμπλερ, βίντεο και ήχοι από καθημερινά αντικείμενα, σαν κάποιος να «έσπαγε» ή να «έξυνε» την επιφάνεια του οργάνου – προσέδιδε μια noise ή industrial απόχρωση στο τελικό αποτέλεσμα.
Στο ξεκίνημα της συναυλίας – περφόρμανς, ένας τσελίστας, ένας πιανίστας και ένας τρομπονίστας εκτελούν την άρια Schlummertein, ihrmatten Augen από την Καντάτα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ Ichhabegenug. Για αρκετή ώρα δίνεται η εντύπωση πως ακούμε μια παραδοσιακή εκτέλεση του έργου, με μόνη καινοτομία τον ηχογραφημένο μπάσο τραγουδιστή και το ντουμπλάρισμα της μελωδικής του γραμμής από το τρομπόνι με τη χρήση σουρντίνας. Όμως σταδιακά η εκτέλεση λειτουργεί κατά τρόπον ώστε σχεδόν να υπνωτίζει το κοινό. Η τονικότητα αλλάζει και οι μελωδικές γραμμές εκτελούνται δυο οκτάβες πιο κάτω από το τονικό ύψος της αρχής. Το τέμπο γίνεται σταδιακά πιο αργό και καταλήγει περίπου στο ένα τέταρτο του αρχικού. Η κατιούσα αυτή διαδικασία, αργή και σταδιακή, γίνεται αντιληπτή όταν πια είναι εμφανέστατες οι αλλαγές. Προστίθενται σκοτεινά glissandos στις χαμηλές περιοχές του τσέλου και του τρομπονιού, ενώ η ηχογραφημένη μουσική αρχίζει να υπερισχύει και να υφαίνει ένα απόκοσμο μουσικό χαλί, σαν να προέρχεται από άλλον πλανήτη. Ταυτόχρονα και σταδιακά, χαμηλώνουν τα φώτα, συμβαδίζοντας με το αργό τέμπο και την «καταρρέουσα» τονικότητα (εσκεμμένα φάλτσα) δημιουργώντας μια διάθεση υπνηλίας, σαν βλέφαρα που βαραίνουν και κλείνουν.
Προκειμένου η περφόρμανς να έχει ενιαία ροή και για να μην ακουστούν χειροκροτήματα ανάμεσα στο έργα, προβάλλονταν σε βίντεο υπεριώδους λήψης οι φιγούρες των μουσικών καθώς διαμόρφωναν το σκηνικό σε απόλυτο σκοτάδι, ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν δυνατοί και αφύσικα ενισχυμένοι ήχοι ηχορρύπανσης (συρσίματα, τριξίματα κ.ά.). Οι μουσικοί έμοιαζαν με υπνοβάτες που κινούνταν στις θέσεις τους στα τυφλά, ενώ η ένταξη concrete στοιχείων στην όλη ενορχήστρωση – σάμπλερ, βίντεο και ήχοι από καθημερινά αντικείμενα, σαν κάποιος να «έσπαγε» ή να «έξυνε» την επιφάνεια του οργάνου – προσέδιδε μια noise ή industrial απόχρωση στο τελικό αποτέλεσμα. Και όλα αυτά σε απόλυτο σκοτάδι.
«Εξωγήινος» Σούμαν
Το επόμενο κομμάτι ήταν το Träumerei από τις παιδικές σκηνές του Ρόμπερτ Σούμαν op.15. Εδώ από την αρχή ακούμε το έργο, ή προσπαθούμε να το ακούσουμε, μέσα σε μια αιθέρια, σκιώδη, ονειρική μουσική ατμόσφαιρα που με μεγάλη επιτυχία κατάφερε να σχεδιάσει ο Στην-Άντερσεν. Οι φωνές μέσα από μικρόφωνα που αλλοιώνονταν από την κονσόλα, το ηχητικό «χαλί» από τα βιμπράφωνα και τα ηχητικά κύματα από την εκτεταμένη χρήση διαπασών διαφόρων μεγεθών εντείνουν ακόμα περισσότερο την έννοια της Ονειροπόλησης («Träumerei») που δηλώνει ο τίτλος του έργου.
Ο Simon Steen-Andersen |
«Techno» Μότσαρτ
Μέσα σε γαλήνιο και υπνωτιστικό κλίμα, τα πάντα αλλάζουν, με τους μουσικούς να αφήνουν τις θέσεις τους και να κάθονται κυκλικά γύρω από μια μικρή «σκηνή εντός σκηνής», ενώ η ηχογραφημένη μουσική αρχίζει να γίνεται έντονα ρυθμική και δυνατή.
Και ξαφνικά, μια άλλη εκδοχή της «νύχτας» ακολουθεί... Μέσα σε γαλήνιο και υπνωτιστικό κλίμα, τα πάντα αλλάζουν, με τους μουσικούς να αφήνουν τις θέσεις τους και να κάθονται κυκλικά γύρω από μια μικρή «σκηνή εντός σκηνής», ενώ η ηχογραφημένη μουσική αρχίζει να γίνεται έντονα ρυθμική και δυνατή. Τα φώτα σε διάφορα χρώματα αναβοσβήνουν, μια ντισκομπάλα μπαίνει σε λειτουργία και ένας εκ των μουσικών ανοίγει την πλαϊνή πόρτα της αίθουσας, μια «θύρα Κολάσεως» απ’ όπου ακούγονται εκκωφαντικά beats και τα εκθαμβωτικά φώτα της οποίας παραπέμπουν σε νάιτ κλαμπ και σβήνουν όταν η πόρτα κλείνει.
Στη μικρή σκηνή και μπροστά από μια πορφυρή αυλαία το σκηνικό περιβάλλον εγκαταλείπει τη συμφωνική ορχήστρα και μεταπλάθεται σε performance. H άρια Der Hölle Rache από τον Μαγικό Αυλό του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ερμηνεύεται από ένα κόντρα τενόρο που παραπέμπει στην επανερμηνεία της άριας από τον Κλάους Νόμι. Σημαντικό στοιχείο που συνδέει παρελθόν και παρόν είναι η κυκλική διάταξη των μουσικών σαν να παρακολουθούν κλασική συναυλία, ενώ η σκηνή, τα φώτα, η κίνηση θύμιζαν νυκτερινό κλαμπ στο απόγειο της punk. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, ενώ και πάλι, μετά από λίγο, οι ήχοι γίνονται απόλυτα ηλεκτρονικοί και απόκοσμοι, η τεχνολογία αναμειγνύεται στη φωνητική ερμηνεία, techno ήχοι βγαίνουν από το μικρόφωνο και κάθε έγνοια για σωστό τονικό ύψος εξανεμίζεται. Ο τραγουδιστής αφήνει κάτω το μικρόφωνο, οι μουσικοί αλλάζουν θέσεις και επανέρχονται στην ονειρική ατμόσφαιρα του Träumerei.
Το φάντασμα του Ραβέλ
Η όλη σύλληψη ήταν ιδιαίτερα εφευρετική και πρωτότυπη, ενώ τίποτα πια δεν θύμιζε την παραδοσιακή εκτέλεση του κομματιού.
Μετά από άλλη μια παρεμβαλλόμενη προβολή των μουσικών – «υπνοβατών», η σκηνή σκοτεινιάζει και φωτίζεται μόνο ο πιανίστας Φλοριάν Χέλσερ μπροστά σε πιάνο. Εκτελεί το έργο Scarbo του Μωρίς Ραβέλ από τη σουίτα Gasparddelanuit, ένα από τα δυσκολότερα έργα της πιανιστικής εργογραφίας, ενώ μετά από λίγο οι ήχοι μεταλλάσσονται ηλεκτρονικά. Η τονικότητα αλλάζει, το ηχόχρωμα παράγει το συναίσθημα του «παραξενίσματος», τα πλήκτρα φωτίζονται μπλε, ενώ κάποια στιγμή ο πιανίστας, μετά από ένα δεξιοτεχνικό ξέσπασμα, σηκώνεται απότομα από το σκαμπό και το πιάνο εξακολουθεί να ακούγεται, με πλήκτρα που φωτίζονται, σαν να προβάλλονται επάνω τους κάποιου άλλου τα δάχτυλα. Δίνεται η εντύπωση ότι ένα φάντασμα συνεχίζει την εκτέλεση και πράγματι: στο πίσω μέρος της σκηνής, πάνω σε λευκό πανί, προβάλλει η μορφή του Ραβέλ, σαν να εκτελεί εκείνος στο πιάνο. Η όλη σύλληψη ήταν ιδιαίτερα εφευρετική και πρωτότυπη, ενώ τίποτα πια δεν θύμιζε την παραδοσιακή εκτέλεση του κομματιού. Όλη η εκτέλεση έμοιαζε να είναι προ-ηχογραφημένη. Κατά διαστήματα ακουγόταν ηχογραφημένη μια γυναικεία φωνή στα γαλλικά, να απαγγέλλει στίχους από το ποίημα του Αλοΐσιους Μπερτράν Gasparddelanuit. Στο τέλος της περφόρμανς ένας μουσικός με ένα ρολόι στο χέρι στέκεται στο κέντρο της σκηνής δείχνοντας την ώρα για να προσγειώσει το κοινό του στο αμείλικτο «τώρα».
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.