
Για το 7ο Πανόραμα Ελληνικής Τζαζ, που πραγματοποιήθηκε από τις 7 έως τις 9 Δεκεμβρίου 2017 στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Των Φραγκίσκου Κοντορούση και Χρύσας Στρογγύλη
Από τις 7 έως τις 9 Δεκεμβρίου 2017 πραγματοποιήθηκε το 7ο Πανόραμα Ελληνικής Τζαζ στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, φιλοξενώντας πέντε μουσικά σχήματα. Οι συναυλίες διακρίνονταν από στυλιστική πολυμορφία, πρωτοτυπία συνθέσεων και συνεργασιών και εντυπωσιακή δεξιοτεχνία. Τέσσερις σπουδαίοι κρουστοί άνοιξαν το τριήμερο, το οποίο ολοκληρώθηκε με το σχήμα της Νάνα Σιμόπουλος και με ενδιάμεσες αναφορές στον Coltrane αλλά και την ποιοτική πλευρά του mainstream [1].
Αυτοσχεδιάζοντας με κρουστά
Το πρώτο setup του τριημέρου ήταν και το πιο πρωτότυπο. Στη Μικρή Σκηνή της Στέγης έλαβαν θέση τέσσερις κρουστοί: ο Κώστας Τατσάκης και ο Στέφανος Χυτήρης μπροστά από δύο σετ ντραμς, ο Βαγγέλης Καρίπης ανάμεσα σε πολλά παραδοσιακά κρουστά και άλλα ιδιόφωνα (νταούλι, τουμπελέκι, κουδουνάκια, ντέφι, caxixi) και ο Νίκος Σιδηροκαστρίτης με έναν ξύλινο δίσκο που δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να κρούει με τις μπακέτες του.
Η βραδιά ξεκίνησε μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Ένα μοναδικό φως διακρινόταν, έξυπνα κρυμμένο στο τουμπελέκι πίσω από τη μεμβράνη, και σταδιακά άρχισε να διακρίνεται ο ήχος από τον ξύλινο δίσκο του Σιδηροκαστρίτη.
Η βραδιά ξεκίνησε μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Ένα μοναδικό φως διακρινόταν, έξυπνα κρυμμένο στο τουμπελέκι πίσω από τη μεμβράνη, και σταδιακά άρχισε να διακρίνεται ο ήχος από τον ξύλινο δίσκο του Σιδηροκαστρίτη. Θαρρείς και επρόκειτο για το πρώτο φως του παιδιού, την ώρα που ακούει μονάχα την καρδιά της μητέρας. Σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους και τα υπόλοιπα όργανα, σε διαρκή διαλεκτικό αυτοσχεδιασμό και σε απόλυτο συντονισμό μεταξύ τους. Οι σιωπές εναλλάσσονταν με τις κορυφώσεις, οι αυτοσχεδιαστικές ιδέες διαρκώς ανανεώνονταν και η συναυλία δεν έχασε ποτέ την γλυκύτητα της αρχής.
Θα περίμενε κανείς πως η απουσία «μελωδικών» οργάνων ή κρουστών με τονικό ύψος θα κατέληγε αναπόφευκτα να κουράσει τον ακροατή. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Τα 45 λεπτά της συναυλίας κύλησαν εξαιρετικά γρήγορα και αυτό οφείλεται ασφαλώς στην σοφή προσέγγιση, από πλευράς των μουσικών, του πολύ ιδιαίτερου σχήματος που είχαν να διαχειρισθούν. Δικαίως χειροκροτήθηκαν θερμότατα.
Παράδοση και τζαζ
Τη δεύτερη συναυλιακή βραδιά του Πανοράματος άνοιξε το τρίο των Δημήτρη Τσάκα στο σαξόφωνο, Θωμά Κωνσταντίνου στο ούτι και Πάνου Δημητρακόπουλου στο κανονάκι. Το σχήμα εμπνέεται από τη Δυτική κλασική μουσική, τη τζαζ αλλά και την ελληνική παράδοση.
Δεν είναι ασφαλώς πρωτόγνωρο το πάντρεμα της τζαζ με την παράδοση – άλλωστε, και η ίδια η τζαζ από την αμερικανική και αφρικανική παράδοση έλκει την καταγωγή της. Στην Ελλάδα, ειδικά μετά το 2000, έχουν μέχρι σήμερα ηχογραφηθεί ουκ ολίγα τζαζ άλμπουμ με έθνικ αλλά και παραδοσιακά χαρακτηριστικά, με πρωτοπόρους μουσικούς και συγκροτήματα όπως οι Mode Plagal, ο Μάκης Αμπλιανίτης, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Φλώρος Φλωρίδης.
Οι τρεις μουσικοί στάθηκαν απέναντι στη τζαζ και την ελληνική παράδοση με ιδιαίτερο σεβασμό, αυτοσχεδίασαν επιδεικνύοντας υψηλότατες τεχνικές αρετές, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουν από τα μουσικά πλαίσια και τους διακριτούς ρόλους που οι ίδιοι όρισαν.
Σε γνώριμα λοιπόν μονοπάτια κινήθηκε το τρίο, γνώριμα μα ιδιαίτερα απολαυστικά. Οι τρεις μουσικοί στάθηκαν απέναντι στη τζαζ και την ελληνική παράδοση με ιδιαίτερο σεβασμό, αυτοσχεδίασαν επιδεικνύοντας υψηλότατες τεχνικές αρετές, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουν από τα μουσικά πλαίσια και τους διακριτούς ρόλους που οι ίδιοι όρισαν. Η άριστη επικοινωνία μεταξύ των μουσικών «πέρασε» και στο κοινό, που ζήτησε με ένταση, αλλά μάταια, ένα ανκόρ.
Σύμφωνα με τα λόγια του Δημήτρη Τσάκα: «Παίζουμε τζαζ στάνταρντς, τζαζ classics και παραδοσιακά. Αυτό κάνουμε.» Και ασφαλώς το κάνουν πολύ καλά.
Ναρκισσιστικοί μονόλογοι
Η δεύτερη βραδιά του Πανοράματος έκλεισε με το Ships & Shepherds Duo, του σαξοφωνίστα Νικόλα Σκορδά και του Άγγλου πιανίστα Alex Maguire, στην πρώτη παρουσίαση του δίσκου τους για την Ελλάδα. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της Στέγης, ο δίσκος αυτός αποτυπώνει «μια σύγχρονη εκδοχή – προσωπικού ύφους και φαντασίας – του spiritual μουσικού σύμπαντος».
Ακατάληπτη η περιγραφή, εξίσου ακατάληπτη και η μουσική πρόταση του ντουέτου. Ο μουσικός καμβάς του σχήματος εδράζεται σε μια απλή βασική ιδέα: μακροσκελείς αυτοσχεδιασμοί του πιάνου σε ύφος lounge jazz εναλλάσσονταν διαρκώς με παράλληλους αυτοσχεδιασμούς των δύο οργάνων σε εντελώς διαφορετικό ύφος, πέρα από τα όρια της free jazz (όπως τη δίδαξαν σπουδαίοι μουσικοί όπως ο Ornette Coleman και ο John Coltrane). Οξείς σε ένταση και τονικό ύψος αυτοσχεδιασμοί του σαξοφώνου, ξέφρενοι αυτοσχεδιασμοί του πιάνου, με ταυτόχρονους μονολόγους των δύο οργάνων χωρίς πρόθεση και σχέδιο να συναντηθούν. Η ενδιαφέρουσα αρχική ιδέα δεν εξελίχθηκε ποτέ σε ολοκληρωμένη μουσική πρόταση, αλλά παρέμεινε ανακυκλούμενη μέχρις εξαντλήσεως του κοινού, ενώ και η προσθήκη των δύο guest μουσικών (Αντώνης Σταυρινός, τρομπέτα, Στάθης Διαμαντίδης, κοντραμπάσο) δεν προσέθεσε νέα στοιχεία, ενώ αύξησε το ηχητικό κομφούζιο πολλαπλασιάζοντας τους παράλληλους μονολόγους.
Είναι σαφές ότι το σχήμα δεν στερείται ιδεών, τεχνικών δυνατοτήτων και εξαιρετικών προθέσεων ανανέωσης του μουσικού είδους που υπηρετεί. Εάν η πρόκληση και ο νεωτερισμός πάψουν να αποτελούν αυτοσκοπό και οι επιμέρους ιδέες κληθούν να υπηρετήσουν ένα ολοκληρωμένο μουσικό σχέδιο, το ντουέτο έχει τις βάσεις ώστε να αναδειχθεί σε σημείο αναφοράς της ελληνικής τζαζ σκηνής.
[1] Λόγοι ανωτέρας βίας δεν επέτρεψαν την παρακολούθηση του σχήματος των Χονδρόπουλου, Pignon, Marteau και Σαξώνη.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.
Nana Simopoulos quintet
Η τρίτη συναυλία του 7ου Πανοράματος της Ελληνικής Τζαζ πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017 στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Παρακολουθήσαμε την ελληνοαμερικανίδα μουσικό και συνθέτρια Νάνα Σιμόπουλος πλαισιωμένη από εξαίρετους μουσικούς, Έλληνες και ξένους.
Το πρόγραμμα περιλάμβανε instrumental κομμάτια και τραγούδια, όλα συνθέσεις της Νάνας Σιμόπουλος. Μερικά από τα έργα που ακούστηκαν ήταν το «Inside» σε ποίηση του σούφι Τζελαλαντίν Ρουμί (1207-1273), το «Merely to know» σε στίχους βουδίστριας καλόγριας, το «After dark», το «New moon», το «Let fire burn me», το «For no reason» σε ποίηση του Πέρση ποιητή Χαφίζ (14ος αιώνας) κ.ά.
Ο ήχος των συνθέσεων της Νάνα Σιμόπουλος καθαρός, ατμοσφαιρικός και προσιτός ακόμα και στο πιο απαίδευτο, μουσικά, αυτί. Η φωνή της γλυκιά και τρυφερή, απόλυτα εναρμονισμένη με το οργανικό σύνολο, λειτουργούσε ως ένα επιπρόσθετο μουσικό όργανο.
Ο ήχος των συνθέσεων της Νάνα Σιμόπουλος καθαρός, ατμοσφαιρικός και προσιτός ακόμα και στο πιο απαίδευτο, μουσικά, αυτί. Η φωνή της γλυκιά και τρυφερή, απόλυτα εναρμονισμένη με το οργανικό σύνολο, λειτουργούσε ως ένα επιπρόσθετο μουσικό όργανο. Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για πάθος στην ερμηνεία ή για συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά για ελεγχόμενο ήχο, ξεκάθαρο ρυθμό, διαυγείς μελωδικές γραμμές χωρίς επιτηδευμένες πρωτοτυπίες ή εκκεντρισμούς και με έντονο συναίσθημα. Οι αυτοσχεδιασμοί ήταν έξυπνοι και συγκροτημένοι, απόλυτα ταιριαστοί με τις ιδιαιτερότητες κάθε οργάνου. Ο Νεοζηλανδός σαξοφωνίστας Χέυντεν Κίσολμ έβγαζε γλυκό και εκφραστικό ήχο από το άλτο και το σοπράνο σαξόφωνό του που σπάνια συναντά κανείς, ενώ τόσο ο κοντραμπασίστας Μάνος Λούτας όσο και ο αφροαμερικανός ντράμερ Τζον Μπετς εντυπωσίασαν με τη ρυθμική τους σταθερότητα και το ταμπεραμέντο τους στα σολιστικά αυτοσχεδιαστικά μέρη. Στα φωνητικά και στο πιάνο η Κάριν Χάιλμαν συμπλήρωνε άρτια τη φωνή της Νάνα Σιμόπουλος, ενώ αποκαλυπτικός και εντυπωσιακός υπήρξε ο περκασιονίστας Σόλις Μπαρκί: πειραματιζόταν με μια πληθώρα ασυνήθιστων κρουστών όπως η μεταλλική γραβάτα, η ινδική στάμνα, λάστιχα, αλλά και με πιο συνηθισμένα όπως το μπεντίρ, το τουμπελέκι κ.ά. Επιχείρησε επίσης έναν αυτοσχεδιασμό χτυπώντας μόνο τα μάγουλα και το στόμα του.
Με το γλυκό της παίξιμο στην ηλεκτρική κιθάρα η Νάνα Σιμόπουλος ανέδειξε μερικές ασυνήθιστα ευαίσθητες πτυχές στον ήχο του οργάνου αυτού. Ακόμα πιο γοητευτικός όμως ήταν ο ήχος του σιτάρ και ο τρόπος που επέλεγε να τον αξιοποιήσει η συνθέτρια στα έργα της. Το περίπλοκο ινδικό όργανο των 19 χορδών λειτουργεί στη μουσική της ως συνδετικός κρίκος της τζαζ με την έθνικ. Δεν παρασύρεται σε ατέρμονους αυτοσχεδιασμούς που θυμίζουν παραδοσιακή ινδική μουσική αλλά εκφέρεισαφείς μελωδικές φράσεις που παραπέμπουν περισσότερο σε ελληνική παραδοσιακή και λαϊκή μουσική, ακόμα και σε μπουζούκι. Δημιουργεί με τον τρόπο αυτό ένα ξεχωριστό προσωπικό ύφος, ένα ηχητικό τοπίο που μαρτυρείτους προβληματισμούς της πάνω στην χρήση των παραδοσιακών οργάνων και την προσπάθειά της να τα αξιοποιήσει με τρόπο αναγνωρίσιμο, βάζοντας τη δική της μουσική σφραγίδα. Άλλωστε, όπως η ίδια ομολογεί, δεν παύει να πειραματίζεται με τα παραδοσιακά όργανα διαφόρων μουσικών πολιτισμών και να ψάχνει διαρκώς νέους τρόπους μουσικών προσμείξεων.
Μια διαδραστική συναυλία
Η Νάνα Σιμόπουλος υπήρξε ιδιαίτερα επικοινωνιακή με το κοινό. Ζήτησε να ανοίξουν τα φώτα του αμφιθεάτρου για να βλέπει καλύτερα τους ακροατές της και τους προέτρεψε να συμμετέχουν στη μουσική της, «παίζοντας» με τα φρύδια τους, χρησιμοποιώντας τα ως εκφραστικό μέσο. Στο τέλος της συναυλίας, με αφορμή την αποκάλυψη πως κάθε καλοκαίρι συμμετέχει σε μουσικά σεμινάρια με τον Μπομπ μακ Φέριν, ζήτησε από το κοινό να τραγουδήσει ένα ρυθμικό μοτίβο και κάλεσε όποιον ήθελε να ανέβει στη σκηνή και να αυτοσχεδιάσει πάνω σε αυτό το μοτίβο. Η συμμετοχή του κοινού ήταν εντυπωσιακή, όπως και το τελικό αποτέλεσμα. Η Νάνα Σιμόπουλος κατάφερε να γίνει ένα με τους ακροατές της, κάνοντάς τους κοινωνούς της μουσικής διαδικασίας και δημιουργώντας ατμόσφαιρα ευθυμίας.
Η μισή καρδιά στην Αμερική και η άλλη μισή στην Ελλάδα
Η Νάνα Σιμόπουλος γεννήθηκε στην Βαλτιμόρη των Ηνωμένων Πολιτειών από Έλληνες γονείς. Στα 12 χρόνια της επέστρεψεστην Ελλάδα και στα 19 έφυγε και πάλι για την Αμερική για σπουδές πάνω στη μουσική. Δραστηριοποιείται κυρίως στην Νέα Υόρκη αλλά συχνά επισκέπτεται και παρουσιάζει τις δουλειές της στην Ελλάδα, όπου συνεργάζεται με πολλούς Έλληνες μουσικούς. Έχει ηχογραφήσει 7 άλμπουμ και έχει συμπράξει με σπουδαίους τζαζ μουσικούς παγκοσμίως. Είναι καθηγήτρια Κινηματογραφικής Μουσικής (Professor of Music for Film) στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Εικαστικών Τεχνών της Νέας Υόρκης (School of Visual Arts). Έχει επίσης εμφανιστεί με την όπερα της Νέας Υόρκης και την Ιταλική Συμφωνική Ορχήστρα Ραδιοφωνίας της RAI και έχει παίξει σε μεγάλες μουσικές σκηνές, όπως στο τζαζ φεστιβάλ Montreux της Ελβετίας, αλλά και σε πολύ ιδιαίτερους χώρους, όπως ο επιβλητικός Καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Νέα Υόρκη.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.