
Για την έκθεση της Γιώτας Ανδριάκαινα στην Gallery 7, σε θεωρητική επιμέλεια της Μαρίας Γιαγιάννου, που ολοκληρώνεται το Σάββατο, 14 Οκτωβρίου.
Της Μαρίας Γιαγιάννου
Άνθρωπος με κλουβί στο κεφάλι. Από την άκρη του εξέχει μια κλωστή. Η κλωστή συναντά την ουρά ενός ρινόκερου, συνεχίζεται από το κέρατο της μύτης του και ενώνεται με τα χέρια ενός παιδιού. Από την άκρη των παιδικών ματιών η κλωστή επιμένει στην πορεία της μέχρι που συναντά τα πόδια κάποιας γυναίκας και μετά τα χέρια ενός άνδρα και μετά τον λαιμό μιας αρκούδας και εξακολουθεί να ξεδιπλώνεται σε όλο της το μήκος ωσότου γίνεται μια μακριά, λεπτή γέφυρα που μας συνδέει όλους. Tα αόρατα νήματα που μας ενώνουν και μας κινούν έγιναν για μια στιγμή ορατά.
Για να διασχίσει κανείς μια γέφυρα από κλωστή – ένα απονενοημένο διάβημα – θα πρέπει να είναι αναγκασμένος να ρισκάρει, ελπίζoντας ότι η κλωστή είναι αρκετά ανθεκτικό υλικό και ότι θα κρατήσει το βάρος του. Η ανάγκη, η πίστη και η επιθυμία του επίδοξου σχοινοβάτη συνυφαίνονται, ενώ η εικαστικός εργάζεται με σίγουρο πέλμα, στην άλλη άκρη της κλωστής. Από εκεί μας παραδίδει τις προσωπικές της οδηγίες σχοινοβασίας, κρυπτογραφημένες στην ποιητική γλώσσα του ασυνειδήτου. Η Γιώτα Ανδριάκαινα με αφηγηματικό εργαλείο την κλωστή πλέκει έναν κόσμο αποσπασματικό, μεταφορικό και έμπλεο επιθυμίας, ώστε μπορούμε να πούμε ότι ένα όνειρο βρίσκεται εν εξελίξει μπροστά στα μάτια μας.
Λαβύρινθος από μίτο
Η εικαστικός υφαίνει μια πολυδαίδαλη ιστορία, όπου ο λαβύρινθος αποτελείται από μίτο. Γι' αυτό και ο ειρμός της αφήγησης είναι κρυμμένος αλλά δεν μπορεί να χαθεί. Μιας που η λύση του αινίγματος είναι το υλικό του προβλήματος, παραμένει παρούσα ως δομικό συστατικό της αγωνίας μας. Μια λύση εγκλωβισμένη εντός του ερωτήματος, ένα κλειδί αντί για κλειδαριά, ένα πατίνι με ακίνητες ρόδες, ένα αέρινο φουστάνι από τσιμέντο. Το μαλακό νήμα του φορέματος σκλήρυνε κι έκρυψε την αρχή του. Για να βρούμε την άκρη του μίτου, πρέπει να ξηλώσουμε τον λαβύρινθο. Όλος ο λαβύρινθος όμως είναι μια επανάληψη και η άκρη του δεν εντοπίζεται εύκολα. Η δωρική του πολυπλοκότητα είναι αξεπέραστη. Μπορούμε όμως να βρούμε ποια είναι τα σημεία που συνδέει – κι αν ήταν γέφυρα, ποιοι θα ήταν οι αρμοί της.
Παιδί σε κίνδυνο
Αρμός πρώτος: Το παιδί είναι ίσως το σημαντικότερο μοτίβο στην έκθεση της Γιώτας Ανδριάκαινα. Καμουφλαρισμένο συχνά με τη μάσκα της σχεδιαστικής αφαίρεσης, δεν μαρτυρά πάντα την κυρίαρχη παρουσία του. Διατηρεί κάτι το φασματικό, ωσάν η απουσία του να έχει φορέσει, ίσα ίσα για να ποζάρει, ένα εφήμερο σώμα. Η παιδικότητα δεν μοιάζει να αντιμετωπίζεται ως φάση αλλά ως κατάσταση. Δεν πρόκειται για ένα στάδιο ανάπτυξης ή ένα ζήτημα ηλικίας. Το παιδί εδώ, είναι κάτι τρομερά ισχυρό και, θα έλεγα, αναλλοίωτο. Μια πλατωνική Μορφή.
Μια εκδοχή παιδιού βλέπουμε στα κοντινά πορτραίτα ˙ η σύνθεσή τους από μικρά χειροποίητα κουβάρια με σγουρή ουρά, που πυκνώνουν για να αποτυπώσουν τις εκφράσεις και τους όγκους ή διασπείρονται για να διαμορφώσουν το περιβάλλον, θυμίζει συνάξεις σπερματοζωαρίων σε κοιλιακό σύμπαν. Οι κουκίδες που τα συνιστούν είναι έτοιμες να παρασυρθούν από τα μαγνητικά πεδία του απείρου και η μορφή να χαθεί. Το παιδί είναι παντού και πουθενά.
Στα έργα της Ανδριάκαινα η παιδική μορφή εμφανίζεται ευάλωτη, μεταξύ απειλής και προστασίας. Η προστασία οφείλεται εξάλλου στην απειλή˙ κάθε προστατευτική χειρονομία υπονοεί τον κίνδυνο που εξορίζεται μακριά από την περίμετρό της.
Άλλοτε, κυριολεκτικά απρόσωπο, εντάσσεται σε μια ομάδα. Βλέπουμε μια δεκαπενταριά παιδιά σε χαλαρή στοίχιση σε έναν καμπύλο χώρο που θυμίζει γήπεδο, να κουβαλούν στους ώμους τους από ένα κλουβί. Η ατμόσφαιρα ταλαντεύεται από τη γραμμή ενός παιχνιδιού σε εκείνη ενός εκτελεστικού αποσπάσματος. Όταν προσποιείται κανείς πως είναι φυλακισμένος, διασκεδάζει ειρωνευόμενος (άρα, με επίγνωση) τη δομή της φυλακής. Όμως εδώ, τα παιδιά με τα φυλακισμένα κεφάλια δεν παίζουν, αλλά μάλλον υποβάλλονται στο παιχνίδι κάποιων άλλων. Στα έργα της Ανδριάκαινα η παιδική μορφή εμφανίζεται ευάλωτη, μεταξύ απειλής και προστασίας. Η προστασία οφείλεται εξάλλου στην απειλή˙ κάθε προστατευτική χειρονομία υπονοεί τον κίνδυνο που εξορίζεται μακριά από την περίμετρό της.
Το κλουβί είναι μια απερίφραστη προειδοποίηση που, εκτός από την επιτοίχια αναπαράσταση, θα καταλάβει και τον χώρο. Πρόκειται για έναν αρνητικό χώρο, έναν χώρο που, ακόμα κι αν είναι εντελώς κενός, αυτόματα κανείς τον φαντάζεται γεμάτο. Στις δύο εγκαταστάσεις της έκθεσης το σώμα απουσιάζει κι έχει αντικατασταθεί από μια μετωνυμία. Το πλεκτό ρούχο ενός κοριτσιού είναι στεφανωμένο από ένα κλουβί γεμάτο με ένα σύννεφο κλωστής. Μυαλά κουβάρια στην κορυφή ενός τσιμεντένιου ρούχου˙ σύμβολο ανάστατης παιδικότητας μα και απολιθωμένης. Το δεύτερο άδειο ρούχο μοιάζει να πάγωσε αιώνες πριν, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού: ένα άδειο φουστάνι που κάνει πατίνι – τι πικρή ιστορία. Τι κουβαλούν αυτά τα ρούχα; Ένα πνεύμα παιδιού εν κινδύνω.
Όμως, η καλλιτέχνις δεν θα τ' αφήσει στη μοίρα τους. Η προστατευτική αγκαλιά που οραματίζεται είναι βαθιά συγκινητική, αν και όχι μονοσήμαντη όπως θα ήταν κάποια μελό αναπαράσταση. Στη σειρά των διπλών πορτραίτων (και ενός τριπλού) όπου το παιδί συνυπάρχει με ζώα, κεντάει τις συνδέσεις μιας τρομακτικής υπόθεσης, μιας πυρηνικής σχέσης. Τι δουλειά έχει ένα παιδί στην ασφυκτική αγκαλιά ενός ρινόκερου; Το σημείο της απουσίας μαλλιών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το παιδί πάσχει. Ιδίως στο τριπλό πορτραίτο όπου το βλέμμα είναι στραμμένο λοξά προς τα πάνω, έχουμε τη στάση ενός μάρτυρα. Η άμεση επαφή του άρρωστου παιδιού με το ζώο, ανοίγει μια μεγάλη πύλη και μας οδηγεί στο επόμενο μοτίβο, που έρχεται να επαληθεύσει τη διελκυστίνδα Προστασίας-Απειλής.
Εξολοθρευτής άγγελος
Αρμός δεύτερος: Η συνάντηση του ανθρώπου με τα άλλα ζώα συμβαίνει είτε μέσα σε υβριδικές μορφές είτε πάνω σε τεμνόμενες τροχιές. Ο ρινόκερος ή ο μικρός ελέφαντας με τ' ανθρώπινα χέρια, οι ανθρώπινες φιγούρες που καταλήγουν σε ουρά ιχθυόσαυρου, ο ογκώδης πλατύστερνος τσαλαπετεινός, ένα πλάσμα με μακριά κέρατα/αυτιά, είναι οι μυθικές μίξεις ενός ανερμήνευτου ονείρου που επικαλείται τη θηριανθρωπία, ως ελπιδοφόρο συνήθως κέλευσμα. Αλλού βλέπουμε αμιγώς ζωικές φιγούρες, συνήθως αυτή του ρινόκερου αλλά και το αιματώδες κοπάδι που τρέχει. Και πάλι ο άνθρωπος είναι παρών εντός της σύνθεσης. Ποιος όμως είναι ο ρόλος του και ποιος ο ρόλος του ζώου;
Αμφιθυμία νιώθει κανείς εμπρός στη λειτουργία του ζώου, όπως μας την προτείνει η καλλιτέχνις. Υπάρχουν έργα όπου το ζώο μοιάζει με άγγελο, ένα πλάσμα ισχυρό και προστατευτικό, ένα αγαπητικό θηρίο. Η Ανδριάκαινα μας αφηγείται τις παραλλαγές μιας αγκαλιάς, η οποία περικλείει το ευάλωτο παιδί. Πράγματι εκείνο γέρνει στη στιβαρή αγκαλιά του τσαλαπετεινού ή δέχεται το παρήγορο άγγιγμα του ελέφαντα. Συνάμα όμως βλέπει κανείς πως το ράμφος του γερακιού παραείναι κοντά στο παιδικό μάτι, η έκφραση του παιδιού πάνω στη χελώνα δεν είναι ευοίωνη, το μυρμήγκι αν και τμήμα της ανθρώπινης κεφαλής κρατάει ένα μάλλον απειλητικό κεντρί και τα νύχια του τσαλαπετεινού είναι κανονικά δρεπάνια. Θα υπερασπιστούν ή θα επιτεθούν; Αρχίζουν λοιπόν οι αμφιβολίες. Το παιδί ζητά την αγκαλιά ή προσπαθεί να της ξεφύγει; Στο μυαλό έρχεται, εκτός από τον άγγελο που διασώζει, ο μόνος άγγελος που μπορεί να είναι απειλητικός (ενίοτε και παρηγορητής)˙ ο άγγελος του θανάτου.
Ο ρόλος του απειλούμενου εναλλάσσεται μεταξύ ανθρώπου και ζώου, με πρωταγωνιστή τον ρινόκερο, καθώς φερειπείν ετοιμάζεται να περάσει μπροστά από μια «έκθεση» κομμένων κεφαλών, με το βαρύ βήμα του κατακτητή (αντιστρέφοντας τη συνήθη κατάσταση). Και στο έργο εκείνο όπου ένας ρινόκερος πεσμένος στο έδαφος έχει συγκεντρώσει πάνω του μια ομάδα φίλων, το αν είναι θύμα ή αν έχει παραχωρήσει το σώμα του ως στήριγμα θα παραμείνει θολό. Μια άλλη σκηνή, ταμπλώ βιβάν, όπου ο ρινόκερος-άνθρωπος βρίσκεται καθισμένος σε πρώτο πλάνο και πίσω του είναι παραταγμένη μια παρέα γυναικών που θυμίζουν σύλλογο υφάντρων, έχει μια δραματική ποιότητα, τόσο στη σύνθεση όσο και στην επιλογή του χυμένου «αίματος», ώστε αυτόματα όλοι «δι ελέου και φόβου» συμπάσχουμε με τον εκτεθειμένο ρινόκερο. Η ρινοκερίτιδα την οποία οραματίστηκε ο Ιονέσκο ήρθε και στα μέρη μας. Σταδιακά γινόμαστε όλοι ρινόκεροι. Και κανείς δεν θα μας πει αν αυτή η αλλαγή είναι για καλό ή για κακό. Δεν είναι εύκολο να αναγνωρίσεις την καλή και την ανάποδη στο (μ)πλέξιμο της ζωής.
Βιτρώ από πρόσωπα
Αρμός τρίτος: Τα πολυπρόσωπα επεισόδια συχνά στήνονται παρατακτικά σαν σε παλιά οικογενειακή φωτογραφία κι άλλοτε συμπλέκονται μεταξύ τους. Συχνά τα χαρακτηρίζει μια αμήχανη θεατρικότητα. Η καλλιτέχνις έχει επιλέξει δύο συνθετικές κατευθύνσεις και δύο τρόπους να τα καδράρει (στην έκθεση ο θεατής συναντά μερικές ακόμα προσεγγίσεις στην πλαισίωση). Ο πρώτος είναι η ρομαντική, γύψινη κορνίζα, που περικλείει χαρτί λευκό ή σέπια και οι παραστάσεις είναι κεντημένες με σκούρα κλωστή. Εδώ η αποσπασματικότητα των αφηγήσεων είναι έντονη και ξαναφέρνει στο μυαλό ένα περιβάλλον ονείρου. Σαν θολός χρησμός μοιάζουν οι έξι καθισμένες στην ακτή φιγούρες και ανάμεσά τους εκείνο το πλάσμα με αυτιά λαγού. Όλοι μαζί παρακολουθούν άλλα έξι –μάλλον παιδικά– κεφάλια να ξεπροβάλλουν από την επιφάνεια του νερού (πάλι εδώ το μοτίβο της κομμένης, ή σαν κομμένης, κεφαλής). Εξίσου πιθανό να πρόκειται για μια σκηνή ήρεμης διασκέδασης και για μια σκηνή επικείμενης βίας. Αυτό το ενδιάμεσο κλίμα είναι ένα εκπληκτικό επίτευγμα, τόσο γιατί δεν περιορίζει την ερμηνεία όσο και γιατί η συγκεκριμένη τεχνική (η οποία ενδεχομένως υποβοηθά στο θάμπωμα των προθέσεων) είναι εξαιρετικά απαιτητική.
Η δεύτερη φόρμα που επιλέγει η καλλιτέχνις είναι τα πολυπρόσωπα επεισόδια πάνω σε διάτρητα υφάσματα, και πάλι κεντημένα με τρομερή επιμέλεια και πηνελόπεια υπομονή. Μια σειρά λαβυρίνθων από μίτο, όπου το περιβάλλον ενώνεται με τις φιγούρες, επαναφέρει το ζήτημα της συνάντησης του ζώου με τον άνθρωπο και βεβαίως την πρωτοκαθεδρία της παιδικής μορφής. Αυτές οι λεπτοκαμωμένες επιφάνειες εισάγουν την ιδέα ενός θεάτρου σκιών όπου οι φιγούρες αποφάσισαν να διαπεράσουν τον μπερντέ κι εν τέλει παγιδεύτηκαν μέσα στις ίνες του λευκού σεντονιού. Υφασμάτινα βιτρώ, που η διαφάνειά τους συνδιαλέγεται με την κλωστή, ενώ το αχνό φως, ως διαμεσολαβητής, προβάλλει στον τοίχο τις ιστορίες που αφηγείται το σκοτάδι.
Περνώντας τη γέφυρα
Στην εισαγωγή μας εντοπίσαμε ως προϋποθέσεις για να διασχίσει κανείς μια γέφυρα από κλωστή την σφοδρότητα της επιθυμίας να βρεθεί στην άλλη πλευρά και την εμπιστοσύνη του στην κατασκευή. Αν υποθέσουμε ότι αγγίξαμε ένα μέρος της καλλιτεχνικής επιθυμίας – που βρίσκεται σπερματικά στις αρχικές προθέσεις και κατόπιν φουντώνει στη δημιουργική διαδικασία – τότε μας μένει το ζήτημα της τεχνικής. Μετά θα περπατήσουμε χωρίς φόβο.
Η επίμοχθη εργασία της ανάγλυφης ζωγραφικής με κλωστή δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάσει τον θεατή. Όχι μόνο χαρτιά και υφάσματα αλλά και κάθε κλωστή βάφεται εκ νέου από την εικαστικό, ώστε να πετυχαίνει περισσότερες αποχρώσεις από τις δύο-τρεις προσφερόμενες κάθε χρώματος. Τα έργα είναι πολυεπίπεδα σε τεχνικό επίπεδο, αφού τα κεντήματα που διακλαδίζονται σαν φλέβες πάνω στο ύφασμα τοποθετούνται συχνά σε διάφανο πλέξιγκλας ώστε στη σύνθεση να ενσωματώνεται ακόμα και η αντανάκλαση της κλωστής στην πλάτη του πίνακα ή ο τόνος της «ανάποδης» πλέξης στο πίσω μέρος της παράστασης.
Εικοσιπέντε επιτοίχια έργα και δύο κατασκευές φέρνουν σε συμφωνία τις φόρμες και τις θεματικές κατευθύνσεις που προσεγγίσαμε παραπάνω – α) την ευάλωτη παιδικότητα και την επάνοδο του παιδιού στον συμπαντικό χώρο ενδιαφέροντος που του αξίζει, β) τον ζωομορφισμό του ανθρώπινου φόβου και της ελπίδας καθώς και τη συνομιλία της βίας με την τρυφερότητα, γ) τις δαιδαλώδεις αποστάσεις που μας ενώνουν με τους άλλους καθώς ποζάρουμε πάνω σε διάτρητο, κλυδωνιζόμενο έδαφος. Το νήμα λειτουργεί ως επικοινωνιακό μέσο, εργαλείο εφάμιλλο της γραφίδας και κεντάει τον δρόμο του πάνω σε ύφασμα, σε χαρτί, σε τρυπημένο πανί και μέσα σε μελετημένα πλαίσια. Τα υφάσματα της Ανδριάκαινα συχνά εγκαταλείπουν τη λεπτότητά τους για έναν εαυτό πιο σκληρό – από ρητίνες, τσιμέντο και πόνο.
Η γέφυρα της εικαστικού είναι κεντημένη από χρωματιστά νήματα και μικρά κουβάρια, ως μια τολμηρή χειρονομία ένωσης κόσμων και ετεροτήτων (όπως και η χειροτεχνία με την πνευματική εργασία). Διερευνώντας τα ανθρώπινα και καλλιτεχνικά όρια, η Ανδριάκαινα έλκει τον θεατή σε σημείο που η κλωστή γίνεται το δικό του όριο – μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, πόνου και παρηγοριάς, μεταξύ των ενδεχόμενων εαυτών του. Η επαναληπτικότητα της κίνησης του πλεξίματος μοιάζει με προσευχή. Στήνει μια γέφυρα πίστης, η οποία παρότι αιωρείται, δεν παύει να υπόσχεται συναντήσεις.
Μ.Γ. Ιούνιος 2017
* Η Μαρία Γιαγιάννου, υπεύθυνη της θεωρητικής επιμέλειας, θα ξεναγήσει στην έκθεση την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου, στις 6 μ.μ.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ: 29.09 έως 14.10.2017
ΩΡΕΣ : Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 11-2 μ.μ. & 6-9 μ.μ.
Τετάρτη, Σάββατο: 11-3 μ.μ.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ: 29.09 έως 14.10.2017
ΩΡΕΣ : Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή : 11-2 μ.μ. & 6-9 μ.μ.
Τετάρτη, Σάββατο : 11-3 μ.μ.