Tου Φραγκίσκου Κοντορούση
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2017 η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσίασε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στις 21, 23, 25 και 27 Ιούλη την όπερα IlTrovatore (Ο Τροβαδούρος) του Τζιουζέπε Βέρντι, αναβιώνοντας την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στέφανο Πόντα, πάλι στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 2012. Παρακολουθήσαμε την παράσταση της 23ης Ιουλίου.
Ένα σκοτεινό και δαιδαλώδες αριστούργημα
Τον Ιανουάριο του 1851 ο Βέρντι, με νωπό ακόμη το θρίαμβο του Ριγολέττου, ζητά από τον ποιητή Σαλβατόρε Καμμαράνο να ετοιμάσει ένα λιμπρέτο για μια νέα όπερα, βασισμένη στο θεατρικό «Ο Τροβαδούρος» του διάσημου ισπανού συγγραφέα της εποχής Αντόνιο Γκαρθία Γκουτιέρρεθ που εκτυλίσσεται στην Ισπανία του 15ου αιώνα εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Τον Βέρντι μαγνήτισε ειδικά η γριά Τσιγγάνα Αζουτσένα, μια περιθωριακή μορφή γεμάτη αγάπη για το παιδία της, μα κυριευμένη από το αίσθημα της εκδίκησης.
Ο Καμμαράνο και, μετά το θάνατό του, ο ποιητής Λεόνε Μπαρντάρε παρέδωσαν στο Βέρντι μια ιστορία δαιδαλώδη, αναληθοφανή, με ελάχιστη δράση, αφού όλα τα σημαντικά γεγονότα είτε έχουν συμβεί πριν την έναρξή της είτε συμβαίνουν ανάμεσα στις πράξεις του έργου. Επιπλέον, το λιμπρέτο δεν έχει ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις, οι πληροφορίες που παρέχονται είναι γενικά ασαφείς και οι στίχοι δίνουν μόνο την αφορμή ώστε οι πρωταγωνιστές να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι, με ένα τέτοιο κείμενο ανά χείρας, ο λόγος γρήγορα υποχωρεί μπροστά στη μουσική.
Fράφοντας μουσική για ένα ιδιαίτερα σκοτεινό έργο, παρέδωσε μια όπερα συναρπαστική και ταυτόχρονα πρωτοποριακή ξεφεύγοντας από τις συνήθεις συνθετικές πρακτικές της εποχής.
Και ο Βέρντι δεν άφησε αυτή την ευκαιρία να χαθεί: χρησιμοποίησε πρωτόγνωρα για την εποχή μουσικά, μορφολογικά και εκφραστικά μέσα, συνταιριάζοντας μοναδικά άριες, ντουέτα και τερτσέτα με χορωδιακά μέρη αλλά και σκηνές με εκκλησιαστική μουσική, σε μια όπερα ίσως υπερβολικά πλούσια. Ο Βέρντι κατάφερε κάτι μοναδικό: γράφοντας μουσική για ένα ιδιαίτερα σκοτεινό έργο, με κεντρικούς άξονες τον εμφύλιο πόλεμο, τον θάνατο στην πυρά ενός παιδιού και την πανταχού παρούσα εμμονή της εκδίκησης, παρέδωσε μια όπερα συναρπαστική και ταυτόχρονα πρωτοποριακή ξεφεύγοντας από τις συνήθεις συνθετικές πρακτικές της εποχής.
Όχι άδικα, ο Τροβαδούρος γνώρισε τεράστια επιτυχία ήδη από την πρώτη του παρουσίαση στη Ρώμη τον Ιανουάριο του 1853 και πολύ σύντομα έγινε η δημοφιλέστερη όπερα του συνθέτη σε ολόκληρο τον κόσμο για πολλές δεκαετίες.
Γκροτέσκο σε βαθμό υπερβολής
Ο κ. Στέφανο Πόντα, ανέλαβε την ευθύνη για το σύνολο της παράστασης πλην της μουσικής: σκηνοθέτησε, επέλεξε τα σκηνικά και τα κοστούμια και επιμελήθηκε των φωτισμών. Και παρουσίασε μια παράσταση ιδιαίτερα σκοτεινή, γεμάτη συμβολισμούς (ενίοτε ακατανόητους). «’Εστησε» στη σκηνή του Ηρωδείου δύο μικρές λίμνες, συμβολίζοντας ενδεχομένως τη μνήμη που κατατρύχει την Αζουτσένα και τον κόμη Ντι Λούνα, ενώ τοποθέτησε ευμεγέθεις «πέτρινες» κατασκευές: ένα χέρι, ένα μάτι και μια σφαίρα γεμάτη ανθρώπινα κεφάλια. Εικάζει κανείς ότι ο κ. Πόντα θέλησε να συμβολίσει αντίστοιχα το αδελφοκτόνο χέρι, το μάτι της Τσιγγάνας που «βλέπει» τα μελλούμενα και τους εκατέρωθεν νεκρούς του εμφυλίου. Μάλιστα, στα πλαίσια του γκροτέσκου που επέλεξε για την παράστασή του, ο κ. Πόντα άφησε επί σκηνής σε ολόκληρη την Δ’ πράξη έναν αιχμάλωτο γεμάτο αίματα, η παρουσία του οποίου υπήρξε μάλλον αυτοσκοπός αφού δεν εξυπηρέτησε την πλοκή.
Το υπερβολικά φορτωμένο σκηνικό υπηρέτησε μεν την κεντρική ιδέα του σκηνοθέτη, άφησε όμως ελάχιστο χώρο στους σολίστ και κυρίως στους χορωδούς να κινηθούν. Ως αποτέλεσμα, η κινησιολογία περιορίσθηκε ιδιαίτερα, γεγονός που πάντως βρίσκεται σε συμφωνία με την ελάχιστη σκηνική δράση που η όπερα προβλέπει. Οι μαύρες και κόκκινες δερμάτινες στολές των χορωδών και των σολίστ, τα υψωμένα σαν όπλα χέρια των στρατιωτών στην Γ’ πράξη, οι αποτρόπαιες μάσκες, ακόμη και η αντίστιξη των λευκών στολών των μοναχών στη Β’ πράξη υπηρετούν τη σκηνοθετική άποψη, όπως και οι έξοχοι φωτισμοί. Υπήρξαν πάντως και στιγμές αμήχανες ως αστείες, όπως η ακατανόητη «χορογραφία» στην περίφημη σκηνή του χορωδιακού των τσιγγάνων (Anvil chorus).
Ένας ξεχωριστός βαρύτονος
Ενίοτε επιλέχθηκαν τέμπι μάλλον γρήγορα που ξένισαν τον εξοικειωμένο ακροατή, ωστόσο ο μαέστρος κατάφερε να αποδώσει τα συναισθήματα και τους χαρακτήρες των ηρώων εξαιρετικά.
Η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ανταποκρίθηκε αρκετά ικανοποιητικά στις απαιτήσεις του αρχιμουσικού κ. Λογιάδη, χωρίς ωστόσο να λείψουν σημεία αδυναμίας στο συντονισμό. Ενίοτε επιλέχθηκαν τέμπι μάλλον γρήγορα που ξένισαν τον εξοικειωμένο ακροατή, ωστόσο ο μαέστρος κατάφερε να αποδώσει τα συναισθήματα και τους χαρακτήρες των ηρώων εξαιρετικά. Μια συνολικά μεστή παρουσία της ορχήστρας, η εικόνα της οποίας χάλασε στο τέλος με την απόφαση ορισμένων μουσικών να αποχωρήσουν βιαστικά από τη σκηνή μπροστά στο κατάμεστο Ηρώδειο που χειροκροτούσε τους σολίστ, το μαέστρο και την ορχήστρα.
Η κα Τσέλια Κοστέα ερμήνευσε το ρόλο της ερωτευμένης και αποφασισμένης Λεονόρας με τη γνωστή στέρεα τεχνική της, χωρίς ανούσιες εξάρσεις και υπερβολές. Ο κ. Βάλτερ Φρακκάρο, στο ρόλο του Μανρίκο, με φωνή τεχνικά άρτια άλλα μάλλον «στενή», δεν έδωσε στον επαναστάτη χαρακτήρα του την αποφασιστικότητα και τη δύναμη που απαιτείται. Η κα. Έλενα Κασσιάν, ερμηνεύοντας εκτάκτως το ρόλο της Αζουτσένας, απέδωσε έξοχα τα συναισθήματα θυμού και εκδίκησης του ρόλου τους, δεν έπεισε όμως ως στοργική μητέρα.
Ιδιαίτερη μνεία, τέλος, στον κ. Δημήτρη Πλατανιά. Ερμήνευσε υποδειγματικά τον κόμη Ντι Λούνα, τόσο τεχνικά (με την γενναιόδωρη, ογκώδη και γεμάτη ηχοχρώματα φωνή του) όσο και ερμηνευτικά, πλάθοντας ένα ρόλο γεμάτο εσωτερική ένταση αλλά και αυτοκυριαρχία. Δικαίως αποθεώθηκε.
Συντελεστές
Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης
Σκηνοθεσία-σκηνικά-κοστούμια-φωτισμοί: Στέφανο Πόντα
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Μανρίκο: Βάλτερ Φρακκάρο
Λεονόρα: Τσέλια Κοστέα
Αζουτσένα: Γιελένα Μανίστινα (21/7) - Έλενα Κασσιάν (23, 25, 27/7)
Κόμης ντι Λούνα: Δημήτρης Πλατανιάς (21, 23/7) - Μάρκο Καρία (25, 27/7)
Φερράντο: Τάσος Αποστόλου
Ινές: Μυρτώ Μποκολίνη
Ρουίθ: Παναγιώτης Πρίφτης
Γέρος Τσιγγάνος: Νίκος Συρόπουλος
Αγγελιαφόρος: Βασίλης Κωτσικογιάννης
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.