
Παρακολουθήσαμε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών να ερμηνεύει στο Ηρώδειο αποσπάσματα από πέντε Συμφωνίες (4, 5, 8, 10 και 11) του Ντμίτρι Σοστακόβιτς υπό τη μουσική διεύθυνση του διακεκριμένου Γερμανού αρχιμουσικού Γενς Τρέστερ, παράλληλα με την προβολή της συγκλονιστικής 65λεπτης βωβής ταινίας του Σεργκέι Αϊζενστάιν «Θωρηκτό Ποτέμκιν», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2017.
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Η αφηγηματική τεχνική μιας σπουδαίας ταινίας
Το 1898 στο Νικολάγιεφ της Ρωσίας έγινε η καθέλκυση ενός νέου θωρηκτού, που έφερε την ονομασία «Πρίγκιπας Ποτέμκιν της Ταυρίδας». Το 1905, χρονιά της Πρώτης Ρωσικής Επανάστασης, οι συνθήκες στο «Ποτέμκιν» ήταν απάνθρωπες για τους ναύτες. Την ώρα που οι αξιωματικοί τους έτρωγαν σε πορσελάνινα σερβίτσια, αυτοί προσπαθούσαν να επιβιώσουν με σαπισμένο κρέας. Στις 14 Ιουνίου οι ναύτες του «Ποτέμκιν» εξεγείρονται, εξοντώνουν τους πιο μισητούς αξιωματικούς και υψώνουν στο θωρηκτό την κόκκινη σημαία. Το επαναστατημένο θωρηκτό πλέει προς την Οδησσό όπου, δύο μέρες μετά, δέχεται την αθρόα επίθεση του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Ακολουθεί πραγματική ναυμαχία που αναγκάζει τον στόλο να ξεμακρύνει στα ανοιχτά, από τον φόβο να μην εξαπλωθεί η εξέγερση. Τελικά, 11 μέρες μετά, και ενώ είχαν εξαντληθεί πυρομαχικά, τρόφιμα και καύσιμα, οι ναύτες θα παραδώσουν το θωρηκτό στις ρουμανικές αρχές της Κωνστάντζας.
Στο αρχικό σενάριο, το περιστατικό του «Ποτέμκιν» δεν ξεπερνούσε τις δύο σελίδες, ωστόσο ο μεγάλος δημιουργός αντιλήφθηκε έγκαιρα πως δεν είχε μπροστά του ένα απλό «περιστατικό», αλλά ένα ολοκληρωμένο έπος.
Το 1925, ο μεγάλος Σοβιετικός θεωρητικός του κινηματογράφου και σκηνοθέτης Σεργκέι Αϊζενστάιν, χρεώνεται την Κρατική Υπηρεσία Κινηματογραφίας και σχεδιάζει, με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την επανάσταση του 1905, μια σπονδυλωτή ταινία που θα περιέγραφε τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο εκείνου του Ιανουαρίου που θα κατέληγε στην ένοπλη εξέγερση του Δεκεμβρίου 1905, υπό τον τίτλο «Έτος 1905». Στο αρχικό σενάριο, το περιστατικό του «Ποτέμκιν» δεν ξεπερνούσε τις δύο σελίδες, ωστόσο ο μεγάλος δημιουργός αντιλήφθηκε έγκαιρα πως δεν είχε μπροστά του ένα απλό «περιστατικό», αλλά ένα ολοκληρωμένο έπος. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργήσει την –κατά γενική ομολογία– καλύτερη ταινία του, το Θωρηκτό Ποτέμκιν, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των δέκα σημαντικότερων ταινιών από καταβολής κινηματογράφου, μαζί με τη Γέννηση ενός έθνους του Γκρίφιθ (1915), και το Πολίτης Κέιν του Γουέλς (1941). Οι τεχνικές σκηνοθεσίας και μοντάζ που υιοθέτησε ο Αϊζενστάιν διδάσκονται σε όλες τις κινηματογραφικές σχολές του κόσμου, ενώ η πασίγνωστη επινοημένη σεκάνς της ταινίας όπου Κοζάκοι κατηφορίζουν με ρυθμικό βήμα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της Οδησσού και δολοφονούν ένα πλήθος επαναστατών, μεταξύ των οποίων και μια μάνα με το παιδί στην αγκαλιά: πρόκειται για τη «Βίβλο» των κινηματογραφιστών μέχρι σήμερα.
Είναι πραγματικά δύσκολο για το απαίδευτο μάτι να διακρίνει εάν το Θωρηκτό Ποτέμκιν είναι μυθοπλασία, προπαγανδιστική ταινία, ή δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Ο Αϊζενστάιν δεν χρησιμοποίησε ηθοποιούς, αλλά ερασιτέχνες κομπάρσους και πραγματικούς ναύτες του Κόκκινου Στρατού, ώστε να μεταφέρει τη φρίκη και το μεγαλείο αυτών των ιστορικών στιγμών στην κινηματογραφική οθόνη, επιστρατεύοντας το λεγόμενο «διαλεκτικό» μοντάζ: «Η αντιπαράθεση δύο τμημάτων ταινίας μοιάζει περισσότερο στο προϊόν τους παρά στο άθροισμά τους» έγραφε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Η ταινία καθιερώθηκε πολύ γρήγορα σε παγκόσμια κλίμακα. Βραβεύτηκε το 1926 με το χρυσό μετάλλιο της Έκθεσης του Παρισιού και την ίδια χρονιά χαρακτηρίστηκε από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου ως καλύτερη ξένη ταινία.
Η μουσική πάνω στην αφήγηση
Την αρχική μουσική επένδυση του Θωρηκτού Ποτέμκιν είχε συνθέσει το 1926 ο Αυστριακός Έντμουντ Μάιζελ, υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Άιζενσταϊν, για την πρώτη προβολή της ταινίας στο Βερολίνο.
Στις πρώτες «συνοδείες» έργων του βωβού κινηματογράφου τα μουσικά θέματα αντλούνταν από την όπερα ή από το ρεπερτόριο κάποιων κονσέρτων. Οι συμβάσεις και οι κώδικες της φιλμικής γλώσσας ακόμη βρίσκονταν υπό ανάπτυξιν, ενώ συνθέτες όπως ο Γκουνό, ο Σαιν Σανσ και Μασάνι δεν κατόρθωσαν να γράψουν μουσική για τον κινηματογράφο. Οι ταινίες στις αίθουσες συνοδεύονταν από ένα πιανίστα ή μικρή ορχήστρα. Την αρχική μουσική επένδυση του Θωρηκτού Ποτέμκιν είχε συνθέσει το 1926 ο Αυστριακός Έντμουντ Μάιζελ, υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Άιζενσταϊν, για την πρώτη προβολή της ταινίας στο Βερολίνο. Ακολούθησε μια μουσική επένδυσή της από τον Νικολάι Κριούκοφ, για την τριακοστή επέτειο από την πρώτη προβολή του φιλμ, το 1956, στη Μόσχα.
Το 1975, με αφορμή την πεντηκοστή επέτειο από την κυκλοφορία του Θωρηκτού Ποτέμκιν, ο Γκριγκόρι Αλεξάντροφ επέλεξε αποσπάσματα από πέντε συμφωνίες του Ντμίτρι Σοστακόβιτς προκειμένου να αποκαταστήσει την αρχική κόπια και να επενδύσει μουσικά «μια σπουδαία Ρώσικη ταινία με έργα ενός σπουδαίου Ρώσου συνθέτη». Δυστυχώς, δεν διασκευάσθηκε η μουσική έτσι ώστε να ταιριάξει χρονικά με τον ρυθμό και τις σκηνές – αντίθετα, επελέγη η λύση της επιμήκυνσης της ταινίας μέσω επιβράδυνσης του ρυθμού διαδοχής των καρέ και αύξησης της διάρκειας των μεσότιτλων. Οι παρεμβάσεις αυτές ήρθαν να προστεθούν σε μια μακρά σειρά επεμβάσεων που είχε ήδη υποστεί η αρχική κόπια: στη Γερμανία λογοκρίθηκε και περικόπηκε τρεις φορές, ενώ η τελευταία λογοκριμένη έκδοση επανεκδόθηκε από τους σοβιετικούς το 1950, με νέες προσθήκες και μεσότιτλους. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η ταινία να χάσει τον έντονο ρυθμό και τη διαρκή κίνηση που αρχικά είχε πετύχει ο σκηνοθέτης μέσω του αριστουργηματικού του μοντάζ. Το Θωρηκτό Ποτέμκιν αποκαταστάθηκε οριστικά στην αρχική του μορφή μόλις το 2005.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Γερμανού αρχιμουσικού Γενς Τρέστερ, έδωσε μια στιβαρή και μετρημένη ερμηνεία, χωρίς περιττές υπερβολές, αν και δεν απέφυγε λάθη (κυρίως στον συντονισμό), που δεν αλλοίωσαν, πάντως, τη συνολικά πολύ καλή εικόνα. Αστοχία του Φεστιβάλ Αθηνών ήταν ο υποτιτλισμός της ταινίας στην αγγλική γλώσσα.
Στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού παρουσιάσθηκε η εκδοχή του 1975, προσαρμοσμένη στη μουσική του Σοστακόβιτς. Είναι εμφανές ότι τα αποσπάσματα έχουν επιλεγεί με ιδιαίτερη επιμέλεια: η θεματική ενότητα εξασφαλίζεται από σύντομα μουσικά θέματα που σχετίζονται μεταξύ τους, εξασφαλίζοντας την αίσθηση συνέχειας, ενώ χαρακτηριστική είναι η ευελιξία του ρυθμικού παλμού, από ostinato όταν υπάρχουν πολεμικές σκηνές έως και ανακολουθία, όταν υπάρχει ταραχή στα φιλμογραφημένα πρόσωπα. Ως προς το ύφος, επιλέχθηκαν αυταρχικά και ρυθμικά αποσπάσματα (όταν εμφανίζεται ο Καπετάνιος του πολεμικού πλοίου, π,χ.), θρησκευτικά και κατανυκτικά (όταν εμφανίζεται ο Ιερέας), κ.ο.κ. Τέλος, η επιλογή των αποσπασμάτων έγινε με ιδιαίτερα προσεγμένο τρόπο στα σημεία που προορίζονται για πολιτική προπαγάνδα, όπου η μουσική αποφεύγει τον «σχολιασμό» (ιδιαίτερα το περίφημο 3ο μέρος της 11ης Συμφωνίας περιγράφει με ιδεώδη τρόπο τον θρήνο και την υποβόσκουσα οργή του λαού της Οδησσού κατά το ανοιχτό προσκύνημα της σορού ενός δολοφονηθέντος ναύτη).
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Γερμανού αρχιμουσικού Γενς Τρέστερ, έδωσε μια στιβαρή και μετρημένη ερμηνεία, χωρίς περιττές υπερβολές, αν και δεν απέφυγε λάθη (κυρίως στον συντονισμό), που δεν αλλοίωσαν, πάντως, τη συνολικά πολύ καλή εικόνα. Αστοχία του Φεστιβάλ Αθηνών ήταν ο υποτιτλισμός της ταινίας στην αγγλική γλώσσα. Θα έπρεπε ίσως να εξετασθεί η δυνατότητα δημιουργίας υπερτίτλων στην Ελληνική. Ωστόσο, παρά τις κάποιες προχειρότητες, ήταν συνολικά μια πολύ ευχάριστη βραδιά, που επικαιροποίησε, με τον τρόπο της παλαιάς, καλής κινηματογραφικής αίθουσας, το έργο δύο σπουδαίων Ρώσων καλλιτεχνών.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.