
Για την όπερα Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζιάκομο Πουτσίνι, σε σκηνοθεσία του Ούγκο ντε Άνα και μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, η οποία παρουσιάζεται στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2017.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Στα τέλη Ιουλίου του 2013 η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσίασε στο Ηρώδειο την όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι Μαντάμα Μπαττερφλάι, σε σκηνοθεσία – σκηνικά – κουστούμια του αργεντινού Ούγκο ντε Άνα. Το λιμπρέτο είναι των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα[1]. Η ίδια παραγωγή παρουσιάζεται στο Ηρώδειο αυτές τις ημέρες (31/5, 2,3,4,7/6) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2017. Την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής διευθύνει ο Λουκάς Καρυτινός και στους πρωταγωνιστικούς ρόλους της δεύτερης διανομής παρακολουθήσαμε την κορεάτισσα σοπράνο Σάε Κιουνγκ Ριμ στον ρόλο της Μαντάμ Μπαττερφλάι και τον τενόρο Δημήτρη Πακσόγλου στον ρόλο του Μ.Φ.Πίκερτον. Στην πρώτη διανομή οι αντίστοιχοι ρόλοι ερμηνεύονται από την Τσέλια Κοστέα και τον Στέφανο Σέκκο.
Μετααποικιακό σκηνικό, ανατολισμός και όπερα
Η υπόθεση του έργου αφορά στον έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν, μαντάμα Μπαττερφλάι, για τον υποπλοίαρχο του Ναυτικού των ΗΠΑ Μ.Φ.Πίνκερτον. Η νεαρή γκέισα αλλαξοπιστεί, απαρνείται τους συγγενείς της και παντρεύεται τον υποπλοίαρχο, ο οποίος στη συνέχεια φεύγει από το Ναγκασάκι. Εκείνη καρτερικά τον περιμένει να επιστρέψει, με μόνη συντροφιά την οικονόμο της, τη Σουτζούκι, και τον γιο που έχει αποκτήσει μαζί του. Επιστρέφοντας μετά από τρία χρόνια στο ίδιο λιμάνι με την αμερικανίδα σύζυγό του ο Πίνκερτον μαθαίνει ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Η σύζυγος ζητά να πάρουν το παιδί και η Μπαττερφλάι δέχεται να το παραδώσει, αλλά στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Ιαπωνία και Αμερική σε μία σκηνή
Το στοιχείο που εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν οι προβολές, τον σχεδιασμό των οποίων επιμελήθηκε ο Σέρτζιο Μετάλλι, καθώς και οι φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι. Πάνω στα ερείπια του Ηρωδείου προβάλλονταν ιαπωνικής αισθητικής κινούμενες εικόνες, με πιο εντυπωσιακό το «Κύμα» του ζωγράφου Κατσουσίκα Χοκουσάι.
Τα σκηνικά της παράστασης της Λυρικής Σκηνής ήταν λιτά και λειτουργικά. Τρία μεταλλικά «κουτιά» με άσπρα ριντό που ανεβοκατέβαιναν χρησίμευαν άλλοτε για να χωρίζονται οι χώροι δράσης και άλλοτε σαν αυλαία για την είσοδο και έξοδο των πρωταγωνιστών. Το στοιχείο που εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν οι προβολές, τον σχεδιασμό των οποίων επιμελήθηκε ο Σέρτζιο Μετάλλι, καθώς και οι φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι. Πάνω στα ερείπια του Ηρωδείου προβάλλονταν ιαπωνικής αισθητικής κινούμενες εικόνες, με πιο εντυπωσιακό το «Κύμα» του ζωγράφου Κατσουσίκα Χοκουσάι[2]. Η κινησιολογία του Λέντα Λογιόντιτσε και τα κουστούμια του σκηνοθέτη Ούγκο ντε Άνα, αυθεντικά γιαπωνέζικα κιμονό, θύμιζαν το θέατρο Καμπούκι. Το θέμα του Seppuku (χαρακίρι) είναι κυρίαρχο θέμα, επίσης.
Με τον κυρίαρχο «γιαπωνέζικο» αισθητικό καμβά συνυπήρχαν και πολλά στοιχεία αμερικάνικης κουλτούρας: οι αμερικανικές σημαίες που έμπαιναν και έβγαιναν από τη σκηνή, τα χρώματα της αμερικανικής σημαίας στα ρούχα του παιδιού, ένα ψηλό ομοίωμα του «Θείου Σαμ». Και, ενώ ο Αυτοκρατορικός Ύμνος της Ιαπωνίας συνδέεται μουσικά με τη σκηνή του γάμου («L' Imperial Commissario»: «Ο Αυτοκρατορικός εκπρόσωπος»), ο Εθνικός Ύμνος της Αμερικής ακούγεται αυτούσιος στο «Dovunque al mondo» («Σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης») και στο «Il cannone del porto» («Το κανόνι στο λιμάνι»), ενώ παραλλαγές του ακούγονται σε όλη την πορεία του έργου.
Συγκινητικές ερμηνείες
ο φωνητικός όγκος της μικροκαμωμένης κορεάτισσας σοπράνο Σάε Κιουνγκ Ριμ και το πάθος της ερμηνείας της ανέδειξαν, μέσα από τις υπέροχες άριες, και τη δραματική θεατρικότητά της.
Οι πρωταγωνιστές της παράστασης εντυπωσίασαν και συγκίνησαν. Ειδικά ο φωνητικός όγκος της μικροκαμωμένης κορεάτισσας σοπράνο Σάε Κιουνγκ Ριμ και το πάθος της ερμηνείας της ανέδειξαν, μέσα από τις υπέροχες άριες, και τη δραματική θεατρικότητά της. Στιβαρή και η ερμηνεία του Δημήτρη Πακσόγλου, ενώ εξίσου εντυπωσιακοί ήταν και οι δευτερεύοντες ρόλοι, όπως η Ελένα Κασσιάν στο ρόλο της Σουτζούκι, ο Διονύσης Σούρμπης ως Σάρπλες, ο Χρήστος Κεχρής ως Γκόρο.
Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε με πάθος, ενώ η ορχήστρα άλλοτε συμπορευόταν και άλλοτε έμοιαζε κουρασμένη. Ο έντονος λυρισμός της μουσικής του Πουτσίνι αναδείχθηκε πολύ περισσότερο από την εκφραστικότητα των φωνών παρά από την εκτέλεση της ορχήστρας. Πάντως, δεν υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα συντονισμού και το σύνολο ήταν καλοδουλεμένο και δεμένο.
Μια «εξωτική» όπερα
Η πρεμιέρα του έργου το 1907 σημείωσε παταγώδη αποτυχία, ενώ το δεύτερο ανέβασμά της στην Μπρέσα προκάλεσε ενθουσιώδεις αντιδράσεις.
Το 1900, στο γύρισμα του αιώνα, και στα πλαίσια του «ανοίγματος» της δυτικής μουσικής προς την ανατολή[3] (La Princesse Jaune, 1871, του Καμίλ Σαιν-Σανς, The Mikado, 1885, των Γκίλμπερτ και Σάλιβαν, που έχει το ίδιο μουσικό θέμα με την άρια Miyasan της Μαντάμα Μπάττερφλάι, Σεχραζάντ του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, Αΐντα του Βέρντι, κ.ά. ), ο Πουτσίνι παρακολούθησε στο Λονδίνο το έργο του αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, που θέμα του είχε τη νεαρή γιαπωνέζα που αυτοκτονεί μετά την εγκατάλειψή της από τον Αμερικανό αξιωματικό. Με το θέμα είχε καταπιαστεί και ο Πιερ Λοτί στο μυθιστόρημα του τέλους του 19ου αιώνα Madame Chrysanthème. Ο Πουτσίνι μελέτησε την ιαπωνική μουσική παράδοση και, στα πλαίσια του δικού του «ιαπωνισμού»[4], υιοθέτησε επτά αυτούσια ιαπωνικά μουσικά ιδιώματα αυτής της ξένης προς αυτόν κουλτούρας, βασισμένα σε πεντατονικές κλίμακες που εισάγουν το κλίμα του εξωτισμού σε μια κατά βάσιν δυτικότροπη όπερα. Η πρεμιέρα του έργου το 1907 σημείωσε παταγώδη αποτυχία, ενώ το δεύτερο ανέβασμά της στην Μπρέσα προκάλεσε ενθουσιώδεις αντιδράσεις. Ο συνθέτης έκανε τροποποιήσεις στο έργο του μέχρι το 1920.
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι υπήρξε η πρώτη όπερα που παρουσιάστηκε από την νεοϊδρυθείσα Ελληνική Λυρική Σκηνή στις 25 Οκτωβρίου 1940 – τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευαν η Ζωή Βλαχοπούλου και η Άννα Ρεμούνδου, ενώ την ορχήστρα διηύθυνε ο Λεωνίδας Ζώρας. Στην ιστορική εκείνη πρεμιέρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρέστη ο γιος του συνθέτη, Αντόνιο Πουτσίνι.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.