Για την όπερα Μάκβεθ, του Τζουζέππε Βέρντι, σε σκηνοθεσία Λορέντσο Μαριάνι και μουσική διεύθυνση από τον Λουκά Καρυτινό (23, 25, 27/4) και Ηλία Βουδούρη (29/4 & 3/5), η οποία παρουσιάζεται στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την όπερα Μάκβεθ του Τζιουζέπε Βέρντι σε σκηνοθεσία Λορέντσο Μαριάνι με σολίστ τον Τάση Χριστογιαννόπουλο στον ρόλο του Μάκβεθ και τη Δήμητρα Θεοδοσίου στον ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ. Η πρώτη φορά ήταν τον Ιανουάριο του 2014 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια παραγωγή, που μεταφέρθηκε, τρία χρόνια μετά, στη νέα στέγη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην Κεντρική Σκηνή - Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος».
Μια καινοτόμος όπερα
Η όπερα Μάκβεθ αποτελείται από τέσσερεις πράξεις και στηρίζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Η υπόθεση έχει να κάνει με την αναρρίχηση του στρατηγού Μάκβεθ στον θρόνο της Σκωτίας. Για να την πετύχει, φονεύει υποκινούμενος από τη σύζυγό του τον βασιλιά Ντάνκαν και τον στρατηγό Μπάνκο. Η Λαίδη Μάκβεθ αυτοκτονεί υπό το βάρος των τύψεων, ενώ ο Μάκβεθ εκτελείται από τον ευγενή Μακντάφ, ο οποίος υπερασπίζεται τον γιο του Ντάνκαν.
Το έργο, σε λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε και με προσθήκες του Αντρέα Μαφέι, γράφτηκε από τον Τζιουζέπε Βέρντι το 1847 και πρωτοπαρουσιάστηκε τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς στο Τεάτρο ντε λα Πέργκολα της Φλωρεντίας.
Το έργο, σε λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε και με προσθήκες του Αντρέα Μαφέι, γράφτηκε από τον Τζιουζέπε Βέρντι το 1847 και πρωτοπαρουσιάστηκε τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς στο Τεάτρο ντε λα Πέργκολα της Φλωρεντίας. Είκοσι χρόνια αργότερα ο συνθέτης την τροποποίησε αρκετά με αφορμή την παρουσίαση του έργου στο Παρίσι το 1865, όπου αποδόθηκε στη γαλλική γλώσσα και με μπαλέτο. Πρόσθεσε μουσική για το πρωταγωνιστικό ζεύγος στην πρώτη και στην τρίτη πράξη, τη μουσική του μπαλέτου και μετατροπές στην έκβαση της τρίτης και της τέταρτης πράξης, κλείνοντας την όπερα με ένα μεγάλο χορωδιακό μέρος. Η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέβασε το έργο για πρώτη φορά στο Ηρώδειο στις 15 Ιουλίου 1969 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με πρωταγωνιστές τον Κώστα Πασχάλη και την Ίνγκε Μπορκ. Το 1973 η όπερα παρουσιάστηκε στο Θέατρο Ολύμπια με τον ίδιο πρωταγωνιστή.
Σε πολλά σημεία η όπερα καινοτομεί. Είναι η μοναδική όπερα του Βέρντι από την οποία λείπει το ερωτικό στοιχείο. Δεν υπάρχει πατρική φιγούρα, δεν υπάρχει ερωτικό πάθος και ο πρωταγωνιστής είναι βαρύτονος, σε αντίθεση με με την πλειοψηφία των οπερατικών έργων στα οποία ο πρωταγωνιστής είναι τενόρος. Ο Βέρντι υποστήριζε πως η φωνή πλάθει τον ρόλο και όχι ο ρόλος τη φωνή. Γι’ αυτό αναζητούσε τραγουδιστές που είχαν όλα τα ποιοτικά φωνητικά στοιχεία που χρειάζονταν για να αποδώσουν πιστά τους χαρακτήρες.
Χρησιμοποίησε, δε, πολλές από τις συμβάσεις του Ρομαντισμού στην όπερά του. Το στοιχείο του υπερφυσικού αξιοποιείται στον μέγιστο βαθμό με την παρουσία των μαγισσών, των προφητισσών, των χρησμών. Η ενορχήστρωσή του είναι εμπνευσμένη και θυμίζει έντονα ενορχηστρώσεις άλλων έργων του που λειτουργούν ως σήμα κατατεθέν του συνθέτη, καθώς διακρίνονται από ρυθμική καθαρότητα και αριστοτεχνικό χειρισμό των εκτάσεων και των ηχοχρωμάτων των οργάνων: για παράδειγμα, στη σκηνή των μαγισσών όπου ο συνθέτης αξιοποιεί υπέροχα τον ήχo των ξύλινων πνευστών. Χαρακτηριστικές και οι γεμάτες, μινόρε συγχορδίες των χάλκινων πνευστών, ειδικά στα δραματουργικά έντονα σημεία.
Μια «αιματοβαμμένη» παράσταση
Μολονότι το μεταλλικό σκηνικό και τα δερμάτινα ρούχα των γυναικών χορωδών στο ξεκίνημα της παράστασης προϊδέαζαν για μια μοντέρνα προσέγγιση του έργου, η σκηνοθεσία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κλασική ή αναμενόμενη.
Με την είσοδο στην αίθουσα ένιωθε κανείς ότι θα παρακολουθήσει μια «αιματοβαμμένη» παράσταση. Το σκηνικό ήταν φτιαγμένο από κομμάτια λαμαρίνας και σωληνώσεις, ενώ όλη η μπροστινή μεταλλική επιφάνεια έσταζε κόκκινο χρώμα, σαν αίμα. Το ψυχρό μεταλλικό χρώμα και το κόκκινο του αίματος πέτυχαν ένα συνδυασμό που ενισχυόταν από το έντονο κόκκινο της αίθουσας «Σταύρος Νιάρχος», τόσο που ένιωθε κανείς ότι αποτελούσε μέρος του σκηνικού. Επίσης, οι μεγάλες μεταλλικές επιφάνειες χρησίμευαν ως οθόνη προβολής ενός ιδιαίτερα εντυπωσιακού εφέ: για να δοθεί η αίσθηση του φαντάσματος ή του οράματος προβαλλόταν πάνω σε μια από τις επιφάνειες ένα φωτεινό σχήμα εν κινήσει που απεικόνιζε πρώτα το στέμμα και μετά πρόσωπα που κινούνταν αργά σε προφίλ και ανφάς.
Μολονότι το μεταλλικό σκηνικό και τα δερμάτινα ρούχα των γυναικών χορωδών στο ξεκίνημα της παράστασης προϊδέαζαν για μια μοντέρνα προσέγγιση του έργου, η σκηνοθεσία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κλασική ή αναμενόμενη, αν και είχε κάποια αντισυμβατικά στοιχεία, όπως την είσοδο των δυο αντρών στη σκηνή από την οροφή με σκοινιά, σαν να έπεφταν με αλεξίπτωτο. Επίσης, οι πρωταγωνιστές φορούσαν κατά κύριο λόγο κλασικά κουστούμια (κιλτ για τον Μάκβεθ, χρυσό και μαύρο ριχτό ρούχο για την Λαίδη Μάκβεθ), ενώ οι δυο θρόνοι και οι καθρέφτες σε κόκκινο χρώμα ήταν μεγάλοι σε μέγεθος και γοτθικού ύφους. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ένα μεγάλο κόκκινο βαγόνι, όπου υποτίθεται ότι διενεργείτο ο φόνος του βασιλιά, ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με κατακόκκινο τραπεζομάντηλο στη σκηνή του επίσημου δείπνου και ένα τεράστιο καζάνι που έβραζε. Όλα ογκώδη, κόκκινα ή γκρίζα, ανέδιδαν αίσθηση μεγαλοπρέπειας, υπεροχής και παντοδυναμίας.
Στα σκηνοθετικά παράδοξα πρέπει να προστεθεί η είσοδος της Λαίδης Μάκβεθ στην τελευταία πράξη, κατά τη διάρκεια της άριας της υπνοβασίας (Una macchia e qui tuttora), με ένα καρότσι μωρού, στοιχείο που δημιούργησε ερωτηματικά. Ίσως ήθελε να αναδείξει μια πιο ανθρώπινη πλευρά της πανούργας βασίλισσας, η οποία ενδεχομένως ονειρευόταν να φέρει στον κόσμο τον διάδοχο του θρόνου.
Με άλλα λόγια, συνυπήρξαν στοιχεία κλασικά και πρωτοποριακά, τα οποία όμως δεν ισορροπούσαν πάντα. Αυτό φάνηκε και στις ενδυματολογικές επιλογές της Σίλβια Αϋμονίνο οι οποίες, αν και ευφάνταστες, μάλλον μπέρδευαν τον θεατή, εμφανίζοντάς του άλλοτε μια σκωτσέζικη παραδοσιακή στολή, άλλοτε ένα κοστούμι με γραβάτα και άλλοτε μια στρατιωτική εμφάνιση με αλεξίσφαιρα και αρβύλες. Αντίστοιχα, οι γυναίκες της χορωδίας άλλοτε εμφανίζονταν με μοντέρνα δερμάτινη περιβολή, άλλοτε με επίσημα φορέματα του μεσοπολέμου και άλλοτε με ριχτά ρούχα που έμοιαζαν με αυτά της Λαίδης Μάκβεθ. Η επιλογή τους προφανώς υπηρετούσε κάποια σκοπιμότητα αλλά παρέπεμπαν σε διαφορετικές εποχές.
Όσο για τους φωτισμούς, σε πολλά σημεία της παράστασης ήταν υπερβολικά υποτονικοί. Ο Λίνους Φέλμπομ στον σχεδιασμό των φωτισμών και η Χριστίνα Θανάσουλα στην επιμέλεια και την προσαρμογή τους μπορεί να αποσκοπούσαν στην απόδοση ενός σκοτεινού και υποχθόνιου κλίματος, αλλά τα πρόσωπα των σολίστ τουλάχιστον θα έπρεπε να φαίνονται καθαρά και πιο φωτισμένα.
Εξαίσιοι σολίστες
Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος στον ρόλο του Μάκβεθ υπήρξε αποκαλυπτικός. Απέδειξε πως διαθέτει μεγάλα φωνητικά αποθέματα που τον βοήθησαν να φέρει εις πέρας τον εξαντλητικό πρωταγωνιστικό ρόλο και να εντυπωσιάσει με τη γεμάτη φωνή του.
Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος στον ρόλο του Μάκβεθ υπήρξε αποκαλυπτικός. Απέδειξε πως διαθέτει μεγάλα φωνητικά αποθέματα που τον βοήθησαν να φέρει εις πέρας τον εξαντλητικό πρωταγωνιστικό ρόλο και να εντυπωσιάσει με τη γεμάτη φωνή του. Μόνο ένας ικανός βαρύτονος θα μπορούσε να αποδώσει τον στιβαρό και αδίστακτο αυτόν χαρακτήρα, που πατά στην κυριολεξία επί πτωμάτων για να ανέβει στην εξουσία.
Από την άλλη, η Δήμητρα Θεοδοσίου απέδωσε εντυπωσιακά τη Λαίδη Μάκβεθ αξιοποιώντας τις φωνητικές της ικανότητες με ακρίβεια, χωρίς να ξεφεύγει σε άσκοπους λυρισμούς, επιτυγχάνοντας να παραμείνει σκοτεινή, σκληρή και να αποδώσει ρεαλιστικά τον ρόλο της γυναίκας που διψά για εξουσία και μεταχειρίζεται κάθε μέσο, ακόμα και το έγκλημα, για να την πετύχει. Στη σκηνή της υπνοβασίας γίνεται πιο ευαίσθητη και εντυπωσιάζει με τη θεατρικότητα της φωνής της.
Με μεστή φωνή απέδωσε και ο Πέτρος Μαγουλάς τον ρόλο του Μπάνκο, όπως και ο Δημήτρης Πακσόγλου τον ρόλο του Μακντάφ. Γενικά, όλοι οι τραγουδιστές έδειχναν να απολαμβάνουν τον ρόλο τους και κατάφεραν να τον αποδώσουν με περισσή θεατρικότητα, στοιχείο απαραίτητο σε ένα τόσο απαιτητικό έργο.
Η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού εκτέλεσε με κέφι και με ενδιαφέρουσες εναλλαγές, ωστόσο σε κάποια σημεία δεν πέτυχε τον ποθούμενο συντονισμό με τους τραγουδιστές. Σημαντικό και εκτενή ρόλο διαδραμάτισαν και οι χορωδίες της ΕΛΣ, κυρίως η γυναικεία, που φάνηκε καλοδουλεμένη και «δεμένη». Σε γενικές γραμμές, η πρεμιέρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο νέο της σπίτι χάρισε δυνατές συγκινήσεις, εντυπωσιακό θέαμα και άνοιξε το δρόμο για ακόμα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.