Tο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) εγκαινίασε τη λειτουργία του με την έκθεση Κρίσιμοι Διάλογοι: Αθήνα – Αμβέρσα.
Της Τόνιας Μάκρα
Πρόκειται για την πρώτη περιοδική έκθεση της πολυαναμενόμενης δημόσιας λειτουργίας του η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο του προγράμματος «το ΕΜΣΤ στον κόσμο». Αποτελεί δε έναν στοχαστικό διάλογο μεταξύ των συλλογών του αθηναϊκού Μουσείου και του ΜΗΚΑ, του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Φλάνδρας, με έδρα την όμορφη πόλη της Αμβέρσας.
Eίναι αλήθεια ότι μετά από 16 χρόνια που κράτησε η περιπέτεια της μετατροπής μέρους του πρώην εργοστασίου ΦΙΞ στην Συγγρού σε μουσείο μοντέρνας τέχνης καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και όλοι οι περί των εικαστικών ασχολούμενοι, είχαν απελπιστεί για το αν θα αποκτούσε ποτέ η Αθήνα ένα ανάλογο Μουσείο.
Με το άνοιγμα του ΕΜΣΤ το φιλότεχνο και φιλοθεάμον κοινό μπορεί να ανασαίνει επιτέλους με ανακούφιση. Eίναι αλήθεια ότι μετά από 16 χρόνια που κράτησε η περιπέτεια της μετατροπής μέρους του πρώην εργοστασίου ΦΙΞ στη Συγγρού σε μουσείο μοντέρνας τέχνης, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και όλοι οι περί των εικαστικών ασχολούμενοι είχαν απελπιστεί για το αν θα αποκτούσε ποτέ η Αθήνα ένα ανάλογο Μουσείο. Το σχόλιό μου δεν κρύβει καμία ειρωνεία, αντίθετα αναδεικνύει μια πραγματικότητα, έναν δημόσιο διάλογο (βλ. διαμάχη), που συχνά δίχασε και οδήγησε ακόμα και σε προστριβές την εικαστική κοινότητα με την πιο ευρεία της έννοια.
Τώρα θα μου πεις, εδώ ο κόσμος καίγεται και εσύ υποστηρίζεις ότι υπάρχουν Έλληνες που ανησυχούν για την τύχη ενός μουσείου ή γενικότερα το μέλλον ενός κτιρίου; Η απάντηση είναι: ναι. Κι ευτυχώς, θα πρόσθετα, που ως άτομα αλλά και ως συλλογικότητες έχουμε ακόμα όρεξη και κουράγιο να ανησυχούμε για το μέλλον της τέχνης και του σύγχρονου πολιτισμού μας.
Η ιστορία της ίδρυσης και της πορείας του ΕΜΣΤ από το ερειπωμένο φάντασμα του ΦΙΞ στις αρχές του 2000 έως το πλήρως ανακαινισμένο κτίριο με την κατακόκκινη πρόσοψη επί της Καλλιρόης έχει το δικό της ενδιαφέρον. Την βίωσα από κοντά ως πολιτιστικός συντάκτης παρακολουθώντας βήμα-βήμα τόσο τις καλές εκθέσεις που στο ενδιάμεσο διάστημα διοργάνωνε το ΕΜΣΤ φιλοξενούμενο, στην αρχή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στη συνέχεια στο Ωδείο Αθηνών, όσο και κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάτασης που ακολούθησε τα αποτελέσματα του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και φυσικά συνέχισα να την παρακολουθώ τις σκοτεινές εποχές: όταν οι ατέρμονες καθυστερήσεις των εργασιών εναλλάσσονταν με τους εργολάβους που ερχόντουσαν αλλά γρήγορα φεύγανε, με τις προθεσμίες να εκπνέουν και το όλο σκηνικό να οδηγεί σε καυγάδες ανάμεσα στην πρώην διευθύντρια κα Άννα Καφέτζη (την, ουσιαστικά, ιδρύτρια του Μουσείου) με το διοικητικό συμβούλιο, ενίοτε και με το Υπουργείο Πολιτισμού. Όλα αυτά τροφοδοτούσαν μια συνεχή συζήτηση-προστριβή στους κόλπους των εικαστικών, γκαλερί, κριτικών και επιμελητών τέχνης αλλά και δημοσιογράφων οι οποίοι τελικά χωριστήκανε σε δύο στρατόπεδα: με το ένα να πίνει νερό στο όνομα της πρώην διευθύντριας και το άλλο να ζητά την κεφαλήν της επί πίνακι.
Για το ΕΜΣΤ ποτέ δεν καταλάβαμε για το αν για τις μεγάλες καθυστερήσεις στο έργο, οι ευθύνες έπρεπε να αποδοθούν στη διεύθυνση ή στην κακοδαιμονία μιας απρόσωπης γραφειοκρατίας.
Τελικά έχω την εντύπωση ότι ουδείς ποτέ αντιλήφθηκε ποια ήτανε η αλήθεια στα υποτίθεται αξεπέραστα προβλήματα που χωρίζανε διεύθυνση και διοικητικό συμβούλιο – όπως άλλωστε ποτέ δεν έχουμε καταλάβει ποιες είναι οι αξεπέραστες διαφορές που οδηγούν έως το «ξεμάλλιασμα», τα κατά καιρούς διοικητικά συμβούλια των πολιτιστικών φορέων με τις διευθύνσεις όπως έχει παρατηρηθεί παλαιότερα στην Εθνική Πινακοθήκη ή συμβαίνει αυτή την στιγμή στο Φεστιβάλ Αθηνών κ.ά. Έτσι και για το ΕΜΣΤ ποτέ δεν καταλάβαμε για το αν για τις μεγάλες καθυστερήσεις στο έργο οι ευθύνες έπρεπε να αποδοθούν στη διεύθυνση ή στην κακοδαιμονία μιας απρόσωπης γραφειοκρατίας. Ούτε μας φώτισαν οι συνεντεύξεις ή οι κατά καιρούς ανακοινώσεις των αρμόδιων φορέων, αφού πάντα δίνανε δίκιο στον υπογράφοντα ή στον διοργανωτή. Τέλος πάντων, τα χρόνια περνούσαν, το ομιχλώδες τοπίο παρέμενε σταθερό έως πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν κάτι φάνηκε να κινείται στον ορίζοντα, αλλά τότε απομακρύνθηκε από την θέση της η κα Άννα Καφέτζη και το τέλμα επέστρεψε. Στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα η νυν Διευθύντρια κα Κατερίνα Κοσκινά, η οποία, αφού κι αυτή αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κάποια στιγμή την θέση της, επανέκαμψε.
Μια μεγάλη γιορτή
Μετά από όλη αυτή την περιπέτεια, όπως καταλαβαίνετε η ευτυχής ημέρα των εγκαινίων του Μουσείου, που πραγματοποιήθηκαν αρχές Νοεμβρίου, ήτανε κάτι σαν μεγάλη γιορτή. Αν και ακόμα δεν έχει ξεκινήσει το στήσιμο των μόνιμων συλλογών που θα μας αποκαλύψει και τον πλούτο των έργων ελληνικής και διεθνούς μοντέρνας τέχνης, που έχουνε ήδη συγκεντρωθεί κατά τα 16 χρόνια της ύπαρξής του. Αυτή τη στιγμή πάντως η συλλογή του Μουσείου συγκροτείται από σημαντικά έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, όπως οι Στήβεν Αντωνάκος, Δημήτρης Αληθεινός, Κώστας Βαρώτσος, Μπιλ Βιόλα, Ντίκος Βυζάντιος, Έμιλυ Ζασίρ, Ίλια και Εμίλια Καμπακόφ, Βλάσης Κανιάρης, Νίκος Κεσσανλής, Γιάννης Κουνέλλης, Θόδωρος, Σιρίν Νεσάτ, Λουκάς Σαμαράς, Κώστας Τσόκλης, Ηλίας Παπαηλιάκης, Μόνα Χατούμ, Γκάρυ Χιλλ, Χρύσα, κ.ά.
«Η Αθήνα και η Αμβέρσα φαίνεται να αντιπροσωπεύουν δύο εσχατιές της Ευρώπης σήμερα, όμως Ελλάδα και Φλάνδρα είναι επίσης δύο περιοχές της Ευρώπης που έχουν συνεισφέρει πολλά και σημαντικά νήματα στον ιστό του πολιτισμού της».
Ωστόσο, μια πρώτη πολύ καλή «γεύση» των συλλογών παίρνουμε από τα έργα που συμμετέχουν στην έκθεση Κρίσιμοι Διάλογοι: Αθήνα – Αμβέρσα. Μια συμπαραγωγή του ΕΜΣΤ και του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Αμβέρσας (MHKA, μουσείο σύγχρονης τέχνης, ταινιών και πολιτισμού της εικόνας, με την ευρύτερη έννοια), που φιλοδοξεί να είναι «ένας θεωρητικός και οπτικός διάλογος, βασισμένος σε έργα από τις συλλογές των δύο Μουσείων» (με την από κοινού επιμέλεια της Διευθύντριας του ΕΜΣΤ κα Κατερίνας Κοσκινά και του Διευθυντή του M HKA κ. Bart De Baere, βοηθοί επιμελητές Σταμάτη Σχιζάκης και Jan De Vree).
Στην έκθεση συναντώνται δύο πόλεις που βρίσκονται στα δύο άκρα της Ευρώπης, «η Αθήνα και η Αμβέρσα φαίνεται να αντιπροσωπεύουν δύο εσχατιές της Ευρώπης σήμερα, όμως Ελλάδα και Φλάνδρα είναι επίσης δύο περιοχές της Ευρώπης που έχουν συνεισφέρει πολλά και σημαντικά νήματα στον ιστό του πολιτισμού της. Ιδρύματα όπως το ΕΜΣΤ και το ΜHKA μπορούν να ενισχύουν και προεκτείνουν ακόμη περισσότερο αυτή τη συνεισφορά», δηλώνουν στο κοινό κείμενό τους οι δύο Διευθυντές, επισημαίνοντας ότι το κίνητρο για τη διοργάνωση της έκθεσης «είναι η αναγκαιότητα του πολιτιστικού διαλόγου σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά και στο πλαίσιο μιας πολυπρόσωπης Ευρώπης».
22 ενότητες, 66 καλλιτέχνες, 70 έργα σε μια προσδοκούμενη συνήχηση εννοιών
Η έκθεση έχει διαρθρωθεί γύρω από 22 ενότητες, στην κάθε μια από τις οποίες παρουσιάζονται τρία έργα, ενός Έλληνα και ενός Βέλγου καλλιτέχνη, η εννοιολογία των οποίων συντονίζεται. Το ζητούμενο από τη «συνομιλία» αυτή είναι να προκύψει μια νέα νοηματική πλατφόρμα. Στη βάση αυτής της «συνήχησης» προστίθεται ένας τρίτος εικαστικός, το έργο του οποίου προέρχεται επίσης από τη μία εκ των δύο μουσειακών συλλογών. Συνολικά παρουσιάζονται 66 καλλιτέχνες και περισσότερα από 70 έργα.
«Η έκθεση εκφράζει την κοινή πεποίθηση των δύο μουσείων ότι τα έργα τέχνης έχουν την ικανότητα να μεταδίδουν συνεχώς καινούργιες σημασίες και ανοιχτές ερωτήσεις, καθώς και να εγκαινιάζουν τον πολυπόθητο διάλογο, το βασικό αυτό εφαλτήριο για τον ανθρώπινο πολιτισμό». Αποτελεί λοιπόν μια αντιπρόταση στην πολιτιστική ομοιογένεια αφού έχουν επιλεγεί «ένα ανεξάντλητο πλήθος από πειστικούς αστερισμούς θεμάτων, που να οδηγεί σε συζητήσεις που αφορούν τόσο ατομικές όσο και συλλογικές συνειδητοποιήσεις, αλλά και σε δράσεις» [φωτ. από κάτω: «Άτιτλο», Ελένη Μυλωνά].
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες - Ενότητες έκθεσης
Μπαίνοντας στο Μουσείο από την εντυπωσιακή κόκκινη είσοδο που δεσπόζει επί της λεωφόρου Καλλιρόης, οδηγούμαστε στο πανύψηλο αίθριο το οποίου αφήνει ελεύθερη την οπτική επαφή με τους επάνω ορόφους. Δεξιά βρίσκεται η πρώτη αίθουσα της πολύ ενδιαφέρουσας έκθεσης, έργα της οποία φιλοξενούνται επίσης στην είσοδο αλλά κυρίως στους εκτενείς χώρους του υπογείου.
Στο φουαγιέ της εισόδου μας υποδέχεται η ενότητα «Ο χώρος της στέρεης φαντασίας» (Αλμαγκούλ Μενλιμπάγεβα, Μαρία Παπαδημητρίου, Γιαν Φαμπρ).
Στην αίθουσα του ισογείου περιλαμβάνονται οι ενότητες: «Ορμπανισμός», «Πλανητική αστικοποίηση» (Δημήτρης Αληθεινός, Λουκ Ντελέ, Άλαν Σεκούλα), «Επανακαθορίζοντας την εικόνα του κοινού» (Βάουτ Βερκάμεν, γλύπτης Θόδωρος, Γκόσκα Ματσούγκα), «Οργή» (Ζεφ Γιες, Βλάσης Κανιάρης, Κάντι Νόλαντ), «Αντιμετωπίζοντας την καταστροφή» (Κώστας Βαρώτσος, Φρανσουά Κιρλέ, Ν.Σ. Χάρσα), «Ποιητική αδεία» (Πάουλ Ντε Βρε, Σαρένκο, Κωστής Τριανταφύλλου), «Συλλογισμοί πάνω στην πολιτισμική πολυπλοκότητα» (Κωστής Βελώνης, Ντάνι Ματές, Τζίμι Ντέραμ), «Διαπραγμάτευση της μνήμης» (Ηλίας Παπαηλιάκης, Βίλχελμ Σάζναλ, Λουκ Τέμανς).
Η σήμανση των ενοτήτων είναι ευκρινής και τα έργα –τοποθετημένα στον τοίχο ή στον χώρο– διαμορφώνουν αυτόνομα περιβάλλοντα που μας προσκαλούν να τα εξερευνήσουμε.
Στον πολύ μεγάλο χώρο του υπογείου δομικές εσοχές διευκολύνουν τη διαμόρφωση ευκρινών ενοτήτων με εξίσου υψηλής καλλιτεχνικής αξίας έργα. Οι ενότητες είναι: «Διαπροσωπικός χώρος» (με παλαιότερο έργο των Μαρίνα Αμπράμοβιτς & Ουλάι, του Μπερντ Λόχαους και Στέφανου Τσιβόπουλου), «Ρευστό σώμα» (Βλαντ Μονρόε, Ελένη Μυλωνά, Ούγκο Ρούλαντ), «Κοσμική λατρεία» (Κουν βαν ντεν Μπρουκ, Απόστολος Γεωργίου, Μαρλέν Ντυμά), «Οπτική σκέψη» (Άννε-Μι Bαν Κέρεκοβεν, Αλεβτίνα Κακίτζε, Μπία Ντάβου), «Αστικό τοπίο» (Γκιομ Βελ Γιοχάνα Καντλ, Χρύσα), «H ροή του κόσμου» (Κιμσούτζα, Ρία Πακέ, Δανάη Στράτου), «Παλλόμενη εικόνα» (Χισάμ Μπενοχούντ, Βιμ Ντελβουά, Κώστας Τσόκλης), «Δομημένη ευαισθησία» (Νίκος Αλεξίου, Γιάελ Καναρέκ, Γκι Ρόμπαουτς), «Ο ασταθής εαυτός» (Ντάγκλας Γκόρντον, Ζακ Λιζέν, Λουκάς Σαμαράς), «Μεταιχμιακή διαφορά» (Φράνσις Αλίς, Σαρίφ Μπενελιμά, Νίνα Παπακωνσταντίνου), «Βιωματική πολιτική» (Ρούσταμ Κάλφιν & Γιούλια Τικόνοβα, Γκι Μες, Ρένα Παπασπύρου), «Πέρα από τη γνώση» (Ιβάν Κοζάριτς, Νίκος Μπάικας, Τιερί Ντε Κορντιέ), «Η φόρμα της πνευματικότητας» (Στήβεν Αντωνάκος, Φίλιπ Βαν Σνικ, Τζέιμς Λι Μπάιερς), «Η ύλη ως νόημα» (Νίκος Κεσσανλής, Παναμαρένκο, Γιαν Χέντρικσε).
Η σήμανση των ενοτήτων είναι ευκρινής και τα έργα –τοποθετημένα στον τοίχο ή στον χώρο– διαμορφώνουν αυτόνομα περιβάλλοντα που μας προσκαλούν να τα εξερευνήσουμε. Οι σχέσεις ανάμεσα στις εικαστικές δημιουργίες (πίνακες, κατασκευές, βίντεο εγκαταστάσεις, φωτογραφία κ.ά.), δεν είναι κάτι εύκολο και προφανές. Πρόκειται με λίγα λόγια για μια έκθεση στην οποία πρέπει να δώσουμε χρόνο, να αφεθούμε στην αίσθηση των έργων, να διαβάσουμε κάποια κείμενα και ίσως να την δούμε στην αρχή σαν περιηγητές διασχίζοντας σιγά-σιγά το χώρο και μετά να επιστρέψουμε προσεγγίζοντας το νόημα των ενοτήτων και των έργων που συμμετέχουν.
Λίγα λόγια για το κτίριο
Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2000 και ως στέγη του ορίστηκε το κτίριο του πρώην εργοστασίου ζυθοποιίας Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού, έργο της δεκαετίας του ’60, του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου. Γύρω στο 2004 αναλαμβάνουνε τη μελέτη της ανάπλασης του κτιρίου, μετά από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, τα γραφεία 3SK ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ Α.Ε., Ι. ΜΟΥΖΑΚΗΣ και ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ Ε.Π.Ε., TIM RONALDS ARCHITECTS, ενώ συμμετέχει και ως συνεργάτης της 3SK η αρχιτέκτων Καλλιόπη Κοντόζογλου.
Η όψη της λεωφόρου Καλλιρρόης, πάνω στο ίχνος του Ιλισσού ποταμού δίνει την αφορμή για τον σχεδιασμό ενός μεγάλου κατακόρυφου εδάφους από αναρτημένα ακατέργαστα μάρμαρα που ακουμπά σε έναν υγρό τοίχο-καταρράκτη.
Το εναπομείναν τμήμα του παλιού εργοστασίου επισκευάζεται, διαρρυθμίζεται και ενισχύεται για να καλύψει τις ανάγκες του ΕΜΣΤ. Σύμφωνα με την μελέτη, οι δυο όψεις του κτιρίου επί της λεωφόρου Συγγρού και της οδού Αμβρ. Φραντζή σχεδιασμένες από τον Τάκη Ζενέτο κρίνονται διατηρητέες, ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της σύγχρονης βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, γεγονός που επηρρεάζει καθοριστικά την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του νέου μουσείου. Η όψη της λεωφόρου Καλλιρρόης, πάνω στο ίχνος του Ιλισσού ποταμού, δίνει την αφορμή για τον σχεδιασμό ενός μεγάλου κατακόρυφου εδάφους από αναρτημένα ακατέργαστα μάρμαρα που ακουμπά σε έναν υγρό τοίχο-καταρράκτη.
Η οργάνωση του εσωτερικού περιλαμβάνει το μεγάλο αίθριο, που ενοποιεί την οπτική επαφή του εκτενούς ισόγειου χώρου με τους δύο ορόφους του κτιρίου. Στο ισόγειο «έχει δημιουργηθεί ένας μεγάλος χώρος κυκλοφορίας παράλληλα με τη λεωφόρο Συγγρού. Εκεί έχουν τοποθετηθεί οι κυλιόμενες σκάλες που οδηγούν από τους ισόγειους χώρους υποδοχής στους υπαίθριους του δώματος ενώνοντας όλους τους μουσειακούς χώρους. Οι δυο είσοδοι του μουσείου, η κύρια με το κόκκινο χρώμα και τα μακρόστενα σκαλοπάτια επί της λεωφόρου Καλλιρρόης και η δευτερεύουσα της λεωφόρου Συγγρού εγκαθιστούν επίσης έναν άξονα κυκλοφορίας στην κάτοψη του ισογείου».
Το πρωτοποριακό για την εποχή του αρχιτεκτόνημα επιβλήθηκε στο απρόσωπο αστικό τοπίο της μεταπολεμικής Αθήνας και παραμένει έως σήμερα διαχρονικό τοπωνύμιο της σύγχρονης μητρόπολης.
Στο ισόγειο λειτουργεί ένα πολύ κομψό και ευχάριστο καφέ-εστιατόριο διακοσμημένο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες του παλιού εργοστασίου μπύρας. Διαθέτει μάλιστα άπλετη θέα προς την ετερόκλητη εικόνα της λεωφόρου Συγγρού, η οποία ξεπροβάλλει εκτυφλωτική από χρώματα και ωστόσο απόλυτα σιωπηλή μέσα από την γραμμικότητα του απόλυτα μονωμένου τζαμένιου «τοίχου», δομικό στοιχείο που διατηρήθηκε ατόφιο από το παλιό κτίριο, που φέρει την υπογραφή του ιστορικής αξίας για την Ελληνική αρχιτεκτονική Τάκη Ζανέτου (1926-1977), ο οποίος ανέλαβε τη ριζική ανακατασκευή του εργοστασίου το 1957, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Μαργαρίτη Αποστολίδη (1922-2005). «Στόχος του ευφυούς αρχιτέκτονα ήταν να ενοποιήσει τις διαδοχικές επεκτάσεις του παλιού εργοστασίου Φιξ χωρίς να διακόψει τη λειτουργία του και κύριο μέλημά του να δημιουργήσει, σύμφωνα και με τη γενικότερη φιλοσοφία του, μια ευέλικτη κατασκευή που θα μπορεί να μεταβάλλεται και να προσαρμόζεται σε μελλοντικές χρήσεις και διαφορετικές συνθήκες».
Το 1961 το βιομηχανικό κτίριο του Ζενέτου είναι έτοιμο. Η σχεδιαστική πρόταση του αρχιτέκτονα συμπυκνώνει με σαφήνεια και οξυδέρκεια τις αρχές του μοντερνισμού, όπως «ο δυναμισμός της φόρμας, οι καθαρές και λιτές γραμμές, τα μεγάλα ανοίγματα και η εμφατική ανάδειξη του οριζόντιου άξονα. Η γραμμικότητα των όψεων σε συνδυασμό με την κλίμακα του έργου δημιουργούν την αίσθηση ότι το κτίριο εκτείνεται στο άπειρο, ενώ χαρακτηριστικό της εξωστρέφειας του είναι η συνεχής έκθεση της λειτουργίας του εργοστασίου μέσα από τα περιμετρικά υαλοπετάσματα στο χώρο του ισογείου, όπου βρίσκονται εγκατεστημένα τα μηχανήματα». Το πρωτοποριακό για την εποχή του αρχιτεκτόνημα επιβλήθηκε στο απρόσωπο αστικό τοπίο της μεταπολεμικής Αθήνας και παραμένει έως σήμερα διαχρονικό τοπωνύμιο της σύγχρονης μητρόπολης.
* Η ΤΟΝΙΑ ΜΑΚΡΑ είναι δημοσιογράφος.