Της Χρύσας Στρογγύλη
Τη Δευτέρα 1η Αυγούστου η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών πραγματοποίησε την τρίτη και τελευταία, γι’ αυτό το καλοκαίρι, συναυλία της στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2016. Η παρουσία στο πόντιουμ του ρωσοϊσλανδού πιανίστα και μαέστρου Βλαντιμίρ Ασκενάζυ αποτελεί μείζον καλλιτεχνικό γεγονός. Πρόκειται για κορυφαία προσωπικότητα στο χώρο της μουσικής.
Η συναυλία ξεκίνησε με την εισαγωγή «Προμηθέας» του Λούντιβιχ Βαν Μπετόβεν, το μοναδικό έργο του συνθέτη για μπαλέτο το οποίο αφιερώθηκε στην αυτοκράτειρα Μαρία–Θηρεσία και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1801. Η πλοκή του έργου παρουσιάζει τον Προμηθέα να βοηθά τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή και τις τέχνες. Η Εισαγωγή είναι μια σύντομη και συναρπαστική δημιουργία με χορευτικό χαρακτήρα, ειδικά από το Allegro con brio και μετά. Οι μουσικοί εντυπωσίασαν με την τεχνική τους και ήδη από την αρχή φάνηκε πως ο μαέστρος μπορεί να γίνει σημαντικός εμπνευστής και παράγοντας συνένωσης καλλιτεχνικών δυνάμεων.
Από τον Ρομαντισμό στον 19ο αιώνα
Το χειροκρότημα του κοινού μετά το τέλος του έργου τον έφερε και πάλι στη σκηνή, όπου επέλεξε να ερμηνεύσει μια σύντομη, αργή και μελαγχολική μελωδία για encore.
Στη συνέχεια ο γιος του μαέστρου, ο 47χρονος Ντιμίτρι Ασκενάζυ, ερμήνευσε το Kοντσέρτο για κλαρινέτο σε Λα μείζονα που συνέθεσε ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Ο γλυκός και ελεγχόμενος ήχος του ήταν πολύ γοητευτικός, αλλά του έλειπε ο όγκος και το ταμπεραμέντο. Φάνηκε μάλλον ντροπαλός ή διστακτικός στην έκφραση, ειδικά στο ιδιαίτερα λυρικό και συγκινητικό Αdagio, ενώ το γεγονός ότι έπαιζε καθιστός και η καμπάνα του οργάνου ήταν στραμμένη προς τα κάτω και συχνά ανάμεσα στα πόδια του δεν βοήθησε στην ανάδειξη του ήχου του. Το χειροκρότημα του κοινού μετά το τέλος του έργου τον έφερε και πάλι στη σκηνή, όπου επέλεξε να ερμηνεύσει μια σύντομη, αργή και μελαγχολική μελωδία για encore.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με την 4η Συμφωνία του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, έργο που γράφηκε μεταξύ 1877 και 1878. Πρόκειται για μια σαρανταπεντάλεπτη Συμφωνία με πολλές διαθέσεις και έντονα περιγραφική την οποία ο Τσαϊκόφσκι αφιέρωσε στη φίλη του Ναντιέζντα φον Μεκ.
«Εάν δεν υπάρχει χαρά μέσα σας, κοιτάξτε γύρω σας. Δείτε τους ανθρώπους που ξέρουν να χαίρονται, και θα σας μεταφέρουν τα χαρούμενα συναισθήματά τους. Οι άλλοι δεν γνωρίζουν πόσο λυπημένοι είστε. Κι όμως, υπάρχει χαρά, απλή πρωτόγονη χαρά. Χαρείτε με τη χαρά των άλλων και έτσι μπορείτε ακόμη να ζήσετε. Αυτά μπορώ να σας πω για τη Συμφωνία μου».
Η Ορχήστρα φάνηκε να απολαμβάνει την εκτέλεση του έργου αποδεικνύοντας πως το κλασικό και ρομαντικό ρεπερτόριο είναι το δυνατό της σημείο. Σίγουρα συντέλεσε στο πολύ καλό αποτέλεσμα η παρουσία ενός μαέστρου που συνεπήρε τους μουσικούς του, με κινήσεις και υποδείξεις περισσότερο ενδεικτικές της έκφρασης και των ποιοτικών στοιχείων και λιγότερο της ταχύτητας ή του μέτρου.
Βέβαια, το αμήχανο ξεκίνημα των χάλκινων πνευστών στο πρώτο μέρος έδωσε έναν ασύντακτο ήχο και μια τονική αστάθεια, αλλά γρήγορα η ορχήστρα βρήκε τον καλό εαυτό της. Στο δεύτερο μέρος, το Andantino, τα σόλι των ξύλινων πνευστών συγκίνησαν, μολονότι οι εκτελεστές δεν αφέθηκαν σε έντονες ρυθμικές και εκφραστικές ελευθερίες. Στο τρίτο μέρος, στο Scherzo, τα έγχορδα παίζουν μόνο πιτσικάτο ενώ τα κρουστά δεν συμμετέχουν, με εξαίρεση τα τυμπάνια. Η γρήγορη ταχύτητα και η καθαρότητα στον ήχο δεν έλειπαν και η πλούσια αντίστιξη υπήρξε σαφής. Στο τέταρτο μέρος, Finale-Allegro con fuoco, κορυφώθηκε η ενέργεια και η αρτιότητά της της ορχήστρας στην τεχνική, καθώς φάνηκε γενναιόδωρη και ζωηρή, αλλά και νηφάλια και συναισθηματικά συγκροτημένη, με πλούσιο ήχο και χωρίς υπερβολές στο πάθος.
Ο μαέστρος
Ο Βλαντιμίρ Ασκενάζυ είναι αναγνωρισμένος διεθνώς εδώ και πολλά χρόνια και η παρουσία του στο Φεστιβάλ Αθηνών ιδιαίτερα τιμητική.
Ο Βλαντιμίρ Ασκενάζυ είναι αναγνωρισμένος διεθνώς εδώ και πολλά χρόνια και η παρουσία του στο Φεστιβάλ Αθηνών ιδιαίτερα τιμητική. Γεννημένος το 1937 στο Γκόρκι της Σοβιετικής Ένωσης, ξεκίνησε να παίζει πιάνο στα έξι του χρόνια και στα οκτώ έγινε δεκτός στην Κεντρική Μουσική Σχολή της Μόσχας, όπου σπούδασε κοντά σε σημαντικούς πιανίστες. Όσο φοιτούσε στο Ωδείο, του είχε ζητηθεί επανειλημμένα να γίνει πληροφοριοδότης της ΚGB, όπως συνέβαινε με τους περισσότερους εκείνη την περίοδο. Παρά τις πιέσεις, δεν ενέδωσε ποτέ σε συνεργασία μαζί τους. Κέρδισε σημαντικά βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς και το 1960 παντρεύτηκε την ισλανδικής καταγωγής πιανίστα Þórunn Jóhannsdóttir, γνωστή με το ψευδώνυμο Dody. Το 1963 το ζευγάρι αποφάσισε να εγκαταλείψει για πάντα την ΕΣΣΔ - λόγω δυσκολιών στην είσοδο και έξοδο από τη χώρα για τις καλλιτεχνικές τους υποχρεώσεις – και να ζήσει μόνιμα στο Λονδίνο. Το 1968 μετεγκαταστάθηκαν στην Ισλανδία και από το 1972 ο Ασκενάζυ απέκτησε ισλανδική υπηκοότητα. Το 1970 συντέλεσε στη δημιουργία του Reykjavík Arts Festival, του οποίου παραμένει επίτιμος πρόεδρος.
Το ρεπερτόριο του Βλαντιμίρ Ασκενάζυ είναι τεράστιο. Έχει ηχογραφήσει έργα για πιάνο του Μπαχ, 24 Πρελούδια και Φούγκες του Σοστακόβιτς, όλες τις σονάτες του Μπετόβεν, όλες τις σονάτες του Σκριάμπιν, όλα τα έργα για πιάνο του Ραχμάνινοφ, όλα τα έργα για πιάνο του Σοπέν, όλα τα έργα για πιάνο του Σούμαν, όλα τα κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα του Μότσαρτ, τρεις κύκλους κοντσέρτων για πιάνο και ορχήστρα του Μπετόβεν, κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα του Ραχμάνινοφ, καθώς και πολυάριθμα έργα των Μπραμς, Μπάρτοκ, Προκόφιεφ, με τη συνοδεία των μεγαλύτερων συμφωνικών όλου του κόσμου.
Εντυπωσιακή δεν είναι μόνο η πιανιστική του καριέρα αλλά και η σταδιοδρομία του ως διευθυντής σημαντικών ορχηστρών. Διετέλεσε μαέστρος της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας (1987 – 1994), βασικός μαέστρος της Φιλαρμονικής της Τσεχίας (1998 – 2003), μαέστρος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ισλανδίας, μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας ΝΗΚ της Ιαπωνίας (2004 – 2007) και Διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σύδνεϋ (2009 – 2013). Επίσης, διετέλεσε Μουσικός Διευθυντής της Ορχήστρας Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σήμα κατατεθέν του η κατάργηση της γραβάτας ή του παπιγιόν και η καθιέρωση του λευκού ζιβάγκο στις παραστάσεις του.
Ο Βλαντιμίρ Ασκενάζυ εμφανίστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1964 και δηλώνει θαυμαστής της χώρας μας. Πέρσι εμφανίστηκε στην Μικρή Επίδαυρο σε ένα ρεσιτάλ για δύο πιάνα μαζί με τον γιο του Βόβκα, διάσημο πιανίστα επίσης, τα έσοδα της οποίας προσφέρθηκαν στον Πολιτιστικό Σύλλογο της Αρχαίας Επιδαύρου. Από το 1965 μέχρι το 1985 οι Ασκενάζυ επισκέπτονταν την Επίδαυρο, αφού έχτισαν το πρώτο σπίτι στην περιοχή της Παλαιάς Επιδαύρου στη δεκαετία του ’50.