Για την όπερα Λεόντιος και Λένα, του Κορνήλιου Σελαμσή, που παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Είδαμε την όπερα Λεόντιος και Λένα του Κορνήλιου Σελαμσή, βασισμένο στο κλασικό έργο του Γκέοργκ Μπίχνερ. Ο ίδιος ο συνθέτης σε μια συνέντευξή του σημείωνε τα εξής: «Για να γράψω αυτή την όπερα χρειάστηκα δύο με τρία χρόνια. Ξεκινώντας να δουλεύω με τον λιμπρετίστα, φτιάχτηκε ένα πολύ ωραίο κείμενο και μετά άρχισα να χτίζω όλο αυτό το πράγμα, που είναι σαν να φτιάχνεις ένα δημόσιο κτήριο. Πρόκειται για ένα περίπλοκο σχέδιο, πολύ κουραστικό, το οποίο περιέχει πολλούς ανθρώπους, πολλές δυναμικές, μεγάλη έκταση και παρ’ όλα αυτά πρέπει να έχει ενότητα και να εξυπηρετεί μία συγκεκριμένη λειτουργία». Στους βασικούς ρόλους οι Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Λεόντιος), Θεοδώρα Μπάκα (Λένα), Χάρης Ανδριανός (Βαλέριος), Λητώ Μεσσήνη (Γκουβερνάντα).
Το έργο
Χρησιμοποιώντας ευφάνταστο υλικό παραμυθιού, ο Γκέοργκ Μπίχνερ γράφει μια πικρή «κωμωδία»-απάντηση/καταγγελία του γερμανικού ρομαντισμού.
Ο πρίγκιπας Λεόν (Λεόντιος) πλήττει. «Τόσο νέος μέσα σ’ έναν τόσο γερασμένο κόσμο», ο Λεόντιος νιώθει άδειος, χωρίς καμιά χαρά. Ο πατέρας του Πέτρος, βασιλιάς του βασιλείου του Ποπό, επιμένει να τον παντρέψει με μια πριγκίπισσα που ο Λεόντιος δεν έχει δει ποτέ, τη Λένα. Ο πρίγκιπας οργανώνει τη φυγή του και με τη βοήθεια του ακόλουθού του Βαλέριου, ξεκινά μια περιπλάνηση μακριά από το βασίλειό του. Στην Ιταλία, ο Λεόντιος συναντά και ερωτεύεται «μιαν άλλη κοπέλα». Ο γάμος μοιάζει αναπόφευκτος. Χρησιμοποιώντας ευφάνταστο υλικό παραμυθιού, ο Γκέοργκ Μπίχνερ γράφει μια πικρή «κωμωδία»-απάντηση/καταγγελία του γερμανικού ρομαντισμού: «Όλοι αυτοί οι ήρωες, οι μεγαλοφυίες, οι κρετίνοι, οι άγιοι, οι αμαρτωλοί, αυτοί οι πατερφαμίλιες δεν είναι παρά εκλεπτυσμένοι τεμπέληδες».
Στο πρόσωπο του βασιλιά Πέτρου εξευτελίζει τους πρίγκιπες των δεκάδων μικρών γερμανικών κρατιδίων: είναι προσκολλημένος τόσο στο λογοτεχνικό αντίκτυπο θεμάτων όπως η πλήξη και η τεμπελιά, όσο και στα θέματα αυτά καθεαυτά: «Λεόντιος: Πλήττω επειδή σ 'αγαπώ. Αλλά αγαπώ την πλήξη μου όσο κι εσένα. Είσαστε ένα και το αυτό. Όταν κοιτώ τα μάτια σου ονειρεύομαι, σαν να βρίσκομαι στην όχθη μιας βαθιάς μυστικής πηγής, το χάδι των χειλιών σου με αποκοιμίζει, όπως ο ψίθυρος των νερών. Έλα γλυκιά πλήξη, τα φιλιά σου είναι ηδονικά χασμουρητά και τα βήματά σου χαριτωμένη χασμωδία». Χαρακτήρες όπως ο «φτωχοδιάβολος» Βαλέριος, η Γκουβερνάντα, ο Παιδαγωγός, ο Τελετάρχης, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου του Κράτους Ταραντούλα, ο Ιερέας της Αυλής, ο Έπαρχος και ο Διευθυντής του σχολείου, πλαισιώνουν τους κεντρικούς ήρωες σε μια διάθεση του συγγραφέα να καταγγείλει την κοινωνική παρακμή και υποκρισία.
Το λιμπρέτο
Το πρωτότυπο κείμενο τεμαχίστηκε και «αποξηράνθηκε» σε βαθμό που, ειδικά μετά τα μισά της δεύτερης πράξης, απώλεσε κάθε ειρμό, έπαψε να αφηγείται το μύθο και οδηγήθηκε αμήχανα και βιαστικά στο τέλος.
Η μετεγγραφή ενός θεατρικού έργου σε λιμπρέτο δεν είναι εύκολη υπόθεση Ένα εκτενές κείμενο πρέπει να δώσει τη θέση του σε σύντομες και περιεκτικές φράσεις που, χωρίς να αλλοιώνουν την ουσία του έργου και χωρίς να βλάπτουν τη συνοχή του, αφήνουν χώρο στο μουσικό κείμενο, τις φράσεις, τις αναπνοές και τα στολίδια. Δεν είναι πολλές οι οπερατικές μεταφορές θεατρικών έργων και, διόλου τυχαία, τις περισσότερες έχουν γνωρίσει τα έργα του Σαίξπηρ, ο έμμετρος λόγος του οποίου βοήθησε σημαντικά τους εκάστοτε λιμπρετίστες (Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Μάκβεθ, Οθέλλο, Φάλσταφ, Όνειρο Θερινής Νυκτός).
Σύμφωνα με τον πολυσπουδασμένο και προικισμένο συνθέτη κ. Σελαμσή, η εκ νέου μετάφραση του έργου από τα Γερμανικά, η δημιουργία του ποιητικού κειμένου και η δραματουργία έγιναν από τον Γιάννη Αστερή σε στενή συνεργασία μαζί του, «λέξη τη λέξη, ρυθμό το ρυθμό». Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή δεν ευδοκίμησε. Το πρωτότυπο κείμενο τεμαχίστηκε και «αποξηράνθηκε» σε βαθμό που, ειδικά μετά τα μισά της δεύτερης πράξης, απώλεσε κάθε ειρμό, έπαψε να αφηγείται το μύθο και οδηγήθηκε αμήχανα και βιαστικά στο τέλος. Καθώς δε οι κ.κ. Αστερής και Σελαμσής επέλεξαν, από το υπέροχο κείμενο του Μπύχνερ, να υπερτονίσουν κυρίως το κωμικό στοιχείο, το αποτύπωσαν σε φραστικές και μουσικές υπερβολές που εκ των πραγμάτων οδήγησαν σε κάποια σημεία σε εκφορά λόγου τηλε-κωμικών, με αποτέλεσμα το κατ’ επιλογήν και μέχρι σουρεαλισμού γελοίο να πνίγει τη δομική θλίψη και πλήξη των ηρώων του Μπίχνερ.
Η μουσική και οι σολίστ
Η ενορχήστρωση υπήρξε άρτια και η επεξεργασία του μουσικού θεματικού υλικού ενδιαφέρουσα, χωρίς ανούσιες πρωτοτυπίες. Η σύνθεση υπηρέτησε πιστά, όπως είναι φυσικό, το παραπάνω σχέδιο. Πέτυχε να τονίσει με τρόπο εξαιρετικό τα κωμικά και σουρεαλιστικά στοιχεία του λόγου και των πράξεων.
Η ενορχήστρωση υπήρξε άρτια και η επεξεργασία του μουσικού θεματικού υλικού ενδιαφέρουσα, χωρίς ανούσιες πρωτοτυπίες. Η σύνθεση υπηρέτησε πιστά, όπως είναι φυσικό, το παραπάνω σχέδιο. Πέτυχε να τονίσει με τρόπο εξαιρετικό τα κωμικά και σουρεαλιστικά στοιχεία του λόγου και των πράξεων. Και απέτυχε στις υπόλοιπες προθέσεις της. Το έργο δομήθηκε κυρίως ως ένα διαρκές ρετσιτατίβο, με έξυπνες μουσικές ιδέες για τους σολίστ σε αντίστιξη με την αδιάφορη παρουσία της ορχήστρας. Τα μέρη που κανείς θα χαρακτήριζε κάποτε ως «άριες» και «ντουέτα» υπήρξαν, αλλά, με εξαίρεση το υπέροχο ντουέτο της πρώτης πράξης και την άρια του Βαλέριο στη δεύτερη, δεν άφησαν στον ακροατή κάποια ιδιαίτερη ανάμνηση.
Το έργο βασίστηκε κυρίως σε εκτενή ρετσιτατίβι. Η πρώτη πράξη ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στο Λεόντιο και στη διαρκή αναφορά της πλήξης και της ανίας του, πάντοτε κωμικά. Ξεχώρισε μουσικά μονάχα το υπέροχο ντουέτο με την Ροζέτα. Στη δεύτερη πράξη τα σκηνικά δρώμενα αρχίζουν να θολώνουν. Ο Λεόντιος και η Λένα συνεχίζουν να περιφέρουν την πλήξη του ο πρώτος, τη μελαγχολία του η δεύτερη. Ξαφνικά ερωτεύονται και ξαφνικά χωρίζουν. Ο αποφασισμένος να αυτοκτονήσει Λεόντιος προκαλεί μόνο γέλια στην πλατεία. Ξεχωρίζει μουσικά η άρια του Βαλέριο.
Η τρίτη πράξη αποδεικνύεται χαοτική. Το πρωτότυπο έργο προβλέπει μεν την εμφάνιση του ζεύγους ως ρομπότ στο γάμο τους, με μάσκες, χωρίς να αναγνωρίζονται. Στην όπερα η εμφάνιση των ρομπότ γίνεται ξαφνικά, χωρίς εξήγηση και χωρίς τις προβλεπόμενες μάσκες, οι οποίες βεβαίως ουδέποτε πέφτουν και έτσι ουδέποτε το ζεύγος αναγνωρίζεται. Στο τέλος της τρίτης πράξης η μουσική καταφέρνει να υποστηρίξει εξαιρετικά τον πεσιμισμό των ηρώων που επιστρέφουν στη ζωή από την οποία πάσχισαν να ξεφύγουν.
Οι τέσσερεις σολίστ υπήρξαν εξαιρετικοί. Υποστήριξαν τις ιδέες και το όραμα του συνθέτη και του σκηνοθέτη μέχρι κεραίας.
Σε όλο το έργο διακρίνει κανείς έξυπνες μουσικές ιδέες στα ρετσιτατίβι των σολίστ, σε αντίστιξη με την συνήθως αδιάφορη μουσικά παρουσία της ορχήστρας. Η χρήση της χορωδίας έγινε με έξυπνο τρόπο, που ανέδειξε τη μουσική και δραματουργική επεξεργασία.
Οι τέσσερεις σολίστ υπήρξαν εξαιρετικοί. Υποστήριξαν τις ιδέες και το όραμα του συνθέτη και του σκηνοθέτη μέχρι κεραίας. Ο μετρημένος και κωμικά θλιμμένος κ. Τάσης Χριστογιαννόπουλος, η μελαγχολική και με αέρινες κινήσεις κα Μπάκα, ο πάντοτε εντυπωσιακός κ. Ανδριανός και η απολαυστική στην χαρακτηριστική της παρουσία κα. Μεσσήνη προσέδωσαν στο έργο τη δυναμική και το χαρακτήρα που έμοιαζε να του λείπουν. Ο κ. Ξάφης, με τη σειρά του, κινήθηκε στα πλαίσια που όριζε το λιμπρέτο και η σύνθεση. Δεν πρόδωσε την κεντρική ιδέα, προσπάθησε όμως να διαφοροποιηθεί ελαφρώς επιλέγοντας στιλιζαρισμένο παίξιμο σε αντίθεση με το πλατύ πινέλο της ορχήστρας, αντίθεση που ενίοτε απεδείχθη δυσλειτουργική. Ο μαέστρος κ. Ζιάβρας, η δεκαεπταμελής ορχήστρα και το φωνητικό οκτέτο υπηρέτησαν τεχνικά και μουσικά άρτια την παρτιτούρα, αν και η άρθρωση δεν βοήθησε στην πλήρη κατανόηση των λόγων των χορωδών.
Ευφυέστατο το αφαιρετικό σκηνικό των κ.κ. Παπαναστασίου και Κιτσάνη με τα αναρτώμενα βαρίδια που, στην πρώτη και τρίτη πράξη καταπλακώνουν τους ηθοποιούς, ενώ στη δεύτερη μετατρέπονται σε νυχτερινό δάσος.
Ευφυέστατο το αφαιρετικό σκηνικό των κ.κ. Παπαναστασίου και Κιτσάνη με τα αναρτώμενα βαρίδια που, στην πρώτη και τρίτη πράξη καταπλακώνουν τους ηθοποιούς, ενώ στη δεύτερη μετατρέπονται σε νυχτερινό δάσος με τη βοήθεια των λειτουργικών φωτισμών του κ. Βλασόπουλου. Ωραία τα κοστούμια της κας Τσάμη, στο πνεύμα του κωμικού και σουρεαλιστικού
Εν κατακλείδι, το «δημόσιο κτίριο» που κατασκεύασε ο κ. Σελαμσής ήταν άνισο: όμορφες σκηνογραφικές ιδέες, ακριβής απόδοση των κωμικών χαρακτήρων, αλλά και έλλειψη συνοχής και σκοπού, που αδίκησαν το πρωτότυπο κείμενο. Η επιλογή του κ. Σελαμσή να μεταφέρει το συγκεκριμένο έργο στον στίβο της όπερας δεν δικαιώθηκε, αφού μάλλον αφαίρεσε παρά προσέθεσε κάτι σε αυτό. Ωστόσο, οφείλουμε να ενθαρρύνουμε τέτοιες πρωτοβουλίες: σε μια χώρα που δεν παράγει έργα για το λυρικό θέατρο, οι νέοι συνθέτες που έχουν τη γνώση και μπορούν και μαθαίνουν από τα λάθη τους αποτελούν πολύτιμο κεφάλαιο που δεν πρέπει (και αυτό) να χαθεί.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.