
Για την όπερα Κάρμεν, του Georges Bizet, σε παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που παρουσιάστηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Των Χρύσας Στρογγύλη και Νίκου Ξένιου
Η δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Κάρμεν, παρουσιάζεται στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία Στίβεν Λάνγκριτζ και μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού. Στην πρεμιέρα τον ομώνυμο ρόλο ερμήνευσε η μέτζο σοπράνο Ρινάτ Σαχάμ, ενώ τον Δον Χοσέ ερμήνευσε ο Λεονάρντο Καπάλμπο, τον Εσκαμίγιο ο Διονύσης Σούρμπης και την Μικαέλα η Σαϊόα Ερνάντεθ.
Άψογη εκτέλεση
Από μουσικής άποψης η Κάρμεν ήταν άρτια σε όλα τα επίπεδα. Η ορχήστρα υπάκουε στη διεύθυνση ενός ενθουσιώδους Λουκά Καρυτινού, που έμοιαζε να γνωρίζει το έργο απ' έξω και ανακατωτά, χωρίς την ανάγκη της παρτιτούρας. Οι συνδέσεις μεταξύ των μερών ήταν πολύ πετυχημένες, χωρίς να αφήνουν περιθώρια για «κοιλιές» ή αμήχανα σημεία. Η ορχήστρα βρισκόταν σε εγρήγορση και έπαιξε με τον ενθουσιασμό και το ταμπεραμέντο που αρμόζει σε αυτού του είδους τα έργα.
Εξαίσιες ήταν όλες οι πρωταγωνιστικές φωνές, με πρώτη και καλύτερη την Ισραηλινή μετζο-σοπράνο Ρινάτ Σαχάμ, που χειριζόταν τη φωνή της με φοβερό επαγγελματισμό, ευαισθησία στα «κλεισίματα» των φράσεων και μοναδική ένταση στη φωνή της όπου χρειαζόταν. Ξεχώρισε και υποκριτικά, ερμηνεύοντας μια φλογερή και ανυπότακτη Κάρμεν. Η σαγηνευτική Habanera, το πιο γνωστό μέρος, χρωματίστηκε τόσο όμορφα και τόσο προσεκτικά από τη φωνή της Σαχάμ, που ήταν σαν να το άκουγε κανείς πρώτη φορά.
Εξαίσιες ήταν όλες οι πρωταγωνιστικές φωνές, με πρώτη και καλύτερη την Ισραηλινή μετζο-σοπράνο Ρινάτ Σαχάμ, που χειριζόταν τη φωνή της με φοβερό επαγγελματισμό, ευαισθησία στα «κλεισίματα» των φράσεων και μοναδική ένταση στη φωνή της όπου χρειαζόταν. Ξεχώρισε και υποκριτικά, ερμηνεύοντας μια φλογερή και ανυπότακτη Κάρμεν. Η σαγηνευτική Habanera, το πιο γνωστό μέρος, χρωματίστηκε τόσο όμορφα και τόσο προσεκτικά από τη φωνή της Σαχάμ, που ήταν σαν να το άκουγε κανείς πρώτη φορά.
Επάξια στο πλευρό της στάθηκε ο ιταλο-αμερικάνος τενόρος Λεονάρντο Καπάλμπο στον ρόλο του Δον Χοσέ. Ο Καπάλμπο ενσάρκωσε ένα Δον Χοσέ παθιασμένο και συναισθηματικά τρωτό. Χωρίς κόπο ή δισταγμό, αλλά με δυναμισμό και βάθος, προέβαινε, όπου χρειαζόταν, σε εντυπωσιακά ανοίγματα της φωνής του, αλλά και σε μοναδικής τρυφερότητας ερμηνείες, ειδικά στο La fleur que tu m’avais jetée, στη 2η πράξη. Εντυπωσιακό το ντουέτο του με τον toreador Διονύση Σουρμπή στην 3η πράξη, το Je suis Escamillo, με ένα ταίριασμα που σπάνια συναντά κανείς σε αντρικές φωνές. Ο Διονύσης Σούρμπης, που συνεργάζεται με την Εθνική Λυρική Σκηνή από το 2003, έδωσε μιαν εξίσου στιβαρή ερμηνεία, όπως αρμόζει άλλωστε στον ρόλο του ταυρομάχου, μη αφήνοντας περιθώρια για ανασφάλειες ή αμηχανίες.
Ιδιαίτερα συγκινητική η Σαϊόα Ερνάντεθ στον ρόλο της Μικαέλα, ειδικά στην 1η πράξη, στο Ρarle moi de ma mère, αλλά και στην 3η πράξη, στο Je dis que rien ne m'epouvante.
Άρτια ήταν και τα χορωδιακά μέρη του έργου, με τους χορωδούς να διαδραματίζουν με επιτυχία και υποκριτικό ρόλο στο έργο. Χαριτωμένο και το πέρασμα της παιδικής χορωδίας της Μάτας Κατσούλη στην αρχή του έργου.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.
Το έργο και η παράσταση
Οι λιμπρετίστες του Μπιζέ, διασκευάζοντας την ομώνυμη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ το 1873, για την πρώτη παράσταση σε στιλ opéra-comique, έφτιαξαν μια Κάρμεν αθώα, πηγαία, ανυπόκριτη, που βιώνει τον έρωτα ως συνώνυμο του θανάτου. Η τσιγγάνα Κάρμεν κρατά τις αντιστάσεις της στην ανδροκρατούμενη και πατριαρχικά δομημένη κοινωνία της Ανδαλουσίας. Ελεύθερη και αντισυμβατική, εκφράζει ακόμη και σήμερα το πνεύμα της ελευθερίας και της χειραφέτησης από κάθε ζυγό.
Η μεταστρεψιμότητα του σκηνικού παραπέμπει σε κάθε επιμέρους μορφή σύνθλιψης της ανθρώπινης ελευθερίας. Αντίστοιχα, το εντυπωσιακό ομοίωμα σφαγιασμένου ταύρου της αρένας που αφήνει το αίμα του στη σκηνή παραπέμπει στην ίδια την Κάρμεν, ως εξιλαστήριο θύμα, και στην ευρύτερη έννοια της ανθρωποθυσίας που τεκταίνεται στις μέρες μας. Η τραγική ειρωνεία συνίσταται στην παραδοχή του καταλυτικού συναισθήματος από τον δολοφόνο εραστή της, στην τελική σκηνή του έργου. Je chante pour moi-même: ο ρυθμός Σεγκιντίγια θα επαναληφθεί θριαμβικά με τη σφαγή της Κάρμεν στην ίδια κονίστρα με τον ταύρο της αρχής.
Καλύτερη αξιοποίηση του στενού χώρου του Ηρωδείου δεν μπορούσε να γίνει. Τα κιγκλιδώματα είναι άκρως λειτουργικά, ενώ τα μεταλλικά containers λειτουργούν και ως οθόνες προβολής με πολύ σημαντικό ρόλο. Το πλήθος, φορώντας σωσίβια, φτάνει μέσα από τα κύματα, όπως πολύ παραστατικά δείχνει η κινηματογραφική προβολή μιας θάλασσας που γεμίζει αίμα.
Καλύτερη αξιοποίηση του στενού χώρου του Ηρωδείου δεν μπορούσε να γίνει. Τα κιγκλιδώματα είναι άκρως λειτουργικά, ενώ τα μεταλλικά containers λειτουργούν και ως οθόνες προβολής με πολύ σημαντικό ρόλο. Το πλήθος, φορώντας σωσίβια, φτάνει μέσα από τα κύματα, όπως πολύ παραστατικά δείχνει η κινηματογραφική προβολή μιας θάλασσας που γεμίζει αίμα. Μόνο μία ή δύο σκηνές υστερούν σκηνοθετικά, κυρίως λόγω της κακής χορογραφίας που πλαισιώνει την παράσταση.
Ο σκηνοθέτης υπαινίσσεται σαφώς τα όρια της ελευθερίας, της επιθυμίας, της αυτοδιάθεσης, της επιβίωσης, της διαφυγής, τοποθετώντας ένα πλήθος μεταναστών στα σύνορα της Ευρώπης και περιφράσσοντας τη σκηνή του Ηρωδείου με συρματόπλεγμα, που ανά σκηνή «κλείνει» τους μετανάστες αφήνοντας τους δεσμοφύλακές τους απ' έξω. Η ιδέα των μεταναστών είχε επιστρατευθεί και από τη σκηνοθεσία του πρόωρα χαμένου Στήβεν Πίμλοτ, στην Κάρμεν της Λυρικής Σκηνής του 2007. Ανέστια και πανερωτική, η Κάρμεν του Λάνγκριτζ κινείται σε μια liminal, οριακή Ανδαλουσία μυθοπλασίας. Τολμηρή, περιπαικτική και χωρίς επίγνωση κινδύνου, συνοψίζει την οριακή συναισθηματική κατάσταση κάθε ανυπότακτης ιδιοσυγκρασίας, σε μια ρεαλιστικά αλληγορική σκηνοθεσία που στηρίζεται σε εξαίσιες ερμηνείες.
Οι σολίστ και ο σκηνοθέτης
Η παράσταση στις 24 Ιουλίου στο Ηρώδειο ήταν η 41η φορά που η Ρινάτ Σαχάμ ερμήνευσε τον ρόλο της Κάρμεν. Η πρώτη φορά ήταν το 2001 στο Όστιν του Τέξας και η δεύτερη το 2004, στο Φεστιβάλ Όπερας του Γκέτεμποργκ, με θριαμβικές κριτικές και παγκόσμια περιοδεία στη συνέχεια. Έχει συνεργαστεί με κορυφαίους μαέστρους (Σάιμον Ρατλ, Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, Θόδωρος Κουρεντζή), ενώ έχει πρωταγωνιστήσει και σε παραγωγές της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, της Όπερας του Σάλτσμπουργκ και του Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας.
Ο Δημήτρης Πακσόγλου ερμήνευσε τον Δον Χοσέ, μετά από κάποιες δουλειές του στο Σαιντ Ετιέν, στο Παρίσι και στο Νανσύ. Συνεργάστηκε με τη Λυρική στον Χορό των Μεταμφιεσμένων, στην Εύθυμη χήρα, στη Μανόν Λεσκό, στη Νυχτερίδα και στην Καβαλερία Ρουστικάνα. Δάσκαλοί του ήταν ο Κώστας Πασχάλης και η Μαρίνα Κρίλοβιτς.
Ο σκηνοθέτης Στήβεν Λάνγκριτζ, παράλληλα με την καριέρα του στην όπερα, έχει συνεργαστεί με ομάδες ερασιτεχνών, ατόμων με ειδικές ανάγκες και ατόμων κοινωνικά αποκλεισμένων, με σχολεία, νοσοκομεία και φυλακές, μελετώντας τη σχέση του μουσικού θεάτρου με την εκπαίδευση και την κοινωνία. Παραγωγές του έχουν παρουσιαστεί στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου: στο Λονδίνο, τη Λισαβόνα, το Σάλτσμπουργκ, το Τόκιο, το Παρίσι, τη Στοκχόλμη, τη Βιέννη, το Σικάγο, το Όσλο και βεβαίως το Γκέτεμποργκ, στην όπερα του οποίου είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.