Της Χρύσας Στρογγύλη
Το Φεστιβάλ Αθηνών άνοιξε την αυλαία του για τη θερινή περίοδο 2016 την Παρασκευή 10 Ιουνίου, με την «Αΐντα» του Τζιουζέπε Βέρντι, όπερα που κατέχει εξέχουσα θέση στο κλασικό οπερατικό ρεπερτόριο. Η συγκεκριμένη παραγωγή παρουσιάστηκε από τον Ενρίκο Καστιλιόνε για πρώτη φορά το 2009 στο Φεστιβάλ Όπερας της Ταορμίνας στην Ιταλία, όπου σημείωσε τεράστια επιτυχία.
Στην αρχαία Αίγυπτο, την εποχή της παντοδυναμίας των Φαραώ, η Αΐντα, κόρη του βασιλιά της Αιθιοπίας, είναι σκλάβα της Αμνέριδας, της κόρης του βασιλιά της Αιγύπτου. Και οι δυο είναι ερωτευμένες με τον Ρανταμές, τον αρχιστράτηγο των Αιγυπτίων, ο οποίος επιστρέφει νικητής από τον πόλεμο εναντίον της Αιθιοπίας. Υπό τις πιέσεις του πατέρα της, η Αΐντα καταφέρνει να αποσπάσει από τον ερωτευμένο Ρανταμές ένα στρατιωτικό μυστικό. Εξοργισμένη η Άμνερις τον κατηγορεί για προδοσία και ο Ρανταμές καταδικάζεται σε θάνατο. Αν και η Άμνερις, μετανιωμένη, θα προσπαθήσει να τον σώσει γιατί τον αγαπά, οι ιερείς τον καταδικάζουν να ταφεί ζωντανός στο ναό του Ηφαίστου, όπου έχει κρυφτεί η Αΐντα για να ταφεί μαζί του.
Έρωτας, πόλεμος, προδοσία στον Νείλο
Υπό τη διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη, η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής απέδωσε με ευαισθησία τις μελωδικές γραμμές της αιθέριας και ελικοειδούς ουβερτούρας, δυναμικά τις δραματικές και θριαμβευτικές κορυφώσεις και εκλεπτυσμένα τα λυρικά «περάσματα».
Μια καλή ορχήστρα και μια καλά ασκημένη χορωδία δημιουργούν γόνιμο έδαφος για μια επιτυχημένη παράσταση.
Η χορωδία, υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, φάνηκε ιδιαίτερα ευέλικτη και ικανή τόσο στις θολές, χαμηλόφωνες προσευχές όσο και στις πολεμικές και θριαμβευτικές ιαχές. Μια καλή ορχήστρα και μια καλά ασκημένη χορωδία δημιουργούν γόνιμο έδαφος για μια επιτυχημένη παράσταση. Σε μεγάλο βαθμό όμως η επιτυχία της οφείλεται στους πρωταγωνιστές, που καλούνται να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τη δύσκολη αυτή σύνθεση και να μετατρέψουν τους θεατρικούς χαρακτήρες – τον αμφιταλαντευόμενο στρατιώτη, την ερωτευμένη σκλάβα, την πλούσια αντίζηλο – σε ρεαλιστικά, γήινα πρόσωπα. Οι φωνητικές μελωδικές γραμμές απαιτούν λεπτότητα, δεξιοτεχνία και ταυτόχρονα δύναμη και αντοχή.
Οι συντελεστές όλων των πρωταγωνιστικών ρόλων υπήρξαν άψογοι, με εξέχουσα την Τσέλια Κοστέα, εντυπωσιακή φωνητικά αλλά και ευάλωτη στον ρόλο της Αΐντα: η φωνή της ξεχώριζε με ευκολία ακόμα και πάνω από την πυκνή ορχηστρική συνοδεία, ενώ και στις δυο σημαντικές και μεγάλες άριές της υπήρξε καθηλωτική. Στο “ritorna vincitor” ερμήνευσε δυναμικά τα αντίρροπα συναισθήματά της στην είδηση ότι ο αγαπημένος της Ρανταμές επρόκειτο να ηγηθεί εκστρατείας κατά της χώρας της και του πατέρα της. Στο ιδιαίτερα ευαίσθητο “O patria mia”, με το πρώτο όμποε της ορχήστρας της λυρικής σκηνής να αποδίδει γλυκά το βασικό μουσικό μοτίβο της άριας, γοήτευσε και εντυπωσίασε στις απαιτητικές κορώνες.
Η μετανοημένη αντίζηλη
Ο διακεκριμένος ιταλός τενόρος Βάλτερ Φρακκάρο ξεχώρισε στο ρόλο του Ρανταμές, όχι τόσο για το σφρίγος της φωνής, όσο για τη λυρική κομψότητα, αποδίδοντας έναν χαρακτήρα που ζει στο έπακρο τα συναισθήματά του. Προσέδωσε βάθος και συναίσθημα στο “Celeste Aida”, άρια αρκετά δύσκολη και εκτεθειμένη, στην αρχή του έργου. Η Έλενα Γκαμπούρι, με καταγωγή από την Αγία Πετρούπολη, με εξαιρετική τεχνική και εντυπωσιακό ηχόχρωμα και κατάφερε να προσδώσει στον χαρακτήρα της Αμνέριδος μεγαλοπρέπεια και πανουργία, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς στους οποίους εύκολα μπορεί να υποπέσει μια σολίστ του συγκεκριμένου ρόλου.
Μεγαλοπρεπείς οι σκηνές πλήθους του δεύτερου μέρους, όπως αυτή του Θριάμβου (2η Σκηνή της Β΄ πράξης), οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με τις άριες και, κυρίως, με τα ντουέτα. Δυστυχώς, οι χορογραφίες δεν αξιοποίησαν πλήρως τους σπουδαίους χορευτές της Λυρικής Σκηνής, ενώ διατήρησαν έναν αμιγώς διακοσμητικό ρόλο. Όμως το έργο τελείωσε υποβλητικά και χαμηλόφωνα, με τη συγκινητική άρια των δύο ερωτευμένων μελλοθάνατων, της Αΐντα και του Ρανταμές. Αξιοσημείωτα είναι τα λόγια του Τόμας Μαν όταν, στο «Μαγικό Βουνό», αναφέρεται στο περίφημο ντουέτο του τέλους: «Τραγούδησαν για τον παράδεισο, αλλά τα τραγούδια τους ήταν από μόνα τους παράδεισος, και ήταν σαν τον παράδεισο τραγουδισμένα».
Μια κλασική υπερπαραγωγή
Η όπερα ήταν παραγγελία του φιλόδοξου και θεατρόφιλου αντιβασιλέα της Αιγύπτου Ισμαήλ Ίμπν Πασά, ο οποίος ήθελε να προσδώσει ξεχωριστή λάμψη στα εγκαίνια της νέας όπερας του Καΐρου, όπου το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στις 24 Δεκεμβρίου 1871.
Η ανάγκη για επιβλητικά σκηνικά και κοστούμια, οι έξι ιδιαίτερα δύσκολοι σολιστικοί ρόλοι και τα δύσκολα μέρη της ορχήστρας και της χορωδίας καθιστούν την «Αΐντα» μια από τις πιο πολυέξοδες όπερες. Στη συγκεκριμένη πρώτη στο Ηρώδειο, τα κοστούμια της Σόνιας Καμμαράτα, ελάχιστες «αιγυπτιακές» κατασκευές (δυο Σφίγγες, ένα άγαλμα του Αμούν-Ρα και δυο αγάλματα της Ίσιδος) και η τεράστια μετατρέψιμη σκάλα συμπληρώθηκαν άρτια από προβολές του Καστιλιόνε, προσεκτικά μελετημένες πάνω στις ακριβείς διαστάσεις του ρωμαϊκού θεάτρου, που υπέβαλαν με επιτυχία τη φαραωνική ατμόσφαιρα χωρίς μεγάλο κόστος.
Το λιμπρέτο, γεμάτο πάθος, έρωτα, ανατροπές και συγκρούσεις, απηχεί τις πολιτικές αντιλήψεις του Βέρντι για την απελευθέρωση των ιταλικών κρατιδίων από τους Αυστριακούς. Η όπερα ήταν παραγγελία του φιλόδοξου και θεατρόφιλου αντιβασιλέα της Αιγύπτου Ισμαήλ Ίμπν Πασά, ο οποίος ήθελε να προσδώσει ξεχωριστή λάμψη στα εγκαίνια της νέας όπερας του Καΐρου, όπου το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στις 24 Δεκεμβρίου 1871. Ο Βέρντι αρνήθηκε να παραστεί, τότε, λόγω της παρουσίας αποκλειστικά αξιωματούχων, πλουσίων και μουσικών. Η πανευρωπαϊκή πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1872 στη Σκάλα του Μιλάνου, παρουσία του συνθέτη.
Στην Ελλάδα η «Αΐντα» έχει ανέβει για πρώτη φορά από ιταλικούς θιάσους (Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, 1895) και από τον θίασο του «Ελληνικού Μελοδράματος» το 1915. Την ίδια χρονιά δόθηκε και υπαίθρια παράσταση από τον ίδιο θίασο στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο με μεγάλη επιτυχία, ενώ η Εθνική Λυρική Σκηνή την πρωτοανέβασε το 1958, στα εγκαίνια του σημερινού θεάτρου «Ολύμπια». Τριάντα χρόνια μετά την παράσταση του Καλλιμάρμαρου, ο ιταλικός θίασος του Χεδιβικού Θεάτρου του Καΐρου ανέβασε την όπερα στις πυραμίδες της Αιγύπτου.
Σκηνοθεσία: Ενρίκο Καστιλιόνε