Για τη συναυλία του David Virelles στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Η μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών φιλοξένησε στις 11 Νοεμβρίου 2015 τον Ντέηβιντ Βιρέγιες, εξαιρετικό πιανίστα και συνθέτη της τζαζ μουσικής σκηνής. Μαζί με τους: Βισέντε Άρτσερ στο κοντραμπάσο και το μπάσο γιουκαλίλι, Τζέραλντ Κλήβερ στα ντραμς και Ρόμαν Ντιάθ στα κρουστά (κόνγκας, μπόνγκο, μαράκες και άλλα κουβανέζικα κρουστά, όπως το μπιανκομέκο) δημιούργησαν με τον ήχο τους ατμόσφαιρα που άλλοτε θύμιζε τους ξέφρενους χορευτικούς ρυθμούς πλανόδιων μουσικών στις γειτονιές της Κούβας και άλλοτε το κλίμα έκστασης των θρησκευτικών τελετουργιών φυλών της Αφρικής. Μετά τη συναυλία ακολούθησε συζήτηση του κοινού με τον καλλιτέχνη ο οποίος με ιδιαίτερη προθυμία απάντησε στις ερωτήσεις και φάνηκε ιδιαιτέρως σεμνός και προσιτός.
Γέννημα-θρέμμα του Σαντιάγκο…
Ο συνθέτης ερευνά το παρελθόν, αναζητά αφρικανικά ηχοχρώματα και χαρτογραφεί τον τρόπο με τον οποίο αυτά εξελίχθηκαν κι ενσωματώθηκαν στην κουβανική μουσική.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κούβα, ο Ντέηβιντ Βιρέγιες προέρχεται από μουσική οικογένεια –ο πατέρας του υπήρξε γνωστός τραγουδοποιός στην Κούβα και η μητέρα του φλαουτίστα στη Συμφωνική Ορχήστρα του Σαντιάγο της Κούβας– και μολονότι έζησε μέσα σε ένα σπίτι όπου, όπως εκμυστηρεύθηκε ο ίδιος στο κοινό μετά το τέλος της συναυλίας, άκουγαν πολλά και διάφορα είδη μουσικής, στη μουσική που επιλέγει ο ίδιος να συνθέσει και να εκτελέσει κυριαρχούν οι αφροκουβανέζικοι ήχοι που συνδέονται έντονα με την παιδική του ηλικία. Ο συνθέτης ερευνά το παρελθόν, αναζητά αφρικανικά ηχοχρώματα και χαρτογραφεί τον τρόπο με τον οποίο αυτά εξελίχθηκαν κι ενσωματώθηκαν στην κουβανική μουσική. Πρόκειται ουσιαστικά για πάντρεμα δυο παραδόσεων, της αφρικανικής και της κουβανικής, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και που αποτέλεσαν το εφαλτήριο για περαιτέρω διερεύνηση[1]. Ο Βιρέγιες δείχνει ότι αγαπά πολύ τους πειραματισμούς στον ήχο και τα αντισυμβατικά τολμήματα στη σύνθεση. Σε πολλές στιγμές, στη διάρκεια της συναυλίας, έδινε την εντύπωση πως στο πιάνο κάθεται ένα παιδί που απλώς δοκιμάζει και αφήνεται σε ένα ενστικτώδες, πρωτόγονο κι ακατέργαστο παίξιμο, που όμως στην πραγματικότητα ήταν απόλυτα καλοδουλεμένο. Ήταν ανοιχτός στη χρήση των αρμονιών, δεν έβαζε στεγανά, ούτε ρυθμικά ούτε μελωδικά, αφέθηκε ελεύθερος να μεταχειριστεί το πιάνο με ενστικτώδη τρόπο και να ανακαλύπτει διαρκώς νέους ήχους, αξιοποιώντας με διάφορους τρόπους το πεντάλ, το τουσέ (toucher), τις διάφορες περιοχές του κλαβιέ. Η μουσική του γεννούσε έντονα συναισθήματα αλλά ταυτόχρονα αποπροσανατόλιζε το μη εξοικειωμένο με αυτού του είδους τη μουσική αυτί, ίσως επειδή έδινε την εντύπωση ότι αναπτυσσόταν πάνω σε μια αφηρημένη βάση ηχώντας σαν πρωτόγονος ήχος, αίσθηση που εντεινόταν και από την πολυρρυθμία των κρουστών.
Η ομάδα αλληλεπιδρούσε ολοφάνερα και η συνοχή και το «δέσιμό» της πρόδιδε ότι κατείχε απόλυτα τα έργα που εκτελούσε, με άνεση και φυσικότητα που δημιουργούσε την απορία αν όλα εκτυλίσσονταν πάνω σε έναν αυτοσχεδιαστικό καμβά της στιγμής, ή ήταν προγραμματισμένα και προμελετημένα, έστω κι αν έμοιαζαν αφηρημένα.
…αλλά και απόγονος σκλάβων της Αφρικής
Η συναυλία ξεκίνησε με ένα ατμοσφαιρικό σόλο πιάνο και σταδιακά προστέθηκαν τα υπόλοιπα όργανα οδηγώντας σε μια ηχητική κορύφωση, όχι μόνο με την αύξηση της δυναμικής αλλά και με την ταχύτητα, το πάθος και τον εκστασιασμό. Η ομάδα αλληλεπιδρούσε ολοφάνερα και η συνοχή και το «δέσιμό» της πρόδιδε ότι κατείχε απόλυτα τα έργα που εκτελούσε, με άνεση και φυσικότητα που δημιουργούσε την απορία αν όλα εκτυλίσσονταν πάνω σε έναν αυτοσχεδιαστικό καμβά της στιγμής, ή ήταν προγραμματισμένα και προμελετημένα, έστω κι αν έμοιαζαν αφηρημένα. Σε καίρια ερώτηση θεατή μετά το τέλος της παράστασης σχετικά με τον αυτοσχεδιασμό, ο ίδιος ο Βιρέγιες απάντησε ότι δεν μπορεί να αποδώσει με ποσοστό πόσο από το έργο του είναι καταγεγραμμένο σε νότες και πόσο αυτοσχεδιαστικό. Εξήγησε ότι το σύνολο πορεύεται με βάση πρότυπα που οι μουσικοί ονομάζουν «πλαίσια» (frames) πάνω στα οποία εκδιπλώνουν τις αυτοσχεδιαστικές αρετές τους. Και οι τέσσερις μουσικοί εντυπωσίασαν με τις εκτελεστικές ικανότητές τους και με τα σόλο μέρη τους. Ασύλληπτες οι ταχύτητες και το νεύρο του ντράμερ Τζέραλντ Κλήβερ και ιδιαιτέρως γοητευτική η βραχνή φωνή του Ρόμαν Ντίαθ. Ο συνθέτης επέλεξε να μην ανακόψει τη μουσική ροή της συναυλίας, επιδιώκοντας να αφηγηθεί μια ιστορία, να περιγράψει μια κατάσταση, να υπονοήσει, όπως ο ίδιος είπε στο τέλος της συναυλίας, το πέρασμα των αφρικανών σκλάβων στον Νέο Κόσμο.
Σπίτι, Πατρίδα, Εστία
Ο Ντέηβιντ Βιρέγιες ξάφνιασε με τον τρόπο που έπαιζε πιάνο. Έδωσε την εντύπωση ότι είχε εξαντλήσει τις δυνατότητες του οργάνου, προσεγγίζοντάς το συχνά από μια εντελώς ανορθόδοξη πλευρά.
Ο Ντέηβιντ Βιρέγιες ξάφνιασε με τον τρόπο που έπαιζε πιάνο. Έδωσε την εντύπωση ότι είχε εξαντλήσει τις δυνατότητες του οργάνου, προσεγγίζοντάς το συχνά από μια εντελώς ανορθόδοξη πλευρά. Συχνά το χειριζόταν σαν να επρόκειτο για ένα κρουστό όργανο, κρούοντας με ρυθμική μανία πολύπλοκες συγχορδίες και, σε στιγμές που βρισκόταν σε ηχητική και ρυθμική έκσταση, χρησιμοποιούσε τους καρπούς και τους αγκώνες, εντυπωσίαζε με τα κλάστερ κι ανεβοκατέβαινε το κλαβιέ του πιάνου με απαράμιλλη δεξιοτεχνία με αποτέλεσμα την πρωτότυπη εναλλαγή ηχοχρωμάτων που θα μπορούσαν να προκύψουν μόνο από μια εντελώς απελευθερωμένη, αυτοσχεδιαστική, σχεδόν ανεπιτήδευτη αξιοποίηση του οργάνου[2].
Στο Μπόκο (Mboko), ο ήχος λειτούργησε μυσταγωγικά. Ο συνθέτης αποκάλυψε πως η λέξη Mboko σημαίνει στην κυριολεξία ζαχαροκάλαμο αλλά χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει, με ένα πνευματικό όμως τρόπο, το Σπίτι, την Πατρίδα, την Εστία. Γι’ αυτό και η μουσική του έχει κάτι ιερό, παραπέμπει σε ιεροτελεστία, αξιοποιεί αφρικανικά ακούσματα και ηχοχρώματα, πηγάζει από την αφροκουβανική κουλτούρα (ο Βιρέγιες θεωρεί φυσική ανάγκη κάθε ανθρώπου αλλά και κάθε καλλιτέχνη να αναζητά τις ρίζες του) αλλά κατατάσσεται σαφέστατα στη σύγχρονη τζαζ μουσική[3]: τόσο λόγω του έντονου αυτοσχεδιαστικού της χαρακτήρα, όσο και λόγω της ιδιαίτερης αγάπης που τρέφει ο συνθέτης για τη τζαζ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι New York Times χαρακτήρισαν τον Βιρέγιες ως έναν από τους ανερχόμενους τζαζ πιανίστες και συνθέτες της γενιάς του. Το 2003 του απονεμήθηκε το βραβείο Oscar Peterson από τον Peterson, τον διάσημο καναδό πιανίστα και συνθέτη (1925 – 2007). Το 2006 βραβεύτηκε με το Grand Prix de Jazz Award στο Jazz festival του Montreal. Και είναι μόλις 32 ετών.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.