Για την εμφάνιση του Rufus Wainwright και την όπερά του Prima Donna, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Ο αμερικανοκαναδός συνθέτης Ρούφους Γουέινραϊτ έριξε την αυλαία στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, επιλέγοντας το Ηρώδειο για να παρουσιάσει σε πρώτη εκτέλεση αποσπάσματα από την οπτικοποιημένη εκδοχή της όπεράς του Prima Donna στο πρώτο μέρος της συναυλίας του, αλλά και για να ερμηνεύσει μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια του στο δεύτερο μέρος.
Συμπράττοντας με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου και με τρεις λυρικούς τραγουδιστές επί σκηνής, τις σοπράνο Τσέλια Κοστέα και Βασιλική Καραγιάννη και τον τενόρο Αντόνιο Φιγκέιρας, ο συνθέτης γοήτευσε όσους αγαπούν και αποζητούν την όπερα και εντυπωσίασε με τις αναμφισβήτητες ικανότητές του στη σύνθεση και ιδιαιτέρως στην ενορχήστρωση. Δεν είναι τυχαίο που ο Έλτον Τζον τον χαρακτήρισε ως τον «σπουδαιότερο τραγουδοποιό στον πλανήτη».
Δεν είναι τυχαίο που ο Έλτον Τζον τον χαρακτήρισε ως τον «σπουδαιότερο τραγουδοποιό στον πλανήτη».
Παράλληλα με τη μουσική, το κοινό παρακολούθησε φιλμ με εικόνες της θρυλικής Μαρίας Κάλλας που επιμελήθηκε ο κινηματογραφιστής Φραντσέσκο Βετζόλι με τη συμμετοχή της διάσημης φωτογράφου Σίντυ Σέρμαν η οποία υποδύεται την Κάλλας και φοράει ένα φουστάνι που στο παρελθόν είχε φορέσει η ελληνίδα ντίβα.
Η όπερα Prima Donna είναι η πρώτη όπερα του Ρούφους Γουέινραϊτ και έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ του Μάντσεστερ πριν από έξι χρόνια. Είναι εμπνευσμένη όχι από τη ζωή της Μαρίας Κάλλας όπως θα περίμενε κανείς, αλλά από συνεντεύξεις της και από τις προσωπικότητες των γυναικών της ζωής του, όπως η μητέρα του, η θεία του και η αδερφή του. Με αυτήν την όπερα ο συνθέτης και λιμπρετίστας δημιούργησε ένα νέο χαρακτήρα, εκείνον της πρώην σταρ της όπερας Regine Saint Laurent, που επιδιώκει την επάνοδό της στο Παρίσι της δεκαετίας του ’70. Ξεχασμένη και αποκαρδιωμένη, αποφασίζει να διαψεύσει όσους την εγκατέλειψαν, επαναλαμβάνοντας το ρόλο που την έκανε διάσημη τόσα χρόνια πριν. Πάνω σε αυτόν το χαρακτήρα ο Ρούφους σκιαγράφησε τους προβληματισμούς, τις ανασφάλειες και τα αδιέξοδα της πριμαντόνας -όπως το φόβο της μοναξιάς- στη δύση της καριέρας της. Ο ίδιος ο συνθέτης σε συνέντευξή του ομολογεί: «Ξέρω ότι πολλοί συνδέουν τον όρο πριμαντόνα με κάτι αρνητικό, με την εγωπάθεια ή τη ματαιοδοξία, όμως εγώ τις αγαπώ τις πριμαντόνες».
Το γεγονός ότι τα αποσπάσματα της όπερας παρουσιάστηκαν οπτικοποιημένα για πρώτη φορά παγκοσμίως στην Αθήνα αποτελεί ευτυχή συγκυρία. Το παραδέχθηκε άλλωστε και ο ίδιος ο συνθέτης: «Πρόκειται για ευτυχή σύμπτωση που το πρώτο μέρος στο οποίο θα παρουσιάσουμε το έργο είναι η Αθήνα. Η Ελλάδα είναι τελευταία κάτι σαν πριμαντόνα, με το πάθος, την ομορφιά αλλά και τη σκοτεινή πλευρά της». Ο Ρούφους Γουέινραϊτ δηλώνει μεγάλος θαυμαστής της Κάλλας και εξομολογείται ο ίδιος σε συνέντευξή του πως η μητέρα του τον έπαιρνε μαζί της στο αυτοκίνητο όταν ήταν μικρός και πήγαιναν έξω από το σπίτι της Τζάκι Ωνάση για να βάλουν τέρμα στα ηχεία άριες της Κάλλας.
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας οι τρεις λυρικοί τραγουδιστές ήταν τεχνικά άψογοι και εκφραστικά εντυπωσιακοί, όμως η παράλληλη βιντεοπροβολή δεν πρόσθεσε τίποτα ιδιαίτερο στο όλο καλλιτεχνικό εγχείρημα.
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας οι τρεις λυρικοί τραγουδιστές ήταν τεχνικά άψογοι και εκφραστικά εντυπωσιακοί, όμως η παράλληλη βιντεοπροβολή δεν πρόσθεσε τίποτα ιδιαίτερο στο όλο καλλιτεχνικό εγχείρημα. Επρόκειτο για μια κινηματογραφική παρέμβαση που λειτουργούσε μάλλον αυτόνομα, ξεκομμένη από τη μουσική πανδαισία της ορχήστρας, και αποσπασματική, χαμηλότονη, χωρίς σταθερή ροή ή ειρμό. Η καθυστέρηση της έναρξης της συναυλίας και η ασυνήθιστα μεγάλη διάρκεια του πρώτου μέρους, με μακρόσυρτες λυρικές άριες και αρκετά αργά μέρη κούρασαν ένα μεγάλο μέρος του κοινού που επέλεξε να αποχωρήσει από το Ηρώδειο μετά το διάλειμμα αλλά και πριν από αυτό. Το ύφος της μουσικής του συνθέτη ήταν κυρίως ρομαντικό, με μεγάλες μελωδικές φράσεις, έντονο λυρισμό και συναίσθημα. Η ορχήστρα ωστόσο φάνηκε να μην συμβαδίζει πάντοτε ρυθμικά με τον ή τη σολίστ, ενώ στα λίγα γρήγορα μέρη ξαναέβρισκε τον ενθουσιασμό της.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας η ατμόσφαιρα γίνεται πιο ανάλαφρη και ο ίδιος ο συνθέτης, ως κεντρικός πλέον performer, βρίσκεται επί σκηνής κάνοντας συχνά χιούμορ με το κοινό και προλογίζοντας τα τραγούδια του, τα περισσότερα από τα οποία συνόδευσε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Επέλεξε τραγούδια με μουσικά θέματα-δάνεια από την Κάρμεν του Μπιζέ (Poses), από τον Βέρντι και τον Μότσαρτ, ενώ στη συνέχεια ανέβασε στη σκηνή και πάλι τους τρεις λυρικούς σολίστες για να «ταξιδέψει» για άλλη μια φορά το κοινό του στον θαυμαστό κόσμο της όπερας. Μετά την εκτέλεση ενός ιρλανδικού κομματιού που επέλεξε για να οδηγήσει σε πιο folk μονοπάτια, εμφανίστηκε στη σκηνή η Νένα Βενετσάνου για να τραγουδήσει ένα τραγούδι «α καπέλα» και στη συνέχεια το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» με τη συνοδεία του Δημήτρη Γούζιου στο βιολοντσέλο και του Μιχάλη Χατζόπουλου στην κιθάρα. Στο σημείο αυτό η συναυλία έμοιαζε να εκτροχιάζεται και υφολογικά τουλάχιστον να λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Στη συνέχεια, ο Ρούφους εντυπωσίασε τραγουδώντας μαζί με τη Νένα Βενετσάνου το τραγούδι Anthem, το οποίο αφιέρωσε στους πρόσφυγες και στη συνέχεια η συναυλία οδηγήθηκε προς το τέλος της με την εκτέλεση γνωστών τραγουδιών του συνθέτη, όπως το cigarettes and chocolate milk. Η ορχήστρα έμοιαζε αμήχανη στην εκτέλεση των τραγουδιών και αδύναμη να συμμεριστεί τη ρυθμική έντασή τους. Όμως, η εκφραστικότητα της φωνής του Ρούφους, το χαρακτηριστικό και έντονο βιμπράτο του, ο ανεπιτήδευτος τρόπος με τον οποίο έπαιζε πιάνο και το απαράμιλλο πάθος του του προσέδιδαν ιδιαίτερη γοητεία και κατάφεραν τελικά να παρασύρουν το αρχικά άνευρο κοινό σε μια πιο συμμετοχική δράση.
Φυσικά οι θεατές δεν θα άφηναν τον καλλιτέχνη να εγκαταλείψει τη σκηνή αν δεν εκτελούσε το Hallelujah του Λέοναρντ Κοέν, αγαπημένο του κομμάτι που δεν παραλείπει στις συναυλίες του. Με τη σύμπραξη και των τριών σολίστ η ατμόσφαιρα έγινε σχεδόν κατανυκτική. Για το κλείσιμο της συναυλίας, ο συνθέτης επέλεξε να ερμηνεύσει το Oh, what a world, τραγούδι ιδιαίτερα δημοφιλές μέσα στο οποίο έχει εντάξει τα μουσικά θέματα από το μπολερό του Ραβέλ. Σε αυτό το σημείο η ορχήστρα ξαναβρήκε το σφρίγος της και οδήγησε τη συναυλία σε ένα θριαμβευτικό φινάλε.
Ο Ρούφους Γουέινραϊτ είναι ένας χαρισματικός καλλιτέχνης με δισκογραφική πορεία από το 1998. Ταλαντούχος συνθέτης και ενορχηστρωτής, λάτρης της συμφωνικής μουσικής την οποία επεξεργάζεται με περίτεχνο τρόπο, και ιδιαίτερα ευρηματικός στην Αρμονία των τραγουδιών του, ξεχωρίζει και για τις φωνητικές του ικανότητες, ενώ είναι ιδιαιτέρως γνωστός για τις ερμηνείες του σε τραγούδια των Μπιτλς και του Λέοναρντ Κοέν.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.