
Για το αφιέρωμα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στον Μίκη Θεοδωράκη και την παρουσίαση του Άξιον Εστί, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Κάθε μουσική δημιουργία γεννάται βέβαια πρώτα στην ψυχή και μετά στο μυαλό του συνθέτη. Ύστερα, συνήθως, αποτυπώνεται στο χαρτί. Και μετά απελευθερώνεται, αρχίζει το ταξίδι της στον χρόνο και αποκτά μορφή νέα κάθε φορά που ο μουσικός την προσεγγίζει - κι αυτό γιατί η δημιουργία δεν είναι αυθύπαρκτη, προσδιορίζεται πάντα από μια σειρά εξωτερικών παραγόντων: τον χώρο παρουσίασης, την ιστορική συγκυρία, την προδιάθεση του κοινού, την ερμηνευτική προσέγγιση των καλλιτεχνών, ακόμη και από τις καιρικές συνθήκες. Με άλλα λόγια, η ίδια παρτιτούρα λειτουργεί κάθε φορά μόνο ως οδηγός για την παρουσίαση ενός “νέου” έργου. (Για τον λόγο αυτό, οι ηχογραφήσεις δεν έχουν ποτέ μαγεία - αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…)
Ένα κατάμεστο Ηρώδειο, ένα κοινό ηλεκτρισμένο και συναισθηματικά φορτισμένο, μια σπουδαία ορχήστρα, τέσσερεις χορωδίες, τρεις εξαιρετικοί σολίστ κι ένας εκστασιασμένος αρχιμουσικός απογείωσαν τον λόγο του Ελύτη και τη μουσική του Θεοδωράκη.
Το βράδυ της Τρίτης 13 Ιουλίου είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, μια συναυλία-αφιέρωμα στα ενενήντα χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη. Ο συνδυασμός των εξωτερικών συνθηκών απογείωσε με τρόπο μοναδικό το «Άξιον Εστί», εμβληματικό έργο της ελληνικής μουσικής δημιουργίας: ένα κατάμεστο Ηρώδειο, η αύρα της Ακρόπολης, η γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά, ένα κοινό ηλεκτρισμένο και συναισθηματικά φορτισμένο, μια σπουδαία ορχήστρα, τέσσερις χορωδίες, τρεις εξαιρετικοί σολίστ κι ένας εκστασιασμένος αρχιμουσικός απογείωσαν τον λόγο του Ελύτη και τη μουσική του Θεοδωράκη. Όμως, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της βραδιάς ήταν δύο, ο ένας σιωπηρός και άδηλος, ο άλλος φυσικά παρών και τιμώμενος: αφενός ο πρωτόγνωρος συνδυασμός ιστορικών και πολιτικών συγκυριών, μοναδικών μετά τη Μεταπολίτευση, προσέδωσε στο έργο εντελώς νέα, σύγχρονη οπτική και πολλαπλασίασε την ένταση των νοημάτων, αφετέρου η φυσική παρουσία του Μίκη επισκίασε κάθε άλλο χαρακτηριστικό της βραδιάς, ενώ ταυτόχρονα πυροδότησε το πάθος των μουσικών και τις εκρήξεις ενθουσιασμού του κοινού.
Κάθε καλόπιστος αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η όποια μουσική ή άλλη κριτική της συναυλίας καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, αν δεν είναι και περιττή. Η ιστορική σημασία όμως της βραδιάς επιτάσσει να αποτυπωθεί στο χαρτί με ψύχραιμο λόγο η φυσική και ψυχική παρουσία των συντελεστών. Στο πρώτο μέρος της συναυλίας η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παρουσίασε στο κοινό την «Πρώτη Συμφωνία», που περιλαμβάνει τρία μέρη. Ο συνθέτης ετοίμασε τα πρώτα σχέδια στην ηλικία των είκοσι τριών ετών, μετά τον ταυτόχρονο θάνατο στον εμφύλιο δύο φίλων του που ανήκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, αποφασισμένος να αφιερώσει σ’ αυτούς ένα μνημειώδες μουσικό έργο. Όταν, ένα χρόνο αργότερα, ο συνθέτης μεταφέρεται στη Μακρόνησο, παίρνει μαζί του τα χειρόγραφα του έργου, τα χάνει όμως σε μια καταιγίδα. Έτσι ξαναρχίζει να το συνθέτει, σε συνθήκες αδιανόητες, καθώς έμενε μαζί με άλλους δεκατρείς σε μια μικρή σκηνή χωρίς νερό, με λιγοστό φαγητό και με πολλή αγγαρεία. Τα χειρόγραφα χάνονται εκ νέου όταν ο συνθέτης οδηγείται προς βασανισμό στο Α’ Τάγμα Σκαπανέων. Ο Θεοδωράκης θα αρχίσει για τρίτη φορά τη σύνθεση του έργου στα Χανιά για να το ολοκληρώσει στην Αθήνα στα 1954 και σε ηλικία είκοσι εννέα ετών.
Υπό τις οδηγίες του Λουκά Καρυτινού, η ορχήστρα αποτύπωσε ιδανικά τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις συναισθηματικές εκρήξεις και τη θλίψη του συνθέτη.
Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Θεοδωράκη, η συμμετοχή του στις μάχες για την απελευθέρωση της Αθήνας, και αμέσως μετά στα Δεκεμβριανά (1944), τον πλημμύρισαν αισιοδοξία, δύναμη και αίσθημα ψυχικής υπεροχής. Στο πρώτο μέρος της συμφωνίας κυριαρχεί η γιγαντιαία προσπάθεια στην οποία αποδύθηκε προκειμένου να αντιμετωπίσει υπέρτερες δυνάμεις. Ο συνθέτης αναπαράγει εμφανώς τις ιαχές του πλήθους, τις κραυγές, τις οιμωγές και τους κρότους των όπλων. Η βεβαιότητα της νίκης αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο εορταστικό και δυναμικό τρίτο μέρος της συμφωνίας. Ο πολύ εσωστρεφής όμως χαρακτήρας του δεύτερου μέρους αντανακλά πιστά την ψυχολογία του μετά τον θάνατο των φίλων του. Μάλιστα, η σύνθεση του έργου ξεκίνησε από αυτό το μέρος, που ο Θεοδωράκης ονόμασε «Ελεγείο και Θρήνος για τον Βασίλη Ζάννο», και υπάρχει και ως ξεχωριστό έργο. Υπό τις οδηγίες του Λουκά Καρυτινού, η ορχήστρα αποτύπωσε ιδανικά τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις συναισθηματικές εκρήξεις και τη θλίψη του συνθέτη, εξαφανίζοντας από το προσκήνιο και τα όποια προβλήματα συντονισμού ανέκυψαν. Το πάθος της ορχήστρας και του μαέστρου “πέρασε” και στο κοινό, που αγκάλιασε το έργο χειροκροτώντας ζεστά μετά από κάθε μέρος.
Το ξέσπασμα του κοινού ήρθε, όχι αναπάντεχα, στα μισά του δεύτερου μέρους, μαζί με τον λόγο του ποιητή: “ μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου”. Το παρατεταμένο κι ενθουσιώδες χειροκρότημα διέκοψε τη συναυλία.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας απολαύσαμε το «Άξιον Εστί», έργο που συνέθεσε ο Θεοδωράκης από το 1960 έως το 1965, αρχικά στο Παρίσι και ακολούθως στην Αθήνα. Στο έργο συνυπάρχει η εικόνα/ηχόχρωμα της Ελλάδας με τις μουσικές φόρμες της Ευρώπης. Η ποίηση βέβαια του Ελύτη αποθεώνει την ελληνικότητα, η μουσική όμως του Μίκη “πατάει” επάνω στα ορατόρια, τις άριες, τα ρετσιτατίβα, τα κοράλ και τις φούγκες του Μπαχ από τη μία και την Ορθόδοξη λειτουργία με τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια των ψαλτών από την άλλη. (Ασφαλώς, για τον μυημένο ακροατή, η μουσική συνύπαρξη Ελλάδας και Ευρώπης στο πλαίσιο της σημερινής πολιτικής συγκυρίας προκαλεί ιδιαίτερα ενδιαφέροντες συνειρμούς). Το έργο αποτελεί μέχρι σήμερα τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του συνθέτη και όχι άδικα, αν και αρχικά η δισκογραφική εταιρεία προχώρησε στην ηχογράφησή του με βαριά καρδιά.
Σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς ήταν έκδηλη η ανάγκη του ακροατηρίου να αποθεώσει τον μεγάλο μουσουργό. Το ξέσπασμα του κοινού ήρθε, όχι αναπάντεχα, στα μισά του δεύτερου μέρους, μαζί με τον λόγο του ποιητή: “ μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου”. Το παρατεταμένο κι ενθουσιώδες χειροκρότημα διέκοψε τη συναυλία, το κοινό σχεδόν απαίτησε από το συνθέτη να σηκωθεί και εκκωφαντικά να αποθεωθεί. Αποθέωση που συνεχίστηκε και μετά την ολοκλήρωση του έργου, την επανεκτέλεση της “Δικαιοσύνης”, ως και μέχρι την αποχώρηση του συνθέτη από το θέατρο.
Η ορχήστρα, οι τέσσερις χορωδίες και πρώτος μεταξύ όλων ο μαέστρος εισέπραξαν την αγωνία, το πάθος, τα συναισθήματα του ακροατηρίου - τα μετουσίωσαν σε μουσική διατηρώντας συνέπεια προς την παρτιτούρα και συνομίλησαν με το κοινό.
Η ορχήστρα, οι τέσσερις χορωδίες και πρώτος μεταξύ όλων ο μαέστρος εισέπραξαν την αγωνία, το πάθος, τα συναισθήματα του ακροατηρίου - τα μετουσίωσαν σε μουσική διατηρώντας συνέπεια προς την παρτιτούρα και συνομίλησαν με το κοινό. Ο Δημήτρης Πλατανιάς αγκάλιασε με θέρμη κι εξαιρετική τεχνική τον απαιτητικό ρόλο του Ψάλτη και ενθουσίασε ακόμη και τους μη μυημένους στο έργο. Ο Γιώργος Νταλάρας δωρικός, συνεπής, δεν ολίσθησε σε καμία στιγμή στην παγίδα να αναμετρηθεί με το έργο - το υπηρέτησε μέχρι το τέλος. Ο εξαιρετικός Άκης Σακελλαρίου έδωσε μια πολύ διαφορετική ανάγνωση από την περίφημη πια του Μάνου Κατράκη, πιο εσωστρεφή μα πολύ ουσιαστική. Η όλη προσπάθεια αδικήθηκε μονάχα από τις αρκετές αδυναμίες της ηχοληψίας.
Υπήρξαμε πραγματικά πολύ τυχεροί όσοι βρεθήκαμε στην ιστορική συναυλία της 15ης Ιούλη στο κατάμεστο Ηρώδειο, με αφορμή τα ενενήντα χρόνια του Μίκη. Ένα ηλεκτρισμένο κοινό διέκοψε τη συναυλία στα μισά - και όλοι μαζί αποθεώσαμε τον (παρόντα στο θέατρο) μεγαλύτερο εν ζωή έλληνα συνθέτη. Ήταν εμφανής η ανάγκη όλων να βρεθεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς, ένας κοινός τόπος που θα ενώνει και δεν θα χωρίζει. Και αυτό το κατάφερε και πάλι ο Πολιτισμός, ο εγκαταλελειμμένος και συκοφαντημένος. Η ιστορική συγκυρία βάραινε πάνω από τον αττικό ουρανό - και γνωρίζαμε φεύγοντας ότι βρεθήκαμε μάρτυρες σε μια στιγμή που συμβόλισε το τέλος μιας εποχής μα και την αρχή μιας άλλης. Στο πρόσωπο και στη μουσική του Μίκη γράφεται ακόμη ιστορία. Άξιος εστί.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.