
Για την παράσταση της Καμεράτας με έργα γαλλικής μπαρόκ θρησκευτικής μουσικής, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Πιστή στο καθιερωμένο εορταστικό ραντεβού της με το κοινό στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, η Καμεράτα – Ορχήστρα των φίλων της Μουσικής, (γνωστή πλέον διεθνώς με την επωνυμία Armonia Atenea) εντυπωσίασε για άλλη μια φορά ερμηνεύοντας με όργανα εποχής δυο μεγάλα αριστουργήματα της μπαρόκ εποχής, θρησκευτικού περιεχομένου, που επιλέχθηκαν προφανώς για να προσδώσουν μεγαλύτερη θρησκευτικότητα και μεγαλοπρέπεια στην ατμόσφαιρα της ημέρας.
Το εορταστικό ρεπερτόριο της Καμεράτας περιελάμβανε δύο διάσημα μοτέτα «Te Deum» δύο μεγάλων συνθετών της εποχής του μπαρόκ: του Σαρπαντιέ και του Λυλλύ. Ο πρώτος γεννήθηκε το 1645 στο Παρίσι αλλά έλαβε ιταλική μουσική παιδεία και φρόντισε να τη μεταφέρει στην πατρίδα του, ενώ αντιστρόφως ο δεύτερος γεννήθηκε στην Φλωρεντία το 1632 κι έγινε Γάλλος υπήκοος το 1661. Και οι δύο εκδίπλωσαν το συνθετικό τους ταλέντο στην εποχή του Λουδοβίκου του 14ου μόνο που ο Λυλλύ έγινε ένας ξακουστός στην εποχή του, έχοντας την εύνοια του βασιλιά κι επισκιάζοντας τον Σαρπαντιέ που, εκτός από συνθέτης, υπήρξε και αξιόλογος θεωρητικός της μουσικής.
Te Deum laudamus
Η μουσική του Σαρπαντιέ χαρακτηρίζεται από αρμονικό πλούτο και χρωματικές αντιθέσεις. Το Te Deum γράφτηκε το 1692 και θεωρείται έργο γαλλικής επιρροής.
Η συναυλία της Καμεράτας ξεκίνησε με το «Te deum» του Σαρπαντιέ, που ανακαλύφθηκε εκ νέου από τον μουσικολόγο Καρλ ντε Νυ το 1953, ενώ το ορχηστρικό πρελούδιο στην αρχή του έργου επιλέχθηκε ως βασικό θέμα στις μεταδόσεις της EBU (European Broadcasting Union) το 1954. Ο Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ έζησε από το 1645 μέχρι το 1704 και έγραψε τον πρόλογο και τα ιντερμέδια του έργου «Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου, το 1673. Το 1698 έγινε αρχιμουσικός της Sainte-Chapelle στο Παρίσι, για την οποία έγραψε πολλά από τα καλύτερά του θρησκευτικά μοτέτα και ορατόρια. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από αρμονικό πλούτο και χρωματικές αντιθέσεις. Το Te Deum γράφτηκε το 1692, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Λυλλύ, και θεωρείται έργο γαλλικής επιρροής. Πρόκειται για ένα μεγάλο πολυφωνικό μοτέτο σε ρε μείζονα, γραμμένο για πέντε τραγουδιστές σολίστ (δύο σοπράνο, άλτο, τενόρο, μπάσο), τετράφωνη χορωδία και ορχηστρικό σύνολο αποτελούμενο από δύο φλάουτα, δύο όμποε, δύο τρομπέτες, τύμπανο, βιολιά, δύο βιόλες και μπάσο κοντίνουο. Το μπάσο κοντίνουο εκτελείται από τσέλο, εκκλησιαστικό όργανο αλλά μπορεί να ενισχυθεί από τσέμπαλο, θεόρβη, μπάσα φλογέρα ή φαγκότο.
Και τα δύο Τe Deum αποτελούνται από μέρη, και χορωδιακά και σολιστικά, τα οποία στο ξεκίνημά τους συνοδεύονται από κρουστά και τρομπέτες. Ο Σαρπαντιέ ξεκινά με ένα πρελούδιο στρατιωτικού θριάμβου. Η μελωδική φράση στο Te Deum laudamus[1] αποτελείται από μια μπάσα αφήγηση, ενώ ακολουθεί μια πομπώδης διπλή χορωδία που οδηγεί στην προσευχή Te Αeternum Patrem[2], όπου υπάρχει μίμηση των σολιστικών φωνών. Τόσο το στοχαστικό Ter ergo quaesumus[3] για σόλο σοπράνο όσο και το Dignare Domine[4] (ντουέτο, σοπράνο-μπάσος) έχουν έντονες λυρικές στιγμές που προλειαίνουν το έδαφος για το πομπώδες φινάλε In te Domine speravi[5] για χορωδία και τρίο τραγουδιστών.
«Όλα τα πρωϊνά του κόσμου»
Ο Λυλλύ έγραψε το δικό του Te Deum το 1677 και το αφιέρωσε στη γέννηση του γιου του, αν και είχε παραγγελία από τον Λουδοβίκο 14ο, ο οποίος και έγινε νονός του παιδιού. Θεωρείται κολοσσιαίο έργο της μπαρόκ μουσικής. Είναι ίσως το μεγαλύτερο έργο που γράφτηκε στη λατινική γλώσσα και περιέχει 1233 μέτρα. Το έργο πρώτη φορά εκτελέστηκε από 150 μουσικούς αλλά τον 18ο αιώνα έφτασε τους 300 μουσικούς. Ξεκινά με μια βασιλική και πομπώδη φανφάρα συνοδευόμενη από ένα εντυπωσιακό δεξιοτεχνικό ντουέτο τραγουδιστών και μια μιμητική χορωδία. Το ξεκίνημα είναι πιο θεαματικό, πιο γεμάτο και πιο πομπώδες από εκείνο του Σαρπαντιέ. Ο Λυλλύ αξιοποιεί στο έπακρο τα όργανα και τις ηχοχρωματικές τους δυνατότητες, παραπέμποντας περισσότερο σε όπερα παρά σε εκκλησιαστική μουσική. Τα διάφορα σύνολα εναλλάσσονται αρμονικά μεταξύ τους, όπως και οι σολίστ με τις χορωδίες. Στο φινάλε, In te Domine, συνδυάζεται η στιβαρή χορωδία με τα πνευστά σε ψηλές συχνότητες που επιτελούν σαλπίσματα.
Είναι ίσως το μεγαλύτερο έργο που γράφτηκε στη λατινική γλώσσα και περιέχει 1233 μέτρα. Το έργο πρώτη φορά εκτελέστηκε από 150 μουσικούς αλλά τον 18ο αιώνα έφτασε τους 300 μουσικούς.
Ο Ζαν-Μπατίστ Λυλλύ αρκετά νωρίς απαρνήθηκε την ιταλική καταγωγή του και μπήκε στην υπηρεσία του Λουδοβίκου 14ου ως χορευτής, αλλά η μουσική που συνέθεσε τον καθιέρωσε ως αυλικό συνθέτη ενόργανης μουσικής. Από τη θέση αυτή διεύθυνε τα εικοσιτέσσερα βιολιά του βασιλιά που αποτελούνταν από πέντε ομάδες εγχόρδων, καθιερώνοντας έτσι τον πυρήνα της συμφωνικής ορχήστρας όπως θα εξελισσόταν στα επόμενα χρόνια. Πρόσθεσε φλάουτα και όμποε για την ενίσχυση της μελωδικής γραμμής και το τσέμπαλο, το φαγκότο και τη θεόρβη[6] για το μπάσο κοντίνουο. Επιμελήθηκε ιδιαιτέρως θέματα που αφορούν την ορχήστρα κι επέβαλε πειθαρχία στους μουσικούς, κυρίως ως προς την τήρηση του ρυθμού. Θεωρείται πατέρας του γαλλικού μπαρόκ και της γαλλικής όπερας και υπήρξε αυλοκόλακας και δολοπλόκος ώστε να απολαύει της υποστήριξης του βασιλιά. Στις 8 Ιανουαρίου 1687, καθώς διηύθυνε το έργο προς τιμήν μιας ανάρρωσης του Λουδοβίκου, αυτοτραυματίστηκε στο δάχτυλο του ποδιού του με μια μπαγκέτα που χτυπούσε στο έδαφος για να κρατά τον ρυθμό και πέθανε στις 22 Μαρτίου 1687 από γάγγραινα.
Μια εξαιρετική βραδιά με όργανα εποχής
Στη μουσική διεύθυνση ο εκφραστικότατος διευθυντής ορχήστρας Γιώργος Πέτρου φρόντισε να διατηρήσει σε εγρήγορση τους μουσικούς του, επιμένοντας σε ένα σφριγηλό τέμπο, που στα γρήγορα μέρη παρέσυρε και τον πιο νωχελικό ακροατή, ενώ στα αργά μέρη επέτρεπε έναν γοητευτικό αλλά άκρως ελεγχόμενο λυρισμό, αποφεύγοντας την ερμηνευτική χαλαρότητα.
Η ορχήστρα λειτουργούσε ως ενιαίο, δεμένο σύνολο που εξύφαινε με λεπτομέρεια και ακρίβεια ένα καλοδουλεμένο μουσικό υφαντό, μεταφέροντας νοερά τους ακροατές της στην αυλή του Βασιλιά – Ήλιου.
Η ορχήστρα λειτουργούσε ως ενιαίο, δεμένο σύνολο που εξύφαινε με λεπτομέρεια και ακρίβεια ένα καλοδουλεμένο μουσικό υφαντό, μεταφέροντας νοερά τους ακροατές της στην αυλή του Βασιλιά-Ήλιου. Αρμονικά την ορχήστρα συνόδευε η μεικτή χορωδία του Δήμου Αθηναίων η οποία σε πολλά εισαγωγικά μέρη έμοιαζε να έρχεται από μακριά και να εναρμονίζεται με το οργανικό ηχόχρωμα, παράγοντας ένα αδιαίρετο σύνολο. Η επιβλητική ερμηνεία στη θεόρβη από το Θεόδωρο Κίτσο στο κέντρο και μπροστά στη σκηνή ενίσχυε και οπτικά τη νοερή μεταφορά του κοινού στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Ο εκφραστικός Ανδρέας Λινός μύησε με επιτυχία τους ακροατές του στον γλυκό και «στρογγυλό» ήχο της βιόλας ντα γκάμπα που, στα σολιστικά της μέρη, αν και εκτελούσε ρόλο μπάσο κοντίνουο, έδινε ένα ήπιο χρώμα στις μουσικές αυτές στιγμές.
Οι πέντε τραγουδιστές σολίστ, παρά την εντυπωσιακή ερμηνεία στον ξεχωριστό τους ρόλο, φρόντιζαν να μην επισκιάζουν την ορχήστρα, αποσυρόμενοι διακριτικά στο τέλος του κάθε μέρους τους. Η Μυρσίνη Μαργαρίτη (σοπράνο), η Βάσια Ζαχαροπούλου (σοπράνο), ο Βασίλης Καβάγιας (τενόρος), ο Χρήστος Κεχρής (τενόρος) και ο Σταύρος Νικολάου (βαρύτονος) κράτησαν απόλυτο έλεγχο της έντασης και του χρωματισμού της φωνής τους και συνέπλευσαν με επιτυχία, τόσο με την ορχήστρα, όσο και με την χορωδία.
Ιδιαίτερα σημαντικός για την άρτια απόδοση των δύο έργων είναι ο ακριβής συντονισμός που πέτυχε η Καμεράτα, ακολουθώντας τη χαρακτηριστική και έντονη κινησιολογία του μαέστρου, δίνοντας έτσι μια μεγαλόπρεπη και βασιλική γεύση στο γιορτινό κλίμα της ημέρας.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.