
Για την εμφάνιση του Wadada Leo Smith με το έργο του Ten Freedom Summers στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Του Φραγκίσκου Κοντορούση
Στη σύγχρονη μουσική υπάρχει ένα λεπτό όριο που χωρίζει το σοβαρό και ειλικρινές από το εξεζητημένο και ναρκισσιστικό. Εκείνο το βράδυ, ο συνθέτης και τρομπετίστας Ουαντάντα Λήο Σμιθ κατάφερε να πλησιάσει αυτό το όριο χωρίς να το υπερβεί, ξεσηκώνοντας μια κατάμεστη αίθουσα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με τους ήχους της free jazz. Δεν ήταν μόνος του: είχε συνοδοιπόρους τρεις εξαιρετικούς μουσικούς (Άντονι Ντέιβις-πιάνο, Τζων Λίντμπεργκ-κοντραμπάσο, Φήροαν Άκλαφ-ντραμς) σε ένα κουαρτέτο δεμένο μέχρι την τελευταία αναπνοή. Ο ίδιος έπαιξε τρομπέτα με πάθος και αστείρευτη ενέργεια και καθοδήγησε ταυτόχρονα το σύνολό του, καταφέρνοντας να αποδώσει τα συναισθήματα, τα χρώματα, τους παλμούς και τους ήχους γεγονότων που σχετίζονται με την πάλη για τα αυτονόητα δικαιώματα των Αφροαμερικανών.
Μουσική στράτευση με παρτιτούρα
Ο Ισμαήλ Ουαντάντα Λήο Σμιθ παραμένει ενεργός στο χώρο της σύγχρονης δημιουργικής μουσικής για πάνω από σαράντα χρόνια. Τρομπετίστας, συνθέτης, πολυοργανίστας και αυτοσχεδιαστής γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1941 στο Λέλαντ του Μισισιπή. Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του με τον νονό του, Άλεξ Ουάλας, και από τα γυμνασιακά του χρόνια συμμετείχε σε σχολικές ορχήστρες. Στα δεκατρία του ήρθε σε επαφή με τις μουσικές παραδόσεις των μπλουζ του Μισισιπή και του αυτοσχεδιασμού και συνέχισε στο πρόγραμμα για μπάντες του αμερικανικού στρατού (1963), στη Σχολή Μουσικής Sherwood (1967-69) και στο πανεπιστήμιο Wesleyan (1975-76). Οι γνώσεις του δεν περιορίζονται μόνο στον αμερικανικό μουσικό πολιτισμό. Μελέτησε τον αφρικανικό, τον ιαπωνικό, τον ινδονησιακό και τον ευρωπαϊκό μουσικό πολιτισμό και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Νιου Χέηβεν (1975-76), στο Στούντιο Δημιουργικής Μουσικής του Woodstock της Νέας Υόρκης (1975-78) και στο Bard College (1987-93). Πλέον είναι μέλος του διδακτικού προσωπικού στη Σχολή Μουσικής Herb Alpert του Ινστιτούτου Τεχνών της Καλιφόρνια (CalArts) και μέλος της Ένωσης για την Προαγωγή Δημιουργικών Μουσικών (AACM). Έχει λάβει αρκετά βραβεία και αναθέσεις, ανάμεσά τους και το βραβείο του Ιδρύματος MAP για το άλμπουμ του Ten Freedom Summers (2011).
Η μουσική του Ουαντάντα σε αυτό το έργο διεισδύει στον παλμό κοσμογονικών στιγμών, όπως ήταν η ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο Μέμφις και η μεγάλη πορεία διαμαρτυρίας για ελευθερία, ισονομία, εργασία (Ουάσινγκτον 1963), εκεί που πρωτοακούστηκε το ιστορικό I have a dream.
Ο Smith ξεκίνησε να γράφει το magnum opus του, Ten Freedom Summers (Δέκα Καλοκαίρια Ελευθερίας) το 1977 και από τότε έγραφε τα μέρη του κατά περιόδους ολοκληρώνοντάς το 2011, οπότε και το παρουσίασε για πρώτη φορά ζωντανά το Νοέμβριο στην αίθουσα συναυλιών του Colburn School στο Λος Άντζελες. Το έργο επικεντρώνεται στη δεκαετία 1954 – 1964, την εποχή της καλλιτεχνικής του ενηλικίωσης. Περιλαμβάνει είκοσι δύο συνθέσεις σε τέσσερεις ψηφιακούς δίσκους συνολικής διάρκειας τεσσερεισήμισυ ωρών, μέσα από τις οποίες επιχειρείται μια ψυχολογική ερμηνεία γεγονότων που σχετίζονται με την πάλη για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Η μουσική του Ουαντάντα σε αυτό το έργο διεισδύει στον παλμό κοσμογονικών στιγμών, όπως ήταν η ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο Μέμφις και η μεγάλη πορεία διαμαρτυρίας για ελευθερία, ισονομία, εργασία (Ουάσινγκτον 1963), εκεί που πρωτοακούστηκε το ιστορικό I have a dream. Για το έργο Ten Freedom Summers ο Smith ήταν ένας από τους τρεις φιναλίστ για το βραβείο Πούλιτζερ μουσικής το 2013. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως, μολονότι ο Ουαντάντα Λήο Σμιθ εφηύρε έναν δικό του μουσικό κώδικα, μια ιδιωματική μουσική γλώσσα που ονομάζει Ankhrasmation, το Ten Freedom Summers είναι γραμμένο σε κλασική παρτιτούρα με νότες. Το έργο εισέπραξε διεθνή αναγνώριση από μουσικοκριτικούς αμέσως μόλις κυκλοφόρησε.
Στα Ten Freedom Summers ο Σμιθ κατέγραψε μια δεκαετία ακτιβισμού για τα αστικά δικαιώματα, από την εποχή των φυλετικών διακρίσεων στην εκπαίδευση έως τη διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων του 1964 και τη διαμαρτυρία για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Κάθε σύνθεσή του αναφέρεται σε συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, με ψυχολογική διερεύνηση των πρωταγωνιστών του. Αρχικά, αποβλέποντας στον αυτοσχεδιασμό, ο Ουαντάντα Λήο Σμιθ έγραψε μουσική που δεν μπορούσε να παιχτεί: στα σημεία όπου οι ερμηνευτές του αδυνατούσαν να συνεχίσουν, τους παρότρυνε να ξεκινήσουν τον αυτοσχεδιασμό. Και αυτό αναπαριστά, στο μουσικό αποτέλεσμα, την ελευθερία έκφρασης για την οποία πάλευε ο ίδιος ιδεολογικά.
Άψογη ενορχήστρωση, ελεύθερη επαφή με το κοινό και διονυσιασμός
Το περασμένο Σάββατο στη Στέγη είχαμε τη χαρά να ακούσουμε τρία εκτενή αποσπάσματα από το ογκώδες αυτό έργο. Το κουαρτέτο χρησιμοποίησε έντονα ιδιώματα της τζαζ και των μπλουζ, ενώ ο Σμιθ στο επιβλητικό παίξιμό του ενσωμάτωσε την echo (ηχώ) και την αισθητική του αγαπημένου του Μάιλς Ντέιβις. Το ίδιο το έργο ενσωματώνει στην free jazz πολλά στοιχεία και ιδέες της λεγόμενης «σύγχρονης κλασικής» μουσικής, μαρτυρώντας τις δυτικότροπες αισθητικές αναζητήσεις του συνθέτη. Το σύνολο του έργου (εκτός των αυτοσχεδιαστικών μερών) είναι αποτυπωμένο σε παρτιτούρα. Επιπλέον, ο συνθέτης ξεκινά από μια βάση προγραμματική, αν και τελικά τη χρησιμοποιεί μόνο ως αφορμή για να δώσει την ευκαιρία στο θυελλώδη ρυθμό, την αρμονία και –φυσικά– τον αυτοσχεδιασμό να μιλήσουν. Τέλος, στο ριζοσπαστικό και παθιασμένο χαρακτήρα του έργου διακρίνει κανείς ξεκάθαρα έντονο θρησκευτικό συναίσθημα.
Το κουαρτέτο χρησιμοποίησε έντονα ιδιώματα της τζαζ και των μπλουζ, ενώ ο Σμιθ στο επιβλητικό παίξιμό του ενσωμάτωσε την echo (ηχώ) και την αισθητική του αγαπημένου του Μάιλς Ντέιβις.
Ο Smith λειτούργησε ακόμη άψογα ως ενορχηστρωτής. Έχοντας στη διάθεσή του μόλις τέσσερα όργανα, εκμεταλλεύθηκε κάθε ηχοχρωματική τους δυνατότητα. Η άλλοτε οργισμένη και άλλοτε θλιμμένη τρομπέτα, τα απειλητικά glissandi και τα χορευτικά spiccati του κοντραμπάσσου, οι ατέρμονες «μπλουζ» κλίμακες του πιάνου και η –σαν μια ορχήστρα από μόνη της– ευφυέστατη ενσωμάτωση των ντραμς δεν άφησαν το κοινό να πλήξει ούτε λεπτό.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει και στον video artist Τζέσε Τζίλμπερτ, ο οποίος κατάφερε να αποδώσει, με ασπρόμαυρες κυρίως εικόνες, τη γεμάτη χρώματα μουσική, χωρίς ωστόσο να αλλοιώσει τα νοήματά της. Το μόνο που δεν μπορεί κανείς (ευτυχώς) να αποτυπώσει στο χαρτί είναι ο μαγνητισμός, η έλξη, η επαφή με το κοινό που κατάφεραν να πετύχουν οι τέσσερις εξαιρετικοί μουσικοί, αποδεικνύοντας ότι η τελειότητα μιας ηχογράφησης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μαγεία της ζωντανής ακρόασης ενός εξαιρετικού συνόλου.
* Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΚΟΝΤΟΡΟΥΣΗΣ είναι καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών της Μουσικής.