
Για τις τέσσερις ορχηστρικές σουίτες του Bach από την Καμεράτα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Της Χρύσας Στρογγύλη
Η «Καμεράτα – Ορχήστρα φίλων της μουσικής» δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από διακεκριμένες ορχήστρες του εξωτερικού, ακόμα και από κάποιες που ειδικεύονται στη μπαρόκ μουσική. Χθες το βράδυ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Αθήνας, η «Καμεράτα» έδωσε νέα πνοή στις περίφημες Τέσσερις ορχηστρικές Σουίτες του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ερμηνεύοντάς τες με πάθος και νεανικό σφρίγος. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ενθουσιασμό του μαέστρου Γιώργου Πέτρου, ο οποίος με τις χαρακτηριστικές, χορευτικές του κινήσεις παρέσυρε την ορχήστρα σε ανάλογη εκτέλεση.
Μουσική χορού για αίθουσα συναυλιών
Κατά την περίοδο διαμονής του στη Βαϊμάρη, ο Μπαχ τελειοποίησε τον τρόπο γραφής του με εξόχως δραματικές εισαγωγές, ρυθμικές αγωγές και αρμονικά σχήματα που ανήγαγαν την προέλευσή τους στους μεγαλύτερους Ιταλούς συνθέτες της εποχής: Βιβάλντι, Κορέλλι, Τορέλλι, Μαρτσέλλο. Ο Μπαχ θαύμαζε τους συγκεκριμένους μουσικούς, ιδιαιτέρως τον πρώτο, του οποίου πολλά έργα μετέγραψε (κοντσέρτα για έγχορδα και πνευστά) για το εκκλησιαστικό όργανο ή άλλα πληκτροφόρα. Εκεί συνέθεσε, μεταξύ άλλων, 20 Καντάτες, τα πρώτα Πρελούδια και Φούγκες που, αργότερα, θα αποτελούσαν τη βάση για το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο, τις πρώτες Σονάτες και Παρτίτες για Βιολί σόλο, τη Φούγκα BWV 1026 για Βιολί και Μπάσο Κοντίνουο και πολλά έργα για το εκκλησιαστικό όργανο, μεταξύ των οποίων και το περίφημο Μικρό Βιβλίο Για Το Εκκλησιαστικό Όργανο (Orgel-Buchlein) και τις ορχηστρικές σουίτες του.
Κατά την περίοδο διαμονής του στη Βαϊμάρη, ο Μπαχ τελειοποίησε τον τρόπο γραφής του με εξόχως δραματικές εισαγωγές, ρυθμικές αγωγές και αρμονικά σχήματα που ανήγαγαν την προέλευσή τους στους μεγαλύτερους Ιταλούς συνθέτες.
Η χορευτική μουσική της εποχής του μπαρόκ υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής και σίγουρα επηρέασε πολλές από τις συνθέσεις του Μπαχ. Ωστόσο, όταν αναφερόμαστε στις ορχηστρικές του σουίτες, έχουμε να κάνουμε με στυλιζαρισμένους χορούς που προορίζονται κυρίως για ακρόαση, και όχι για χορό. Ανοίγοντας με τον «γαλλικό» μεγαλειώδη τρόπο που σταδιακά επιβραδύνεται, συνεχίζοντας με ρυθμό φούγκας και κλείνοντας με σύντομη επανάληψη του μοτίβου της αρχής, οι σουίτες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στη Γερμανία της εποχής του Μπαχ. Απόδειξη είναι το ότι ο Τέλεμαν άφησε 135, ο Γκράουπνερ 85, ο Γιόχαν Φρίντριχ Φας περίπου 100 από αυτές. Το κοντσέρτο για βιόλα, viola d' amore και μπάσο κοντίνουο του Γκράουπνερ από το Ντάρμστατ συνδυάζει δύο σόλο όργανα με παρεμφερή ήχο, τα οποία δύσκολα ξεχωρίζει ο ανειδίκευτος ακροατής. Οι σουίτες επιστρατεύουν δομικά ως μοντέλο γαλλικές σουίτες χορού, πράγμα που οδήγησε στο να μετονομαστούν, αδέξια, σε Ouvertures en concert στα Γαλλικά και Overture Concertos στα Αγγλικά (ουβερτούρες κοντσέρτα). Ο ίδιος ο Μπαχ έγραψε και άλλες «οβερτούρες» της κατηγορίας αυτής για σόλο όργανα, όπως τη Σουίτα για Τσέλο Νο 5, την Παρτίτα για Πλήκτρα Νο 4 και μια Ουβερτούρα κοντσέρτου γαλλικού στιλ. Οι μελετητές του πιστεύουν πως δεν συνέλαβε τις τέσσερεις ορχηστρικές σουίτες του ταυτόχρονα –όπως είχε συμβεί στην περίπτωση των Βραδεμβούργιων Κονσέρτων– γιατί οι πηγές του ήσαν διαφορετικές για την καθεμία.
Μια μπαρόκ βραδιά
Στην 1η Σουίτα, που είναι και χρονολογικά η πρώτη από τις τέσσερεις και η λιγότερο δημοφιλής, η ορχήστρα εντυπωσίασε με τον καθαρό της ήχο, την ισορροπία στα ηχοχρώματα και τον έντονο χορευτικό ρυθμό. Η εκτέλεση ήταν δροσερή και σπιρτόζα, με τα πνευστά να ξεχωρίζουν και να εντυπωσιάζουν. Η γλυκύτητα του μπαρόκ όμποε, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή δεξιοτεχνία του μπαρόκ φαγκότου, έντυναν τα έγχορδα της ορχήστρας με ένα πέπλο ηχοχρωματικής αρμονίας που μόνο θαυμασμό θα μπορούσε να προκαλέσει.
Η γλυκύτητα του μπαρόκ όμποε, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή δεξιοτεχνία του μπαρόκ φαγκότου, έντυναν τα έγχορδα της ορχήστρας με ένα πέπλο ηχοχρωματικής αρμονίας.
Η 2η Σουίτα του Μπαχ, που ακούστηκε τρίτη στη σειρά, μετά το διάλειμμα, αποτελεί ίσως τη δημοφιλέστερη από τις τέσσερις σουίτες. Το ενδιαφέρον εδώ επικεντρώνεται στο φλάουτο τραβέρσο, που με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία ανέδειξε ο εξαιρετικός σολίστας Ζαχαρίας Ταρπάγκος, έστω κι αν στα πρώτα μέρη χρειαζόταν να καταβάλει κανείς προσπάθεια για να το ακούσει καθαρά: τα έγχορδα κάλυπταν το πνευστό σε αρκετές περιπτώσεις, όμως στα τελευταία μέρη της σουίτας ξεχώριζε αρκετά. Στο αποκορύφωμα, στην πασίγνωστη Badinerie, ο σπουδαίος εκτελεστής εντυπωσίασε με τον καθαρό του ήχο, την απίστευτη ταχύτητα των δακτύλων του και την εκφραστικότητά του. Αποδείχθηκε ένας πραγματικός βιρτουόζος που δεν έχασε ούτε στιγμή την παιχνιδιάρικη διάθεση και την ενέργεια που απαιτούσε το τελευταίο κομμάτι της σουίτας. Η διαμάχη ανάμεσα στους βιολονίστες και τους ομποḯστες είναι χαρακτηριστική σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη σουίτα: το μέρος της παρτιτούρας που αφορά το όμποε συχνά είναι γραμμένο χαμηλότερα από το πρώτο βιολί, πράγμα που είναι χαρακτηριστικό της μπαρόκ πρακτικής.
Παρέλαση οργάνων εποχής
Η 3η Σουίτα ακούστηκε δεύτερη στη σειρά. Μολονότι η ορχήστρα εξακολουθούσε να εντυπωσιάζει με τον άρτιο συντονισμό της και με την καθαρότητα του ήχου της, το πιο δημοφιλές κομμάτι της σουίτας, το περίφημο «Air» για έγχορδα, ακούστηκε αρκετά αγχωμένο και νευρικό. Τα χάλκινα έδεσαν αρμονικά με την υπόλοιπη ορχήστρα η οποία όμως, προς το τέλος της 2ης σουίτας, είχε χάσει ένα μέρος από την ενέργεια που είχε επιδείξει στα προηγούμενα κομμάτια. Πάντως, κατάφερε να την ανακτήσει αμέσως μετά το διάλειμμα και μέχρι το τέλος της συναυλίας, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ενθουσιασμού που επικρατούσε στο κοινό ήταν το παρατεταμένο χειροκρότημα με το τέλος της 3ης σουίτας, λίγο πριν αρχίσει το διάλειμμα, κάτι που δεν συνηθίζεται, και που κατάφερε να βγάλει στη σκηνή τον μαέστρο για δεύτερη φορά.
Οι σολιστικοί διάλογοι ανάμεσα στις ομάδες των οργάνων ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της 4ης σουίτας, που ακούστηκε τελευταία στη σειρά. Τρεις τρομπέτες και τύμπανα της εποχής με φυσικό δέρμα συνομιλούν με τρία μπαρόκ όμποε και ένα μπαρόκ φαγκότο, το οποίο ο εξαιρετικός Αλέξανδρος Οικονόμου χειρίστηκε με ιδιαίτερη επιδεξιότητα.
Η ερμηνεία της «Καμεράτας» θα μείνει χαραγμένη στην μνήμη όσων την απόλαυσαν, όχι γιατί διέθετε γερμανική ακρίβεια και σχολαστικότητα, αλλά γιατί κατάφερε να εμποτίσει το σπουδαίο αυτό έργο του μεγάλου γερμανού συνθέτη με μια ισχυρή δόση από το ελληνικό ταμπεραμέντο.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.